Πανδημία: Ψυχολογικές συνέπειες στο άτομο και στην οικογένεια

Πανδημία: Ψυχολογικές συνέπειες στο άτομο και στην οικογένεια

Προτού ξεκινήσουμε θα ήθελα να σημειώσω το εξής: μιλώντας για θέματα ψυχολογίας δεν μπορούν να υπάρχουν βεβαιότητες ούτε θέσφατα ούτε αυθεντίες… Κατά συνέπεια, η ανάλυση που ακολουθεί είναι η προσωπική μου ματιά στα γεγονότα, όπως τα βίωσα ο ίδιος στο οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό πλαίσιο που κινούμαι και αντιλαμβάνομαι, δηλαδή μια απολύτως υποκειμενική συνθήκη. Με το κείμενο αυτό φιλοδοξώ περισσότερο να καλλιεργηθεί ένας προβληματισμός παρά μια άποψη που δεν επιδέχεται αντίλογο.

Ισως το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτό που βιώσαμε κι εξακολουθούμε ως ένα βαθμό να βιώνουμε, ιδιαίτερα το πρώτο διάστημα της πανδημίας που μάθαμε τι εστί κορονοϊός, ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Τι ήταν πρωτόγνωρο; Η κοινή για όλους μας συνθήκη να μείνουμε μέσα! Μες στο σπίτι, δηλαδή έξω από τη δουλειά, έξω από το σχολείο, τις δραστηριότητες, τις κοινωνικές συναναστροφές, έξω ακόμη κι από τη δυνατότατα να κάνουμε έναν περίπατο. Χαρτιά, κωδικοί, μηνύματα, μάσκες, γάντια, αντισηπτικά, όλα καινούργια και βιαίως εισερχόμενα στην καθημερινότητά μας!

Η απουσία του «έξω» (ένας ιδιότυπος περιορισμός της ελευθερίας μας) μας ανάγκασε –προτού καν μπορέσουμε να αξιολογήσουμε τι σημαίνει αυτό, θετικά ή αρνητικά– να περιοριστούμε στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μας. Να ξανασμίξουμε (θέλοντας και μη!) ως οικογένεια και μάλιστα στην πιο πυρηνική της μορφή: μπαμπάς, μαμά, παιδιά. Τέλος. Κανείς άλλος, ούτε καν οι παππούδες και οι γιαγιάδες γιατί υπήρχε ο φόβος της αρρώστιας. Ολοι ήμασταν αποκλεισμένοι από όλους!

Κάπου εδώ αρχίζει η παρατήρηση. Μια ιστορία που από μόνη της δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, άρα μια ιστορία που μπορεί να πάρει τη φόρμα που θα της δώσουμε. Τι σημαίνει αυτό; Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις (γιατί πάντα πρέπει να θυμόμαστε ότι υπάρχουν εξαιρέσεις) όσες οικογένειες είχαν συνοχή, δηλαδή αγάπη, νόημα ύπαρξης, νοιάξιμο και φροντίδα, μπόρεσαν να επιβιώσουν συναισθηματικά και ψυχικά αυτής της ιδιαίτερης και σίγουρα πρωτόγνωρης συνθήκης – και ίσως μάλιστα κάποιες οικογένειες να επωφεληθήκαν κιόλας από αυτήν! Ενώ ο εγκλεισμός και οι συναφείς περιορισμοί ανέδειξαν και έφεραν στην επιφάνεια όσα προβλήματα είχαν στις σχέσεις τους οι οικογένειες, κυρίως αυτά που αφορούσαν τους δυο συζύγους, οι οποίοι δεν μπορούσαν άλλο πια να κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους.

Αντιστοίχως και σε προσωπικό επίπεδο η σιωπή και η ακινησία της πανδημίας, αφήνοντάς μας χωρίς επιλογή μόνους μες στους τέσσερις τοίχους, μας έφεραν υποχρεωτικά σε επαφή όχι μόνο με τους άλλους αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό! Είχαμε χρόνο να νιώσουμε, να σκεφτούμε, να αφουγκραστούμε ποιοι είμαστε, πού βρισκόμαστε, ποιες είναι οι σχέσεις μας και τι θέλουμε από αυτές… Ποια τελικά είναι η ζωή μας, πού μας έχουν οδηγήσει οι επιλογές μας. Ενας απολογισμός δηλαδή, ο οποίος μες στη δίνη της καθημερινότητας συνήθως δεν γίνεται, είτε γιατί δεν προλαβαίνουμε είτε γιατί τον αποφεύγουμε για να μην έρθουμε σε επαφή με τα ίδια μας τα συμπεράσματα (βλ. συναισθήματα!).

Βέβαια σε όλα αυτά που αναφέραμε ως εδώ –κι ακριβώς επειδή, όπως είπαμε και στην εισαγωγή, στις ψυχολογικές αναλύσεις δεν υπάρχουν ούτε βεβαιότητες ούτε απόλυτα συμπεράσματα– θα πρέπει να προσθέσουμε ορισμένες ειδικές μεν, κρίσιμες δε παραμέτρους, οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις έκαναν τη διαφορά:

Α. Η οικονομική παράμετρος. Πολλές οικογένειες στριμώχτηκαν ασφυκτικά, σε σημείο ανέχειας ενδεχομένως, οπότε στις περιπτώσεις αυτές τα προσωπικά και ενδοοικογενειακά προβλήματα πυροδοτήθηκαν κυρίως από την αγωνία και τον αγώνα της επιβίωσης και της διατήρησης της αξιοπρέπειας.

Β. Προβλήματα υγείας. Υπάρχουν γύρω μας κι ανάμεσά μας συνάνθρωποι με σοβαρά προβλήματα υγείας, που ένιωσαν και εξακολουθούν να βιώνουν εντονότερα από τους υπόλοιπους την απειλή για την ίδια τους τη ζωή. Αν μπούμε λίγο στη θέση τους μπορούμε ίσως να καταλάβουμε πώς επηρεάζεται η καθημερινότητά τους, στη ρίζα της ύπαρξής τους ανεξάρτητα από τα προβλήματα που αφορούν τις σχέσεις τους με τους άλλους ή με τον εαυτό τους.

Πιστεύω όμως ότι για τη μεγάλη πλειονότητα των συνανθρώπων μας η κρίση επήλθε λόγω της εγγύτητας, του κενού χρόνου, της ησυχίας… Κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά μιλώντας! Αυτό το στοιχείο έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Εύκολα (μάλλον) συμφωνούμε ότι θέλουμε και πρέπει να έχουμε χρόνο για τον εαυτό μας και για όσους αγαπάμε, τους συντρόφους, τα παιδιά, τους γονείς, τους φίλους μας. Εύκολα συμφωνούμε (μάλλον;) ότι η επαφή με τη φύση, ένας περίπατος στο βουνό, μια βόλτα στη θάλασσα ή έστω στα πέριξ της γειτονιάς μας μπορούν να μας ηρεμήσουν και να μας φέρουν σε επαφή με τον εαυτό μας. Κι όμως, ενώ η καραντίνα λόγω της πανδημίας (κι όχι φυσικά γιατί το κράτος και τα αφεντικά έγιναν ξαφνικά γενναιόδωρα!) μας το πρόσφερε αυτό, έναν κενό χρόνο, κάτι σαν διακοπές διαρκείας, εμείς (ή, για να το πω καλυτέρα, αρκετοί από εμάς) νιώθαμε εγκλωβισμένοι, ζορισμένοι, απειλημένοι. Νομίζω ότι το πρόβλημα ήταν περισσότερο κάτι που δεν τολμάμε να ομολογήσουμε κι αφορά τη σχέση με τον εαυτό μας και με τους άλλους.

Κάπως έτσι, με την ένταση πλέον να φτάνει στην επιφάνεια χωρίς κάτι να μπορεί να τη σταματήσει ή να την κρύψει (δουλειά, υποχρεώσεις, δραστηριότητες), πολλά ζευγάρια ήρθαν αντιμέτωπα με τα προβλήματά τους, πολλές σχέσεις «κράσαραν» μην αντέχοντας την ίδια την ύπαρξή τους. Είναι σαν να είπαν οι σύντροφοι, άλλοτε ο καθένας χωριστά κι άλλοτε οι δυο μαζί: Τι κάνουμε εδώ; Τι κάνουμε τώρα γι’ αυτό;

Πιστεύω ότι όσοι κατάφεραν να αντέξουν το διάστημα που κράτησε ο περιορισμός βγήκαν από τη δύσκολη θέση επιστρέφοντας στη ρουτίνα τους και υποδέχτηκαν σχεδόν ανακουφισμένοι αυτό που (υποκριτικά) κατηγορούσαν: τη δουλειά, το ωράριο, την ανυπαρξία ελεύθερου χρόνου. Κάποιοι άλλοι άδραξαν την ευκαιρία για να μιλήσουν ειλικρινά για το τι πραγματικά συμβαίνει στη σχέση τους, τι νιώθουν, τι θέλουν, τι μπορούν και τι όχι και να επαναπροσδιορίσουν πού βρίσκονται και πώς προχωρούν.

Κάποιοι, τέλος, θέλοντας να αλλάξουν τα κακώς κείμενα που αναδύθηκαν στην επιφάνεια αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια. Κάπως έτσι αυξήθηκαν τα αιτήματα για ψυχολογική υποστήριξη. Σαν να σταθήκαμε τις μέρες της καραντίνας μπροστά στον καθρέφτη (της ψυχής μας) και να είπαμε: «Ποιος είμαι, πού πάω, τι θέλω; Εγώ, ο γάμος μου, η οικογένειά μου, η ζωή μου όλη…». Με άλλα λόγια, μια ανάλυση που έχει στον πυρήνα της μια υπαρξιακή προσέγγιση των πραγμάτων.

Ας δούμε τώρα κάποια στοιχεία που αντέχουν μια πιο αντικειμενική ανάλυση (πάντα όμως έχοντας κατά νου πως μιλώντας για θέματα ψυχολογίας δεν μπορούν να υπάρχουν βεβαιότητες ούτε θέσφατα ούτε αυθεντίες). Νομίζω πως μπορεί να υπάρξει μια διάκριση ανάμεσα στις δυο καραντίνες, την πρώτη και τη δεύτερη, όπως συνηθίσαμε να τις ξεχωρίζουμε.

Η πρώτη (μέσα Μαρτίου 2020 έως τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου) ήταν πιο έντονη, πιο απόλυτη, με καταστάσεις που, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, μας έφεραν αντιμέτωπους με τον εαυτό μας. Σε αυτή την καραντίνα οι οικογένειες με συναισθηματική συνοχή άντεξαν, ενώ όλες δοκιμάστηκαν, άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο. Η δεύτερη περίοδος (χειμώνας 2020 έως την άνοιξη του 2021) είχε μεγαλύτερη διάρκεια μεν, είχαμε όμως μάθει κι ίσως ως ένα βαθμό συνηθίσει– από την προηγουμένη. Παρ’ όλα αυτά, άρχισαν να εμφανίζονται τα σημάδια της ψυχικής κόπωσης σε πολλούς από εμάς. Κόπωση και αβεβαιότητα: «Τι θα γίνει επιτέλους;», «Πότε θα τελειώσει όλο αυτό;», «Πότε θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα;». Στο σημείο αυτό δεν μπορώ να μη σταθώ ξανά στο παράδοξο που αναλύθηκε νωρίτερα: κανονικότητα = ρουτίνα = αδράνεια! Κι όμως, απ’ ό,τι φαίνεται αυτή η κανονικότητα μας ρυθμίζει, μας δίνει ασφάλεια, μας κανονικοποιεί. Και σε αντάλλαγμα μας παίρνει την ουσία της ύπαρξής μας.

Στη δεύτερη περίοδο καραντίνας, στην παράταση της αναμονής για την έξοδο από την κρίση, προστέθηκαν η αυξανόμενη αγωνία, η τηλεργασία, η τηλεκπαίδευση, οι συνεχόμενοι θάνατοι και η υπερέκθεση στα ΜΜΕ. Ας τα δούμε όμως χωριστά ένα ένα:

01 Αγωνία.

Απολύτως φυσιολογικό να ανησυχεί κανείς: ο ιός είναι θανατηφόρος για κάποιους συνανθρώπους μας, κανείς δεν γνωρίζει αν θα είναι ο επόμενος. Παράλληλα μια μερίδα αντιφρονούντων επιχειρηματολογεί και προασπίζεται τη δική της εκδοχή της αλήθειας. Αυτό αυξάνει την ένταση τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Η αγωνία, η αβεβαιότητα αλλά και η διαφωνία και ενίοτε ο διχασμός το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν βοηθάνε στην ψυχική υγεία. Κι εμείς, όλοι μας, είμαστε παρατεταμένα εκτεθειμένοι σε αυτή την τοξική συνθήκη.

02 Τηλεργασία & τηλεκπαίδευση.

Οι ώρες που βρισκόμαστε μπροστά σε μια οθόνη υπολογιστή, τάμπλετ ή κινητού αυξήθηκαν κατακόρυφα και εξίσου για μεγάλους και μικρούς. Σαν να μην έφτανε ο εθισμός που λίγο πολύ είχαμε από πριν. Και μάλιστα αυτήν τη φορά μια υπερέκθεση προβλεπόμενη, απαιτούμενη! Φτάσαμε στο σημείο εμείς οι ίδιοι, γονείς, εκπαιδευτικοί, κράτος, να ζητάμε από τα παιδιά μας να στρωθούν (και να στηθούν) μπροστά στην οθόνη για να κάνουν μάθημα! Και σαν να μην έφτανε αυτό, τα ωράρια του ύπνου διαταράχτηκαν πλήρως και σχεδόν καθολικά. Ολων μας. Σε κάθε σπίτι γίναμε μάρτυρες ξενυχτιών που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν αδιανόητα. Τώρα όμως είναι δικαιολογημένα. Ομως γνωρίζουμε καλά ότι ο ποιοτικός ύπνος είναι υγεία, σωματική και ψυχική. Δυστυχώς κι αυτή η παράμετρος διαταράχτηκε.

03 Θάνατοι.

Πολλοί άνθρωποι πέθαναν και, δυστυχώς, πεθαίνουν. Περισσότεροι από κάθε άλλη φορά. Σχεδόν συνηθίσαμε να ακούμε τον αριθμό των θανόντων καθημερινά. Φτάσαμε στο σημείο να αδιαφορούμε γι’ αυτό. Πότε όμως; Οταν δεν αφορά εμάς, όταν είναι έξω από το σπίτι μας, έξω από τη σφαίρα επιρροής μας. Σκεφτείτε όμως όλες εκείνες τις οικογένειες που έχασαν έναν δικό τους άνθρωπο. Σκεφτείτε ακόμη κι εκείνους που νοσηλεύτηκαν, που διασωληνώθηκαν! Καθόλου εύκολο. Μεγάλη αγωνία, πόνος, φόβος, ανασφάλεια. Ισως κάποιοι από εσάς το γνωρίζουν από πρώτο χέρι, δυστυχώς, μέσα από το προσωπικό τους βίωμα.

04 Μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Για μια ακόμη φορά οι τηλεθεατές βρεθήκαμε μπροστά σε μια υπερέκθεση πληροφοριών, ένα «τηλεοπτικό υπερθέαμα» που πολλές φορές επέτεινε τον φόβο κι ενίοτε έφερνε τον πανικό. Χωρίς την απαραίτητη ψυχραιμία και νηφαλιότητα εκτεθήκαμε αλλά και καταναλώσαμε περισσότερες πληροφορίες από όσες μπορούσαμε να επεξεργαστούμε, μαυρίζοντας την ψυχή μας.

Ολοι οι παραπάνω λόγοι –και άλλοι τόσοι που δεν χωρούν σε αυτήν εδώ την παρέμβαση– έκαναν το δεύτερο κύμα εγκλεισμού να διαφέρει από το πρώτο. Το φαινόμενο λειτουργεί αθροιστικά. Υπήρχαν και εν μέρει συνεχίζουν να υπάρχουν μεγάλη κόπωση, αμφιθυμία για το σωστό και το λάθος, ανυπομονησία για την πλήρη επιστροφή στην κανονικότητα. Κι όλα αυτά είναι ως ένα βαθμό αναμενόμενα, φυσιολογικά, ανθρώπινα.

Αυτό ωστόσο που παραμένει η μεγάλη ευκαιρία μες στην κρίση είναι να έρθουμε σε επαφή με τον εαυτό μας, με τους αγαπημένους μας, με το ίδιο το νόημα της ζωής μας και να τοποθετηθούμε με ειλικρίνεια. Τι θέλω; Πού πάω; Είμαι ευχαριστημένος; Είμαι ευτυχισμένος; Τι μπορώ εγώ να αλλάξω στη ζωή μου για να γίνει καλύτερη; Αυτή είναι η εξουσία που έχουμε πάνω στην άβυσσο της μοίρας μας κι αυτή μπορούμε (και πιστεύω ότι πρέπει) να αξιοποιήσουμε ο καθένας μας τόσο σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς όσο και σε κάθε άλλη περίοδο της ζωής μας! Να γίνουμε κύριοι του εαυτού μας, υπεύθυνοι και ολοκληρωμένοι πολίτες!

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter