Περί επενδύσεων και εθνικών αναπτυξιακών σχεδίων

E, φίλε ξέρεις από Βέσπα, ρωτούσε ο Θανάσης Βέγγος, όταν καβαλούσε το θρυλικό μοτοσακό Ζούνταπ αλλά δεν ήξερε καν τη μάρκα του;

Το ίδιο ισχύει με τις ξένες άμεσες επενδύσεις. Οσοι ασχολούνται με τις επιχειρήσεις συμφωνούν ότι η Ελλάδα χρειάζεται δισεκατομμύρια ξένες άμεσες επενδύσεις για να μπορέσει να δημιουργήσει αναπτυξιακή δυναμική και να μειωθεί η ανεργία. Το ίδιο δηλώνουν κυβερνητικά στελέχη.

Όμως, υπάρχουν προβλήματα. Οι κυβερνητικοί ταγοί δεν γνωρίζουν πολλά από επενδύσεις, ούτε από επενδυτές. Το κυριότερο είναι ότι δεν μπορούν να πείσουν, να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη και να διασφαλίσουν ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον, που από μόνο του αποτελεί τη βάση για την προσέλκυση επενδυτών. Σίγουρα δεν φταίει μόνο η ελληνική κυβέρνηση. Φταίνε και οι δανειστές.

Οταν ο αρμόδιος υπουργός Δημήτρης Παπαδημητρίου επιλέγει να δώσει συνέντευξη σε μία εφημερίδα «ευαγγέλιο» για τον κόσμο του χρήματος, στη Wall Street Journal και δηλώνει ότι η αξιολόγηση θα τελειώσει στις 20 Φεβρουαρίου 2017, αλλά δεν τελειώνει, τότε υπάρχει θέμα εμπιστοσύνης. Ο ίδιος υπουργός φέρεται ο συντάκτης του προγράμματος Growth Strategy, δηλαδή της μελέτης που παρουσίασε στον Πρωθυπουργό και αποτελεί την πρόταση της κυβέρνησης για το εθνικό σχέδιο ανάπτυξης. Ο συγκεκριμένος υπουργός είναι αμφίβολο εάν γνωρίζει την ελληνική πραγματικότητα, αφού έμενε μόνιμα στις ΗΠΑ ενώ στην Ελλάδα ερχόταν μόνο για διακοπές.

Τέτοια σχέδια και μελέτες συντάσσονται αρκετά τα τελευταία χρόνια.

Το 2011 ο ΣΕΒ σε συνεργασία με την εταιρεία συμβούλων McKinsey συνέταξαν τη μελέτη «Η Ελλάδα 10 Χρόνια Μπροστά». Μέσω της μελέτης ο επιχειρηματικός κόσμος επιχείρησε να προσδιορίσει το μοντέλο και τη στρατηγική ανάπτυξης που η χώρα έπρεπε να ακολουθήσει σε ορίζοντα δεκαετίας. Τότε, διαχωρίστηκε η έννοια και η ουσία των εμπορεύσιμων από τα μη εμπορεύσιμα αγαθά.

Το 2014, ο τότε πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς παρουσίασε το «Σχέδιο Ελλάδα 2021», το οποίο θα άλλαζε το παραγωγικό πρότυπο της χώρας και θα δημιουργούσε 770.000 θέσεις εργασίας μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια. Ο Σαμαράς τότε υποστήριξε ότι, η ανεργία ήδη έχει αρχίσει να μειώνεται και ότι μέχρι το 2020 η ανεργία θα έχει πέσει κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι 9%.

Σχέδιο είχε αναλάβει να συντάξει ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, αλλά το άφησε ημιτελές αφού ο Γιάνης είχε ένα ελάττωμα: Να μην ολοκληρώνει ότι αναλάμβανε.

Τώρα, μια αριστερή κυβέρνηση υπό τον Αλέξη Τσίπρα λέει τα ίδια πράγματα. Αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής οικονομίας, με κεντρικό στόχο τη μείωση της ανεργίας κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή από το 23% που είναι σήμερα στο 13% μέχρι το 2020.

Η σημερινή κυβέρνηση βέβαια θα πρέπει να γνωρίζει δύο πράγματα. Το πρώτο ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις συνδέονται άμεσα με τις ιδιωτικοποιήσεις, ένα κεφάλαιο που πολλά κυβερνητικά στελέχη απεχθάνονται.

Γι΄αυτό και το 2016 οι ξένες άμεσες επενδύσεις αυξήθηκαν λόγω της Cosco (μια επένδυση που η σημερινή κυβέρνηση πολέμησε) και του Tap (μια άλλη επένδυση την οποία η κυβέρνηση αγκάλιασε). Παρά ταύτα οι ξένες άμεσες επενδύσεις αποτελούν μόλις το 1% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 2,6%.

Το δεύτερο, ότι όλα εξαρτώνται από την αξιολόγηση. Εάν τυχόν δεν ευοδωθεί η αξιολόγηση, τότε θα είναι σαν να μην πέρασε μία μέρα από τότε εκπονούνται τα συνήθη εθνικά σχέδια ανάπτυξης και τα οποία καταλήγουν ως ανεκπλήρωτες προεκλογικές υποσχέσεις και όχι ως ουσιαστικά σχέδια οικονομικής ανασύνταξης και εκσυγχρονισμού της χώρας.

Ετικέτες