Κατά τη δημοσιογραφία, πάνε και τα βραβεία. Το Ίδρυμα Μπότση, βράβευσε δια χειρός και με ευθύνη του προέδρου της Δημοκρατίας, τους δημοσιογράφους Παναγιώτη Λάμψια και Βασίλη Χιώτη. Η απονομή του βραβείου έγινε για το σύνολο της δημοσιογραφικής τους δουλειάς, την επιμέλειά τους και το ήθος τους. Επειδή αρκετοί θα πουν «και τι έγινε, ποια σημασία έχουν τα συγκεκριμένα βραβεία για να έχουν και οι βραβευθέντες», επιτρέψτε μου να διαφωνήσω (όχι με την αξιολόγηση των βραβείων αλλά με τη λογική του δεν πρέπει να ασχολούμαστε).
Σε συζητήσεις που έκανα αυτές τις μέρες με συναδέλφους για το αν πρέπει ή δεν πρέπει να δίνουμε σημασία σε τέτοιες απαξιωμένες τελετές που αποτελούν περιστρεφόμενες πόρτες (σου δίνω αξία και μετά ως «καταξιωμένος» μου την επιστρέφεις γράφοντας καλά πράγματα για μένα) οι περισσότεροι υποστήριζαν ότι δεν έχει νόημα να καταδεικνύουμε κάτι που έτσι και αλλιώς κρίνει η ζωή. Ναι, η ζωή κρίνει και έχει κρίνει, αλλά όπως συνηθίζω να λέω, αν δεν υποστηρίξεις την αλήθεια την ώρα που πρέπει, θα βρεθείς υπόλογος στο ψέμα που άφησες να επικρατήσει ως αλήθεια.
Οι δύο δημοσιογράφοι συμφωνώ ότι κρίνονται πρωτίστως από το κοινό τους. Αλλά οι υπόλοιποι στην πιάτσα, είναι προβληματικό να γινόμαστε ανεκτικοί και να προάγουμε την τυφλότητα για να μην μας πιάσουν στο στόμα τους οι… κριθέντες και βραβευθέντες.
Θα αποφύγω να κρίνω τον Παναγιώτη Λάμψια και τον Βασίλη Χιώτη ως δημοσιογραφικές παρουσίες (πώς γράφουν, πώς μιλάνε, το γνώσεις έχουν και τι εξυπηρετούν με τη δημοσιογραφία τους) γιατί έχουν δικαίωμα να είναι όπως επιλέγουν. Αν η κοινωνία αποδέχεται και ανέχεται μια δημοσιογραφία που για μένα είναι κατώτερου επιπέδου, τότε η κοινωνία θα έχει τους λόγους της. Πέραν τούτου δεν έχει νόημα η διαφωνία για κάτι που εκ των πραγμάτων αποτελεί υποκειμενική άποψη.
Γι’ αυτό θα αποφύγω τις κρίσεις και θα μείνω στα γεγονότα.
Για τον Παναγιώτη Λάμψια, το Documento, είχε αποκαλύψει τον Νοέμβριο του 2019, ότι παρότι δούλευε επί δεκαετίες ως δημοσιογράφος σε επιτελικές θέσεις και διετέλεσε μάλιστα διευθυντής στις εφημερίδες «ΝΕΑ» και «Φιλελεύθερος», ταυτόχρονα εμφανιζόταν (για 30 χρόνια) ως μισθωτός του ΟΑΕΔ. Ο καθένας αντιλαμβάνεται (και οι δημοσιογράφοι ξέρουν) ότι όταν κάποιος είναι διευθυντής εφημερίδας δεν προλαβαίνει ούτε να φάει. Άρα ο Λάμψιας, είτε ήταν επί τρεις δεκαετίας ένας σούπερμαν που δούλευε δωδεκάωρο στην εφημερίδα και οκτάωρο στον ΟΑΕΔ, είτε είχε αργομισθία στον Οργανισμό. Το Documento όμως είχε επίσης αποκαλύψει, ότι ο δημοσιογράφος Λάμψιας, είχε στην κατοχή του μια θαλαμηγό. Το σκάφος δεν ήταν δηλωμένο στο πόθεν έσχες του, αλλά ήταν δηλωμένη μια εταιρεία που κατείχε το σκάφος. Πρόκειται για το γνωστό κόλπο, κάποιος να δηλώνει μια νόμιμη εταιρεία αλλά να μην δηλώνει ποια είναι τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας τα οποία ίσως να μην μπορεί να δικαιολογήσει. Έτσι κατασκευάζεται η νομιμότητα του τύπου «την έχω δηλώσει την εταιρεία δεν έχω κάνει τίποτα παράνομο». Τώρα αν η εταιρεία έχει αδικαιολόγητη περιουσία 10 εκατομμυρίων, τότε πρέπει κάποιος να ψάξει το περιουσιολόγιο και όχι να μείνει στη δήλωση.
Ο δεύτερος δημοσιογράφος Βασίλης Χιώτης, έχει κι αυτός τις δικές του… περγαμηνές. Ήταν υπεύθυνος του κυβερνητικού ρεπορτάζ στο ΒΗΜΑ, όταν η εφημερίδα δημοσίευσε ένα λεπτομερές και περιγραφικό ρεπορτάζ από την επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα. Το ρεπορτάζ περιέγραφε τη συνάντηση με τον Κώστα Καραμανλή, το ένθερμο κλίμα, δίνοντας και εκπληκτικές λεπτομέρειες για το πότε γέλασαν οι ηγέτες και αντάλλαξαν φιλοφρονήσεις. Μόνο που επίσκεψη Ερντογάν δεν έγινε γιατί αναβλήθηκε την τελευταία στιγμή. Το ρεπορτάζ ωστόσο έγινε.
Ο Χιώτης είχε επίσης γράψει, ότι ο Γιώργος Κατρούγκαλος, υποσχόταν διορισμούς με προμήθεια 12%. Η εφημερίδα κλήθηκε να παραθέσει αποδείξεις για όσα έγραφε, ο Βασίλης Χιώτης διαβεβαίωσε ότι τις έχει και στη συνέχεια αναγκάστηκε μέσω ένδικων μέσων να ζητήσει συγνώμη λέγοντας πως είπε ψέματα.
Σε ένα άλλο δημοσιογραφικό κατόρθωμα το 2016, ο Χιώτης, υποστήριξε ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν νοίκιαζε σπίτι στην Κυψέλη, αλλά το είχε αγοράσει σε πλειστηριασμό αφού το είχε χάσει κάποιος κακόμοιρος πολίτης. Μετά από το αισχρό και ψεύτικο δημοσίευμα, ο Βασίλης Χιώτης αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το ΔΟΛ και τη διεύθυνση του ραδιοσταθμού ΒΗΜΑ FM.
Εκεί που ο Χιώτης αξίζει βραβείο (σίγουρα όχι δημοσιογραφικό) είναι όταν μερικές ώρες μετά το έγκλημα στα Τέμπη και ενώ ακόμα τα συνεργεία έβγαζαν σορούς παιδιών από τα μέταλλα, ο δημοσιογράφος πρότεινε στην κυβέρνηση να χειριστεί επικοινωνιακά την υπόθεση κάνοντας αναγωγές στο Μάτι. Το γνωστό δηλαδή «ναι, αλλά εσείς στο Μάτι».
Πρόσφατα, σε μια επίδειξη δημοσιογραφικού ήθους, ο Χιώτης είπε για τον τότε Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανο Κασσελάκη, ότι ετοιμάζεται να παρουσιαστεί φαντάρος στην Καλαμάτα «γιατί εκεί βγάζουν καλά σύκα».
Φαίνεται ότι το Ίδρυμα Μπότση και ο Κωνσταντίνος Τασούλας, ενθουσιάστηκαν από αυτού του είδους την δημοσιογραφία και τα σχόλια και είπαν να την βραβεύσουν αντί να πουν τα σύκα, σύκα και την ανηθικότητα, ανηθικότητα.
Αυτά λοιπόν, γιατί χρέος της δημοσιογραφίας είναι η αλήθεια. Κυρίως αυτή που αφορά την ίδια.
ΥΓ: Κάτι για την Ιστορία και το πώς γλύτωσα ένα βραβείο Μπότση. Στις αρχές ης δεκαετίας του 2000, όταν είχα αποκαλύψει ότι η προσπάθεια να εμφανιστεί ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ως συνεργάτης των Ναζί ήταν μια επιχείρηση συκοφάντησης που είχε οργανωθεί από τη Στάζι, κάποιοι αφελείς με είχαν προτείνει για το βραβείο. Το επιχείρημα ήταν πως επρόκειτο για μια σοβαρή αποκάλυψη που δήλωνε μάλιστα ανεξαρτησία αφού δεν είχα καμιά πολιτική σχέση με τον γέρο Μητσοτάκη. Ευτυχώ οι πιο ψύχραιμοι, είχαν απαντήσει ότι δεν είναι πρέπον να αρχίσουν να βραβεύουν όποιον αποφασίζει να βγάλει άπλυτα στη φόρα γενικώς. Φυσικά είχαν δίκιο.
Διαβάστε επίσης: