Η Φρίντα Κάλο, ο Βαν Γκογκ, ο Πικάσο και ο Καραβάτζο γίνονται γοητευτικοί μυθιστορηματικοί ήρωες και ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για συγγραφείς και αναγνώστες
Συγγραφείς και καλλιτέχνες πλέουν σε χωριστές βάρκες αλλά με κοινό προορισμό την αρτίωση του έργου τέχνης. Γίνονται παρανάλωμα σ’ εκείνο το κυνήγι που ίσως κάποτε δικαιώνεται εκ του αποτελέσματος, αλλά συχνά εξουθενώνει τον εν ζωή δημιουργό. Είναι επόμενο λοιπόν η λογοτεχνική γραφή να διασταυρώνεται συχνά και κάτω από ποικίλες συνθήκες με την καλλιτεχνική δημιουργία. Μουσικοί συνθέτουν πάνω σε κορυφαία ποιητικά έργα, ζωγράφοι φιλοτεχνούν εξαιρετικά διεισδυτικά πορτρέτα συγγραφέων και λογοτέχνες καταστρώνουν την πλοκή ιστορικών μυθιστορημάτων εμπνεόμενοι από μεγάλους καλλιτέχνες. Ιδιαίτερα από κείνους που η ζωή και το έργο τους συμπλέκονται κατά τρόπο σχεδόν μοιραίο, αφήνοντας ισχυρό και απόλυτα διακριτό αποτύπωμα.
Η σφραγίδα του Καραβάτζο Λουίτζι ντε Πασκάλις
Ο Καραβάτζο, μετρ στο πινέλο και δεξιοτέχνης στο στιλέτο, είχε αινιγματικό βίο και τέλος που άφησε εκκρεμείς διάφορες εικασίες ικανές να εξάψουν τη λογοτεχνική φαντασία και να προσφέρουν μια διαφορετική αφετηρία σε κάθε συγγραφέα που πάει να ξετυλίξει το κουβάρι των συμπτώσεων. Ο Λουίτζι ντε Πασκάλις στο ιστορικό μυθιστόρημα «Η σφραγίδα του Καραβάτζο» πιάνει το νήμα της περιπετειώδους ζωής του καλλιτέχνη από τα νιάτα του: όταν μαθητευόμενος ακόμη στο εργαστήρι του ζωγράφου αλλά και εμπόρου έργων τέχνης Καβαλιέρ ντ’ Αρπίνο αντιγράφει κρυφά και κρατά για ιδιωτική απόλαυση έναν μικρό, ανεξήγητα ελκυστικό για τον ίδιο, πίνακα του Ιερώνυμου Μπος.
Ο πίνακας όμως δεν είναι ελκυστικός μόνο για τον νεαρό ζωγράφο. Κρύβει ένα μυστικό που θα αποβεί θανάσιμο για όποιον το κατέχει και το κυνήγι του γίνεται ανελέητο. Μέσα από τις παγίδες και τις εναλλαγές τους, τα δολώματα και τους κινδύνους τους, ο συγγραφέας οδηγεί τον αναγνώστη στην καρδιά μιας εποχής που εγκαταλείπει την Αναγέννηση για να αγκαλιάσει το μπαρόκ. Μας ξεναγεί στις διαμάχες και τις εντάσεις μιας ασταθούς και ταραγμένης περιόδου, που εναρμονίζεται πλήρως με την τρικυμισμένη ζωή του καταραμένου ζωγράφου. Αυτή η περιήγηση γίνεται με εφαλτήριο τις τελευταίες μέρες του ζωγράφου τον Ιούλιο του 1610, όταν ο Καραβάτζο εξουθενωμένος από το ανελέητο κυνηγητό των εχθρών του απαγκιάζει στο Πόρτο Ερκολε, με τον κλοιό να σφίγγει γύρω από τον σκοτεινότερο αστέρα της παγκόσμιας ζωγραφικής ολοένα και περισσότερο (εκδόσεις Αίολος, μτφρ.: Λούλα Καραγιαννάκη).
Η μανία με τον Καραβάτζο Ολιβερ Μπανκς
Ενώ ο Λουίτζι ντε Πασκάλις τελειώνει την αφήγησή του με τον Καραβάτζο στο Πόρτο Ερκολε, ο Ολιβερ Μπανκς στο αστυνομικό μυθιστόρημα «Η μανία με τον Καραβάτζο» αρχίζει τη δική του εξιστόρηση με μια ληστεία στη Ρώμη.
Ο άτυχος είναι ένας βαθύπλουτος συλλέκτης έργων τέχνης και ο επικεφαλής της συμμορίας ένας καλλιεργημένος απατεώνας με ιδιαίτερες επιδόσεις στην ιστορία της τέχνης και παθολογική προσήλωση στον Καραβάτζο.
Τα εγκλήματα που σχετίζονται με τον ζωγράφο όμως είναι περισσότερο εγκλήματα πάθους παρά ωμού συμφέροντος και σε κάθε περίπτωση τα όριά τους είναι θολά. Καθώς μάλιστα είναι γνωστό πως οι περισσότερες ιδιωτικές συλλογές αλλά και πολλά από τα εκθέματα μεγάλων μουσείων αποτελούν προϊόντα ύποπτων συναλλαγών, ο συγγραφέας χτίζει την πλοκή του μυθιστορήματός του στο ημίφως, παρακολουθώντας τις διαδρομές των πρωταγωνιστικών του χαρακτήρων σ’ ένα λαβύρινθο μετέωρων εικασιών όπου επιβραβεύεται η οξύτερη όσφρηση.
Κεντρικός του ήρωας είναι ο ντετέκτιβ Εϊμος Χάτσερ και αφορμή της εμπλοκής του στην υπόθεση αποτελεί μια δολοφονία στη Νέα Υόρκη με θύμα ένα μικρέμπορο έργων τέχνης. Τα δύο περιστατικά, η ληστεία στη Ρώμη και το φονικό στη Νέα Υόρκη, δεν αργούν να συνδεθούν μέσω ισχυρών ενδείξεων και ο ντετέκτιβ Χάτσερ φεύγει για την ιταλική πρωτεύουσα προκειμένου να δέσει τα αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης σε ενιαίο καμβά και να οδηγηθεί στα ίχνη εκείνου που κινεί τα υπόγεια νήματα του ανθηρού παραεμπορίου έργων τέχνης.
Η σταδιοδρομία σ’ αυτή την πίστα απαιτεί μεγάλη εξοικείωση με τον κόσμο της συλλεκτικής διαστροφής και ανάλογη εγγύτητα με τον υπόκοσμο. Ετσι το καλλιτεχνικό αισθητήριο και η γεύση του κινδύνου, η εξονυχιστική ακριβολογία στην ταυτοποίηση των κλοπιμαίων και η ομιχλώδης διαδρομή της προέλευσής τους οδηγούν διώκτη και διωκόμενο σ’ ένα βαλς με απρόοπτο τέλος (εκδόσεις Αγρα, μτφρ.: Ανδρέας Αποστολίδης).
Πίνο Κακούτσι
Ενα άλλου είδους βαλς, ερωτικό και παθιασμένο, που ακούγεται λιγάκι παράφωνο και κάπως μελαγχολικό στο παλιό γραμμόφωνο της Κάσα Αζουλ στο Κογιακάν, συνθέτει με τη μονοπρόσωπη αφήγησή του ο Πίνο Κακούτσι, ο συγγραφέας από το Πιεμόντε της Ιταλίας, στο βιβλίο του «Φρίντα Κάλο! Viva la vida!». Βαθύς λάτρης της μεξικανικής κουλτούρας και των γυναικών που πρωτοστάτησαν στη μετεπαναστατική περίοδο της χώρας, επιχειρεί μια τολμηρή κατάδυση στον ταραγμένο ψυχισμό της Μεξικανής ζωγράφου, δίνοντάς της τον λόγο λίγο πριν από τον θάνατό της.
Σε έναν ιδιόμορφα τρυφερό, αφοπλιστικό και μαζί σκληρό μονόλογο γεμάτο χυμούς, τραύματα, πίκρα, πόνο, πάθος και εκτυφλωτικά χρώματα, η Φρίντα περιγράφει τις οδύνες του σακατεμένου της κορμιού, τον αγιάτρευτο έρωτά της για τον δημοφιλέστερο Μεξικανό ζωγράφο Ντιέγκο Ριβέρα, τον θυελλώδη γάμο τους, τις απιστίες, την ερωτική φιλία της με τον Τρότσκι αλλά και το πάθος της για το Μεξικό, τη ζωγραφική και την επανάσταση. Λες κι από τους πίνακες κρεμόταν η ζωή της, ο συγγραφέας στρώνει τον αφηγηματικό του καμβά ανάμεσα στις μάχες της με τα χρώματα, στον καθημερινό αγώνα ενάντια στους φριχτούς πόνους, στη μορφίνη και στα χάπια Demerol, αλλά και ενάντια στην ερωτική ζήλια που της έκαιγε τα σωθικά. Πυρακτωμένη, ανυποχώρητη, λαβωμένο κορίτσι και γυναίκα τραγική, θα θριαμβεύσει στο τέλος πάνω στις δύο απόλυτες αγάπες της. Τον Ντιέγκο και το Μεξικό (εκδόσεις Αγρα, μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια).
Το βαλς των δέντρων και του ουρανού Ζαν-Μισέλ Γκενασιά
Μια ακόμη ιστορία έρωτα και πάθους μας αποκαλύπτει ο Ζαν-Μισέλ Γκενασιά στο βιβλίο του «Το βαλς των δέντρων και του ουρανού», αυτήν τη φορά μεταξύ του ιδιοφυούς ζωγράφου Βίνσεντ βαν Γκογκ και της Μαργκερίτ Γκασέ, κόρης του φιλότεχνου γιατρού Πολ Γκασέ, στο χωριό Ωβέρ-συρΟυάζ, όπου ο ζωγράφος έζησε τα τελευταία του χρόνια.
Ο συγγραφέας υιοθετεί μια εναλλακτική εκδοχή των γεγονότων που οδήγησαν στο θλιβερό τέλος του ζωγράφου με τη δαιμονική διαύγεια και τον σκοτεινό ψυχικό κόσμο, μέσα από τη συγκλονιστική αφήγηση της Μαργκερίτ, η οποία τον ερωτεύτηκε παράφορα.
Καταπιεσμένη και αναγκασμένη να ζει στο ασφυκτικό επαρχιακό περιβάλλον της εποχής, η ορφανή από μητέρα Μαργκερίτ ονειρεύεται να γίνει ζωγράφος και ρίχνεται με ρομαντικό πάθος στην κατάκτηση της φλογισμένης και βασανισμένης καρδιάς του σπουδαιότερου ζωγράφου παγκοσμίως. Μέσα από τις σελίδες της αφήγησης, που διανθίζεται με αποσπάσματα εφημερίδων και γράμματα ανάμεσα στον Βαν Γκογκ και τον αδελφό του Τεό, παρακολουθούμε το χρονικό ενός παροξυσμικού έρωτα που έληξε με έναν εκκωφαντικό κρότο όπλου. Ποιος όμως πάτησε τη σκανδάλη; Τι από αυτά που αφηγείται η ηρωίδα είναι αλήθεια και τι φωλιάζει στη σφαίρα της φαντασίας; Ο συγγραφέας ξαναγράφει τις τελευταίες μέρες του Βίνσεντ βαν Γκογκ με τρόπο που σαγηνεύει και καθηλώνει (εκδόσεις Πόλις, μτφρ.: Ειρήνη Αποστολάκη).
Μαγειρεύοντας για τον Πικάσο Καμίγ Ομπρέ
Τα καρότα, ο αρακάς και οι αγκινάρες στο Cafe Paradis ήταν τόσο ντελικάτα που θα μπορούσαν να σερβιριστούν ωμά και συναγωνίζονταν στα ίσα την τάρτα Προβηγκίας με κρεμμύδι και μαύρες ελιές. Και φυσικά η ασυναγώνιστη τοπική μπουγιαμπέσα, συνοδευόμενη από τα σωστά κρασιά, θα μπορούσε να ικανοποιήσει κάθε υψηλό επισκέπτη της Γαλλικής Ριβιέρας. Ακόμη και τον Πάμπλο Πικάσο. Στο μυθιστόρημα της Καμίγ Ομπρέ ο διάσημος ζωγράφος φτάνει ινκόγκνιτο σε ένα χωριό της νότιας Γαλλίας και επιθυμεί τα καλύτερα γεύματα, αρκεί η μαγείρισσα να είναι απόλυτα εχέμυθη.
Τρεις γυναικείες φιγούρες αναζητούν την ταυτότητά τους, με συνδετικό κρίκο τη γνωριμία της 17χρονης Οντίν με τον Πικάσο. Η εγγονή της η Σελίν παρακινημένη από τα μισόλογα της μητέρας της Ζιλί θα θελήσει να ανακαλύψει τη σχέση της γιαγιάς της με τον θρυλικό Ισπανό, ενώ ένα άγνωστο κειμήλιο με συνταγές και ένας χαμένος πίνακας του ζωγράφου προσθέτουν αύρα μυστηρίου στο μυθιστόρημα που η Μάργκαρετ Ατγουντ χαρακτήρισε «συναρπαστικό συνδυασμό έρωτα, μυστηρίου και γαλλικής γαστρονομίας» (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, μτφρ.: Γ. Δελιοπούλου, Χ. Βόντα).