Πίσω από τα ευχολόγια και τις μεγαλοστομίες του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στην τελευταία έκθεσή του για το πώς κινήθηκε η ελληνική οικονομία το 2024 και για τις άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα μας, κρύβεται η οπισθοχώρηση της Ελλάδας σε πραγματικές παραγωγικές επενδύσεις. Αυτή η οπισθοχώρηση έρχεται εκ παραλλήλου με την οπισθοχώρηση της χώρας μας στην απονομή της δικαιοσύνης. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις είναι κρίσιμος τομέας της ελληνικής οικονομίας, ο οποίος την ίδια ώρα, ενώ δείχνει να «φουσκώνει» επικίνδυνα λόγω της φορομπηχτικής πολιτικής του Κυριάκου Μητσοτάκη, στην πραγματικότητα υποχωρεί.
Πώς όμως είναι δυνατόν να υποχωρεί όταν σε απόλυτους αριθμούς «αυξάνονται» οι άμεσες ξένες επενδύσεις; Αρκεί να αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα, την τριετία 2021-23καταγράφεται «έκρηξη» των άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 62% σε σχέση με την τριετία 2017-19 λόγω των σημαντικών, όπως ισχυρίζονται οι κυβερνητικοί παράγοντες και αναπαράγουν ασμένως οι δημοσιογραφικοί «παπαγάλοι», ρυθμών ανάπτυξης. Σε απόλυτους αριθμούς: «Από 4,15 δισ. δολάρια που ανήλθαν κατά μέσο όρο στην τριετία 2017-2019 έφτασαν στα 6,7 δισ. δολάρια την τριετία 2021-2023». Ομως πρόκειται για άλλη μία φούσκα που έχει στήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, καθώς αυτές οι επενδύσεις αφορούν όχι τους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας αλλά τις αντιπαραγωγικές ξένες επενδύσεις σε ακίνητα και αγοραπωλησίες μετοχών με σκοπό την «αρπαχτή». Βέβαια, σε αυτή την έκρηξη των άμεσων ξένων επενδύσεων την τριετία 2021-23 συμπεριλαμβάνονται και οι αγορές αντί πινακίου φακής των «κόκκινων» δανείων από «σκοτεινά» κατά κύριο ιρλανδικά funds άγνωστου ιδιοκτήτη και μάλιστα με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου ύψους 18 δισ. ευρώ.
Αποεπενδύουν οι ξένοι
Εδώ έρχονται τα επίσημα στοιχεία που δείχνει να αγνοεί ο Γ. Στουρνάρας, παρόλο που η Τράπεζα της Ελλάδος στην οποία είναι επικεφαλής τα δημοσιοποιεί. Στην τελευταία έκθεσή του ο Γ. Στουρνάρας υποστηρίζει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, με τη χώρα να καταγράφει αυξημένο ενδιαφέρον από ξένους επενδυτές. Μάλιστα, όπως ο ίδιος αναφέρει, αυτό το αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, του τουρισμού και της ψηφιακής οικονομίας.
Ωστόσο, τα στοιχεία που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση έρχονται να χαστουκίσουν τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, που σκοπίμως παραπληροφορεί. Σύμφωνα λοιπόν με τα προσωρινά στοιχεία που αφορούν τις «Καθαρές ροές ξένων άμεσων επενδύσεων μη κατοίκων στην Ελλάδα ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας» που έχει δημοσιεύσει η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος και αφορούν το 2024, οι ξένοι αποεπενδύουν στη χώρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 2022 στον πρωτογενή τομέα οι ξένοι επένδυσαν 103 εκατ. ευρώ, το 2024 επένδυσαν μόλις 46 εκατ. ευρώ. Τα ίδια στον δευτερογενή τομέα της οικονομίας (μεταποίηση). Ενώ το 2022 επενδύθηκαν από μη κατοίκους της χώρας συνολικά 1,515 δισ. ευρώ, το 2024 οι επενδύσεις αυτού του είδους κατακρημνίστηκαν στα 493 εκατ. ευρώ.
Οσο για το αυξημένο ενδιαφέρον που υποστήριξε ότι υπάρχει στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας; Αυτός ο ισχυρισμός, όπως προκύπτει από τις επίσημες καταγραφές της Τράπεζας της Ελλάδος, αποτελεί αποκύημα της οργιώδους φαντασίας του Γ. Στουρνάρα. Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2022 οι μη κάτοικοι της χώρας επένδυσαν σε «παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού» το ποσό των 348 εκατ. ευρώ, ενώ για το 2024 καταγράφεται έλλειμμα των καθαρών ξένων άμεσων επενδύσεων των μη κατοίκων στην Ελλάδα της τάξης των 77 εκατ. ευρώ. Η ίδια κατάσταση παρατηρείται και το 2023, κατά το οποίο καταγράφεται αποεπένδυση της τάξεως των -188 εκατ. ευρώ.
Αν μη τι άλλο, πρόκειται για φούσκα άμεσων ξένων επενδύσεων, η οποία ουδεμία παραγωγική δύναμη προσφέρει στην ελληνική οικονομία. Αυτό αποδεικνύεται από τα συγκριτικά στοιχεία που δείχνουν ότι η Ελλάδα… διαπρέπει σε ξένες επενδύσεις που κατευθύνονται σε υπηρεσίες και ακίνητα. Οπως λοιπόν προκύπτει, στο σύνολο των υπηρεσιών καταγράφεται άλμα σε σχέση με το 2024 της τάξης των 2,33 δισ. ευρώ. Η εκτόξευση αυτή προκύπτει ευθέως από τις «Χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες», οι οποίες από τα 435 εκατ. του 2023 εξακοντίστηκαν στα 2,249 δισ. ευρώ το 2024.
Σχεδόν τα ίδια και στα ακίνητα. Συγκεκριμένα, στη διαχείριση ακίνητης περιουσίας καταγράφεται το 2024 σε σχέση με το 2023 αύξηση των ξένων επενδύσεων κατά 600 εκατ. ευρώ, ενώ στις ιδιωτικές αγοραπωλησίες ακινήτων υφίσταται αύξηση της τάξης των σχεδόν 50 εκατ. ευρώ. Σε απόλυτους αριθμούς επενδύθηκαν στη διαχείριση ακίνητης περιουσίας 2,007 δισ. ευρώ το 2024 όταν το 2023 είχε επενδυθεί 1,407 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, στις ιδιωτικές αγοραπωλησίες ακινήτων επενδύθηκαν 948 εκατ. ευρώ το 2024 έναντι 850 εκατ. ευρώ το 2023. Κάπως έτσι προκύπτει αύξηση στις άμεσες ξένες επενδύσεις για το 2024, οι οποίες ανήλθαν –σύμφωνα πάντα με τα προσωρινά στοιχεία που τηρεί η στατιστική υπηρεσία της Τράπεζας της Ελλάδος– στα 6,749 δισ. ευρώ, όταν το 2023 είχαν καταμετρηθεί 4,775 δισ. ευρώ.
«Αγκάθι» η Δικαιοσύνη
Η αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης αποτελεί, αν μη τι άλλο, θεμελιώδη λίθο για τη διασφάλιση της εμπιστοσύνης στην οικονομία. Στην Ελλάδα ωστόσο οι χρόνιες καθυστερήσεις στη διεκπεραίωση νομικών υποθέσεων έχουν αναδειχθεί σε έναν από τους βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες για την προσέλκυση και τη διατήρηση επενδύσεων. Κατ’ ουσίαν έχουμε επενδυτές της αρπαχτής μέσα από τον χρηματιστηριακό τζόγο.
Στην πρόσφατη έκθεσή του για την ελληνική οικονομία ο Γ. Στουρνάρας στάθηκε ιδιαιτέρως στο ζήτημα, επισημαίνοντας ότι «οι επενδύσεις πρέπει να συνοδεύονται από θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα». Πέραν λοιπόν των ευχολογίων για την πάταξη της γραφειοκρατίας, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος στάθηκε και στην επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών για την ενίσχυση της νομικής βεβαιότητας.
Εδώ λοιπόν εισέρχεται εκ νέου η… πραγματικότητα. Σύμφωνα με εκθέσεις διεθνών οργανισμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, η Ελλάδα κατατάσσεται σταθερά χαμηλά σε δείκτες που σχετίζονται με την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης και την αποτελεσματικότητα των δικαστηρίων. Η Παγκόσμια Τράπεζα, μέσω του δείκτη Doing Business, έχει επισημάνει ότι η μέση διάρκεια επίλυσης μιας εμπορικής διαφοράς στην Ελλάδα υπερβαίνει τις 1.400 ημέρες. Η εκδίκαση εμπορικών διαφορών μπορεί να διαρκέσει από τρία έως και δέκα χρόνια, κάτι που αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για εταιρείες που επιζητούν ταχεία πρόσβαση στη Δικαιοσύνη.
Η Ελλάδα στον δείκτη της καθυστέρησης απονομής δικαιοσύνης που καταρτίζει το World Justice Ρroject βρίσκεται τρίτη από το τέλος. Σε 31 χώρες και ενώσεις κρατών που συμπεριλαμβάνουν τις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών (Ισλανδία, Λιχτενστάιν, Νορβηγία, Ελβετία) καταλαμβάνει την 29η θέση.
Οσον αφορά δε το αν η αστική Δικαιοσύνη είναι απαλλαγμένη από αθέμιτη κυβερνητική επιρροή, η Ελλάδα καταλαμβάνει για την ίδια χωρική ενότητα, την 27η, σε σύνολο 31 χωρών! Το χειρότερο όλων; Η πολιτική Δικαιοσύνη στην Ελλάδα κατρακυλά στα χέρια του Κυρ. Μητσοτάκη. Το 2024 βαθμολογήθηκε με 58, όταν το 2021 είχε βαθμολογηθεί με 60!
Διαβάστε επίσης:
Ποιος είναι ο νέος Πάπας Λέων ΙΔ’ – Οι θέσεις του και η διαδρομή από το Σικάγο στο Βατικανό
Ρόμπερτ Φράνσις Πρεβόστ: Ποιος είναι ο νέος Πάπας – Ο πρώτος Αμερικανός
Ο Ρόμπερτ Πρεβόστ είναι ο νέος Πάπας
Μπιλ Γκέιτς: «Ο Έλον Μασκ σκοτώνει τα πιο φτωχά παιδιά του κόσμου»
Πακιστάν: Κινεζικό μαχητικό J-10 κατέρριψε ινδικά αεροσκάφη, λένε αμερικανοί