Ποτέ μη λες ποτέ, κ. Ρέντφορντ

Ποτέ μη λες ποτέ, κ. Ρέντφορντ

 Τον περασµένο Αύγουστο ο Ρόµπερτ Ρέντφορντ δήλωνε στον Τύπο ότι σταµατάει_x000D_
την υποκριτική µετά την τελευταία ταινία του «Ο κύριος και το όπλο». 

Βέβαια πριν από λίγες µέρες σε συνέντευξή του στο «Variety» παραδέχτηκε ότι ήταν λάθος η δήλωση εκείνη «καθώς επισκίαζε την ίδια την ταινία», ενώ άφηνε ανοιχτό και ένα παραθυράκι επιστροφής του µε τη φράση «ποτέ µη λες ποτέ»!

Παιδί λαϊκής καταγωγής, ο Τσαρλς Ρόµπερτ Ρέντφορντ Τζούνιορ ταλαιπωρήθηκε αρκετά µέχρι να βρει τον δρόµο του. Στη Σάντα Μόνικα όπου γεννήθηκε και πέρασε την παιδική ηλικία του το όνειρο των περισσότερων παιδιών ήταν να γίνουν πρωταθλητές στο µπέιζµπολ. Μόνο που εκείνος θα τα κατάφερνε αν δεν ήταν ψιλοαλητάκος. Χάρη στις επιδόσεις του στο αγαπηµένο άθληµα των Αµερικανών κέρδισε υποτροφία για το Πανεπιστήµιο του Κολοράντο το 1956 αλλά οι κακές παρέες (ως έφηβος ανήκε σε συµµορίες που έκλεβαν αυτοκίνητα), η αδυναµία του στο αλκοόλ καθώς και ότι δεν είχε ακόµη ξεπεράσει τον θάνατο της µητέρας του θα τον οδηγήσουν γρήγορα εκτός πανεπιστηµιακού… ασύλου. Κάνοντας δουλειές του ποδαριού (σερβιτόρος, οικοδόµος, εργάτης σε πετρελαιοπηγές κ.ά.) µαζεύει χρήµατα για να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Για έναν χρόνο ζει µποέµικα στο Παρίσι όπου συναναστρέφεται καλλιτεχνικούς κύκλους, ανακαλύπτει την αγάπη του για τη ζωγραφική και αναπτύσσει πολιτική συνείδηση («τότε έµαθα να µιλώ µόνο γι’ αυτό που ξέρω, αφού συνειδητοποίησα πόσο λίγα πράγµατα ήξερα για την εξωτερική πολιτική της χώρας µου»), ενώ εκδράµει σε Ιταλία, Ελλάδα κ.α. Στη Φλωρεντία γράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά οι κακοί βαθµοί που παίρνει τον απογοητεύουν, τα παρατά και επιστρέφει στις ΗΠΑ.

Από την Ευρώπη σε οντισιόν

Στη Νέα Υόρκη ένας φίλος τον πείθει να περάσει από οντισιόν της Ακαδηµίας ∆ραµατικών Τεχνών. Γοητεύει τους κριτές, κερδίζει την εισαγωγή του εκεί και για πρώτη φορά αισθάνεται ήρεµος, καθώς γίνεται αποδεκτός κάπου χωρίς να πασχίζει να αποδείξει την αξία του. Η θεατρική παιδεία του εξελίσσεται τάχιστα. Το 1958 έχει δουλειά στο θέατρο, ενώ παντρεύεται την εφηβική του αγάπη Λόλα βαν Βάγκενεν, µε την οποία αποκτάει τέσσερα παιδιά. Αλλο ένα τραγικό γεγονός, ο αιφνίδιος βρεφικός θάνατος του πρώτου παιδιού του, τον συνταράσσει και αντιµετωπίζει τη θλίψη του πένθους πέφτοντας κυριολεκτικά µε τα µούτρα σε όποια δουλειά του προταθεί. Τότε γνωρίζει µεγάλα ονόµατα του θεάτρου και του σινεµά (Νάταλι Γουντ, Ελίζαµπεθ Ασλεϊ, Τζέιν Φόντα, Κρίστοφερ Πλάµερ κ.ά.) που τον βοηθούν στην καριέρα του.

Η πρώτη αναγνώριση στο σινεµά έρχεται το 1966 µε το «Ερωτες που σβήνουν την αυγή», κερδίζοντας τη Χρυσή Σφαίρα του πιο υποσχόµενου ηθοποιού. Εναν χρόνο µετά παίζει στην «Καταδίωξη» του Αρθουρ Πεν µε τους Μπράντο – Τζέιν Φόντα, ενώ το «Ξυπόλυτοι στο πάρκο» (ξανά µε τη Φόντα) τον κάνει περιζήτητο στο γυναικείο κοινό. Αρνείται να παίξει στον «Πρωτάρη» θεωρώντας ότι το κοινό θα καταλάβαινε την απάτη (αν και 31 χρόνων θα υποδυόταν τον 21χρονο) και τον ρόλο πήρε ο 30χρονος Ντάστιν Χόφµαν! Ο αστικός µύθος βέβαια λέει ότι ο ίδιος ο Νίκολς τον έπεισε να παραιτηθεί επειδή δύσκολα το κοινό θα πίστευε ότι ο γόης αυτός θα είχε προβλήµατα µε κάποια γυναίκα!

Και γόης και σταρ

Τη δεκαετία του ’70 ο Ρέντφορντ είναι σταρ µε ταινίες όπως οι «∆ύο ληστές» (γνώρισε τον καλύτερο φίλο του, τον Πολ Νιούµαν), «Το κεντρί», «Τα καλύτερά µας χρόνια», «Υπέροχος Γκάτσµπι» (παρά την πίεση του σκηνοθέτη Τζακ Κλέιτον να βάψει µαύρα τα µαλλιά του, κράτησε τη χαρακτηριστική ξανθιά κόµη του), «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» κ.ά., ενώ το 1978 ιδρύει το Φεστιβάλ Σάντανς στη Γιούτα µε προσανατολισµό στο ανεξάρτητο σινεµά για την ανάδειξη νέων άγνωστων καλλιτεχνών.

Το 1980 στρέφεται στη σκηνοθεσία («Συνηθισµένοι άνθρωποι») κερδίζοντας το πρώτο και µοναδικό Οσκαρ του (πήρε άλλο ένα τιµητικό για τη συνολική καριέρα του το 2002). Η σκηνοθεσία θα τον κερδίσει άλλες οκτώ φορές, µε κορυφαία στιγµή του το αριστουργηµατικό «Quiz show» το οποίο προτάθηκε για τέσσερα βραβεία της Ακαδηµίας. «Η σκηνοθεσία µε συγκινεί περισσότερο» είπε, «επειδή είναι σαφέστατα πιο δηµιουργική».

∆εν έχει δίκιο πάντως γιατί στους ρόλους του έβαζε πάντα ποιότητα που δεν περνούσε απαρατήρητη, χωρίς εξάρσεις και κραυγές για εύκολο εντυπωσιασµό, και εσωτερική δύναµη η οποία µαρτυρά ωριµότητα και σοφία, σοφία που ήταν ανέκαθεν το σήµα κατατεθέν του: από τις πολιτικές απόψεις του (είναι ∆ηµοκρατικός) µέχρι την ακτιβιστική δράση του. Για την απόσυρσή του από το σινεµά δήλωσε: «Τώρα επιτέλους θα συνταξιοδοτηθώ αφού κάνω ταινίες από τα 21 µου. OK, φτάνει τόσο».

Η ζωή του Ρόμπερτ

1936 Γεννιέται στις 18 Αυγούστου στη Σάντα Μόνικα

1960 Τηλεοπτικό ντεμπούτο με το «Maverick»

1962 Κινηματογραφικό ντεμπούτο με το «War hunt»

1966 Αρνείται τον ρόλο του σερίφη και προτιμά του κατάδικου δραπέτη στην «Καταδίωξη»

1967 Παίζει με τη Νάταλι Γουντ στο «This property is condemned» του Σίντνεϊ Πόλακ, του αγαπημένου του σκηνοθέτη, με τον οποίο θα συνεργαστεί δεκάδες φορές ακόμη

1974 Προτείνεται πρώτη φορά για Οσκαρ ερμηνείας για το «Κεντρί»

2005 Το περιοδικό «Premiere» του δίνει τη 17η θέση στη λίστα με τους 100 μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών

2013 Οι κριτικοί της Νέας Υόρκης τον βραβεύουν για την ερμηνεία της χρονιάς στο «Ολα χάθηκαν» αλλά οι εκλέκτορες των Οσκαρ τον αγνοούν

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter