Προδημοσίευση από το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα του Αυστραλού Γκέιμπριελ Μπέργκμοζερ

Προδημοσίευση από το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα του Αυστραλού Γκέιμπριελ Μπέργκμοζερ

Στις 19 Ιουνίου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell το νέο βιβλίο του Αυστραλού συγγραφέα Γκέιμπριελ Μπέργκμοζερ, με τίτλο «Θηράματα» (Hunted) σε μετάφραση Χριστίνας Ριζοπούλου.

Η υπόθεση του βιβλίου

Ο Φρανκ είναι ο ιδιοκτήτης ενός σταθμού εξυπηρέτησης αυτοκινήτων σ’ έναν αυτοκινητόδρομο με λίγη κίνηση, που το μόνο που θέλει είναι μια ήσυχη ζωή. Φιλοξενεί την εγγονή του, που την έστειλαν εκεί οι γονείς της επειδή είχε θέματα συμπεριφοράς, αλλά δε μιλούν πολύ. Όταν μια άσχημα τραυματισμένη νεαρή γυναίκα φτάνει στο σταθμό, με κάμποσα αυτοκίνητα να την καταδιώκουν, ο Φρανκ και λίγοι ανύποπτοι πελάτες βρίσκονται άθελά τους μπλεγμένοι σ’ ένα κυνηγητό ζωής και θανάτου. Όμως ποιοι είναι αυτοί οι άντρες και αυτές οι γυναίκες που δε διστάζουν μπροστά σε τίποτα προκειμένου να πετύχουν εκδίκηση; Τι είναι αυτό που ζητούν; Εκτός από το να μην αφήσουν πίσω τους επιζώντες…

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Γκέιμπριελ Μπέργκμοζερ είναι πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ζει στη Μελβούρνη. Το 2015 τιμήθηκε με το υψηλού κύρους βραβείο Sir Peter Ustinov Television Scriptwriting Award και το 2017 ήταν υποψήφιος για το Kenneth Branagh Award for New Drama Writing. Το 2016, το πρώτο του μυθιστόρημα για εφήβους, Boone Shepard, συγκαταλέχθηκε στη βραχεία λίστα των υποψηφίων για το Readings Young Adult Prize. Αυτό τον καιρό ετοιμάζεται η κινηματογραφική μεταφορά των Θηραμάτων στη μεγάλη οθόνη, σε συμπαραγωγή των Stampede Ventures και Vertigo Entertainment στο Λος Άντζελες.

Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο

Τ ό τ ε

Στην αρχή ο Σάιμον απολάμβανε τις εκτεταμένες διακοπές. Περνούσε εκτενή περιφραγμένα λιβάδια όπου έβοσκαν αγε­λάδες, και στριφογυριστά χιλιόμετρα ανάμεσα σε άνυδρους θαμνότοπους. Βουνά σκίαζαν το φόντο, βραχώδεις σχημα­τισμοί πετάγονταν πότε πότε σαν δόντια από ένα επίπεδο τοπίο, και μικρές πόλεις με απέριττα καφέ κτίρια χτισμένα γύρω από μνημεία πολέμου έρχονταν και έφευγαν σε από­σταση λεπτών η μία από την άλλη. Πάνω από όλα αυτά εκτεινόταν ένας ατέλειωτος γαλάζιος ουρανός, και ο καυτε­ρός ήλιος που κυλούσε αργά πάνω του. Κάθε τόσο εμφανι­ζόταν κάποιο σύννεφο, από εκείνα τα μικρά, πουπουλένια, τεμπέλικα που μάλλον έσπαγαν το γαλάζιο παρά απειλού­σαν με βροχή. Ήταν όλα τόσο όμορφα και έκαναν τέτοια αντίθεση μεταξύ τους∙ το χρώμα του ουρανού, η ξηρότητα της γης, η αίσθηση πως αυτή ήταν η Αυστραλία, η χώρα των ακραίων καταστάσεων που στην πραγματικότητα δεν είχε δαμαστεί ποτέ. Κατέγραφε τα πάντα και τα εκτιμούσε αντλώντας ευχαρίστηση.

Μετά την πρώτη μέρα που πέρασε ακούγοντας μουσική και ηχητικά βιβλία, τα έκλεισε επειδή φοβήθηκε ότι θα του άμβλυναν την εμπειρία και προσπάθησε να αφοσιωθεί ξανά στο τοπίο. Το πρόβλημα ήταν πως, έπειτα από ώρες και ώρες σ’ ένα καυτό στέισον βάγκον με ελαττωματικό ερκοντίσιον, ήταν δύσκολο να εκτιμήσει οτιδήποτε. Είχε αρχίσει να ανη­συχεί μήπως είχε καταλήξει με κάποιον τρόπο σ’ έναν κυκλι­κό δρόμο, καθώς θα μπορούσε να ορκιστεί πως περνούσε για έκτη φορά από το ίδιο ακριβώς λιβάδι με τις ίδιες αγελάδες. Χωρίς παρέα, δεν υπήρχε πραγματικός περισπασμός από την αυξανόμενη ανία του ταξιδιού. Στον καθρέφτη η όψη του έδειχνε ταλαιπωρημένη. Ήταν αξύριστος, με σακούλες κάτω από τα μάτια, και το πρόσωπό του γυαλιστερό από τον ιδρώ­τα. Εν μέρει αυτό δεν τον πείραζε· τον έκανε να νιώθει πιο αυθεντικός από έναν αριστούχο φοιτητή που είχε ξεκινήσει ένα ηλίθιο ταξίδι για να βρει τον εαυτό του. Είχε προσπαθή­σει να εξηγήσει στους φίλους του πίσω στην πόλη του ότι επρόκειτο για κάτι περισσότερο, αλλά αυτό δεν είχε σταμα­τήσει τα αστεία τους. Ούτε είχε διώξει το άβολο συναίσθη­μα πως ίσως τα αστεία ήταν δικαιολογημένα. Η αναζήτηση εμπειρίας ήταν μια όμορφη ιδέα όταν ήσουν ξαπλωμένος σ’ έναν καναπέ διαβάζοντας Κέρουακ, στο σπίτι που μοιραζό­σουν με τους συγκατοίκους σου∙ ήταν λιγότερο όμορφη όταν η αποφασιστικότητά σου να ακολουθήσεις απλώς το δρόμο έφερνε απλώς μπροστά σου περισσότερο δρόμο. Και όταν η οδήγηση ήταν το μόνο που έκανες, τότε ακόμα και ο πιο γεν­ναιόδωρος προϋπολογισμός για βενζίνη άρχιζε να φαίνεται ουτοπικός. Ίσως ήταν κάτι που θα έπρεπε να είχε σκεφτεί πριν ξεκινήσει ένα οδικό ταξίδι που είχε περισσότερο δρόμο παρά μέρη που άξιζε να σταματήσει κανείς.

Εκείνο που χρειαζόταν ήταν να μείνει κάπου για λίγες μέ­ρες, να περάσει λίγο χρόνο, να χαλαρώσει, και να δει πράγμα­τα που δεν υπήρχαν πίσω στη Μελβούρνη. Κάπου αυθεντικά∙ όχι όπως τα λίγα υποσχόμενα χωριουδάκια όπου είχε σταμα­τήσει, μόνο για να ανακαλύψει πως ήταν γεμάτα με ανθρώ­πους της πόλης όπως ο ίδιος, που όλοι αναζητούσαν μια από­δραση αλλά στην ουσία απλώς μεταφύτευαν τις καθημερινές ζωές τους λίγες μοίρες δυτικά. Να εξοικονομεί όλα αυτά τα χρήματα για «να πάει να δει την Αυστραλία» φαινόταν χαζό, όταν οι μόνες εμπειρίες που υπήρχαν ήταν οι ήδη γνώριμες, προσαρμοσμένες για περιβάλλον μικρής πόλης. Σταμάτησε και συμβουλεύτηκε το χάρτη του, έναν παλιό που τον είχε αγοράσει σ’ ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα στο Μπράνσγου­ικ πριν λίγες εβδομάδες. Τον μελέτησε, αλλά ήταν δύσκολο να πει για πόσο ακόμα συνεχιζόταν η συγκεκριμένη περιοχή, και πού μπορεί να έβρισκε αυτό που αναζητούσε. Αν διάβα­ζε σωστά το χάρτη, θα έπρεπε να υπάρχει μια πόλη περίπου εκατό χιλιόμετρα μακρύτερα.

Αφού οδήγησε απολαμβάνοντας ένα ηλιοβασίλεμα που με­τέτρεψε τον ουρανό σε μια κόλαση φλεγόμενων ροζ και πορ­τοκαλί, έφτασε σε μια λωρίδα από μαγαζιά και σπίτια στην άκρη του δρόμου τα οποία, σύμφωνα με μια πινακίδα που έγραφε «Καλώς ήρθατε στο Κόθαμ», αποτελούσαν μια πό­λη. Σταμάτησε το αμάξι του λίγο πιο κάτω από μια κατάφω­τη παμπ από ψαμμίτη που στεκόταν μόνη της στη μέση ενός οικοπέδου που περιβαλλόταν από παράδρομους με αδιευκρί­νιστη κατεύθυνση. Υπήρχε ακόμα ελάχιστο φως της μέρας, που έδινε στον ουρανό ένα βελούδινο μπλε, και ο Σάιμον χά­ρισε λίγες στιγμές στον εαυτό του για να δει το σκοτάδι να βαθαίνει και τα πρώτα άστρα να εμφανίζονται. Ήταν δύσκο­λο να είναι κανείς κυνικός μπροστά σε κάτι τέτοιο.

Αφού βεβαιώθηκε προς το αυτοκίνητό του ήταν κλειδω­μένο, ξεκίνησε για την παμπ. Ήταν σχεδόν άδεια, αλλά μια ταμπέλα έλεγε πως θα έπαιζε ένα συγκρότημα εκείνο το βρά­δυ. Αυτός ήταν καλός οιωνός. Χαιρέτησε τον ηλικιωμένο μπάρμαν, που έδειχνε μπερδεμένος καθώς καθόταν στο μπαρ και παράγγελνε μια μπίρα, και παρατήρησε το περιβάλλον. Ένα κομμάτι του το περίμενε πιο δυσάρεστο, αλλά το μέρος ήταν καλά διατηρημένο, αν και παλιομοδίτικο∙ πέτρινο, με σεπαρέ από μαόνι και ένα τραπέζι μπιλιάρδου κοντά σ’ ένα σβηστό τζάκι. Ακουγόταν κάντρι μουσική και οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με φωτογραφίες αντρών που ο Σάιμον υπέθε­σε πως ήταν διάσημοι ποδοσφαιριστές. Με ένα αίσθημα απο­γοήτευσης συνειδητοποίησε πως η παμπ δε θα ήταν εκτός τόπου σ’ ένα προάστιο της Μελβούρνης. Αλλά δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί πώς κατάφερνε να επιβιώνει στη μέση του πουθενά. Ίσως σύχναζαν φορτηγατζήδες. Ίσως ήταν μια βιτρίνα για ξέπλυμα χρημάτων. Ίσως ήταν ένα κρυφό κλαμπ μηχανόβιων. Ίσως δε θα έπρεπε να ρωτήσει τον μπάρμαν για τίποτα από όλα αυτά.

Μέχρι να τελειώσει την πρώτη του μπίρα είχαν έρθει με­ρικοί πελάτες ακόμα, κυρίως μεσήλικοι άντρες που του έρι­χναν περίεργα βλέμματα, και στα μισά της δεύτερης το συ­γκρότημα ανέβηκε στη σκηνή. Ταίριαζαν με την πελατεία: είχαν γκρίζες γενειάδες και φορούσαν φανελένια πουκάμισα, και μουρμούρισαν κάτι ανόρεχτα πριν ξεκινήσουν.

Κατάλαβε τότε πως έλπιζε σε κάτι αναπάντεχο από αυ­τούς, κάποιο ίχνος αυθεντικότητας, αλλά όχι –ήταν κέλτικη μπάντα, έπαιζαν βιολιά με απίστευτη ταχύτητα ενώ ένα τύ­μπανο κρατούσε το χρόνο και ένα φλάουτο συνόδευε μελω­δικά. Ήταν καλοί, και αυτό ήταν κρίμα. Ακούγονταν σαν να ανήκαν σε κάποια άλλη χώρα. Τέλειωσε τη δεύτερη μπίρα του και είχε μόλις παραγγείλει την τρίτη όταν μπήκε μέσα η κοπέλα.

Τράβηξε το βλέμμα του αμέσως. Μετρίου ύψους και λε­πτή, είχε μαύρα μαλλιά μέχρι τους ώμους και μεγάλα σκού­ρα μάτια. Το πρόσωπό της είχε όμορφα χαρακτηριστικά, αλ­λά το σφίξιμο του σαγονιού της και ο τρόπος που τα μάτια της διέτρεξαν την αίθουσα της έδιναν κάποια σκληρότητα. Ήταν ντυμένη απλά: πουκάμισο, τζιν, και ένα φαρδύ, φθαρ­μένο μαύρο δερμάτινο μπουφάν, παρά τη ζέστη. Ένα μικρό σακίδιο κρεμόταν από τον ώμο της, και κρατούσε το λουρί του σφιχτά με το δεξί της χέρι. Ήταν εξαιρετικά όμορφη και εντελώς εκτός τόπου.

Κάποιοι από τους μεγαλύτερους τύπους έδειξαν να την προσέχουν και, για μερικά πανικόβλητα δευτερόλεπτα, ο Σάιμον ανησύχησε πως θα έπρεπε να παρέμβει και να παραστήσει τον ιππότη, αλλά κανείς δεν την ενόχλησε καθώς προχώρησε προς το μπαρ και κάθισε στο σκαμπό δίπλα του. Ζήτησε μια σκέτη βότκα και δεν τον κοίταξε καθώς την ήπιε μεμιάς και παρήγγειλε μία ακόμα.

Του προέκυψε πως ήταν ψιλοζαλισμένος. Αυτό ήταν θλι­βερό∙ δε θα έπρεπε να ζαλίζεται με δύο πίντες, αν και η αφυ­δάτωση και το γεγονός πως εκείνη τη μέρα είχε φάει βασικά μια μπάρα με μούσλι δε βοηθούσαν. Ήπιε μια γουλιά από την μπίρα του και προσπάθησε να μην κοιτάζει το κορίτσι ενώ οι λιγοστοί πελάτες χειροκροτούσαν ευγενικά και η μπάντα άρχιζε ένα ακόμα τραγούδι.

«Σου αρέσει η ιρλανδική μουσική;» τη ρώτησε.

Δεν τον κοίταξε. «Είναι σκωτσέζικη».

«Σωστά. Μάλιστα. Έτσι είναι».

Ήπιε το ποτό της. Κι εκείνος το ίδιο.

«Συγγνώμη», είπε. «Μάλλον θέλεις να μείνεις μόνη σου».

«Τι σε κάνει να το λες αυτό;»

«Δεν ξέρω. Μια ενέργεια;»

«Δεν ήξερα πως εκπέμπω ενέργεια».

«Λίγο μόνο».

«Αλλά αρκετά ώστε να πω ότι θέλω να μείνω μόνη;»

«Καλύτερα να είμαι προσεκτικός παρά να κάνω λάθος».

Παρήγγειλε κι άλλο ποτό. «Δεν μπορώ να διαφωνήσω μ’ αυτό. Αν και, άσχετα από την ενέργεια, γιατί να έρθω σε μια παμπ αν ήθελα να μείνω μόνη; Θα μπορούσα να πιω στο σπίτι».

«Θα μπορούσες», είπε, ρουφώντας την μπίρα του. Ίσως ήταν το αλκοόλ ή ίσως ένιωθε απλώς τολμηρός. «Γιατί δεν το έκανες λοιπόν; Αν υποθέσουμε, βέβαια, πως ερμήνευσα σωστά την ενέργεια». Της χαμογέλασε χαζά.

Αντιμετώπισε το βλέμμα του τώρα και εκείνα τα μάτια τον έκαναν να θέλει συγχρόνως να στραφεί αλλού και να την κοιτάζει για πάντα. «Δεν έχω σπίτι για να πιω σ’ αυτό», του είπε. «Και δε μου κάνει κέφι να πίνω στο δρόμο. Οπότε, να με εδώ».

«Είσαι άστεγη;»

«Ναι». Η έκφρασή της δεν άλλαξε.

«Αλλά…» Μπορούσε να νιώσει το πρόσωπό του να φλο­γίζεται. «Αλλά δε… δε φαίνεσαι άστεγη».

«Ε, καλά, τότε υποθέτω πως λέω ψέματα».

«Πού κοιμάσαι;»

Ανασήκωσε τους ώμους της. «Σε μοτέλ κυρίως. Μερικές φορές έξω».

«Πόσα μοτέλ υπάρχουν σ’ αυτή την πόλη;»

«Ένα ίσως. Δεν είμαι σίγουρη. Δεν έχω ξανάρθει εδώ».

«Μετακινείσαι με οτοστόπ;»

«Χαρακτηρίζω τον εαυτό μου νομάδα».

Η απάντηση ακούστηκε γελοία. Ο Σάιμον δεν παρίστανε πως ήταν ιδιαίτερα περπατημένος, αλλά ήξερε πως μια κο­πέλα σαν αυτή δε θα έπρεπε να είναι μόνη της στο δρόμο, να σταματά ένας Θεός ξέρει ποιον, για να την πάει παρα­κάτω. Δεν ήταν ασφαλές. Υπήρχαν επικίνδυνοι άντρες εκεί έξω. Ίσως, σκέφτηκε αόριστα, να έλεγε ψέματα ή να υπερέ­βαλλε, και να έπρεπε να είναι προσεκτικός. Αλλά, καθώς την κοιτούσε, το μόνο που ένιωθε ήταν αυξανόμενο ενδιαφέρον διανθισμένο με μια υποψία από κάτι άλλο, κάτι που έμοιαζε με ενθουσιασμό.

«Εσύ;» τον ρώτησε. «Παιδί της πόλης;»

«Γιατί το λες αυτό;»

«Έτσι μοιάζεις».

«Πώς μοιάζει ένα παιδί της πόλης;»

«Αν έπρεπε να μαντέψω; Σαν εσένα ή εμένα».

Δεν είχε άδικο. Τέλειωσε την μπίρα του και σήκωσε το χέ­ρι του για μία ακόμα. Χρειάστηκε μια στιγμή για να προσέξει πως τον κοιτούσε ακόμα.

«Τι είναι;» ρώτησε χαζά.

«Αναρωτιέμαι αν θα συστηθείς».

«Είμαι…» Το κοκκίνισμα χειροτέρεψε. Σκατά, ήταν τε­λείως εκτός φόρμας. «Είμαι ο Σάιμον. Εσύ;»

«Η Μάγκι».

«Υποκοριστικό του Μάργκαρετ;»

«Σκέτο Μάγκι». Τέλειωσε το ποτό της. «Παίζουμε μπι­λιάρδο;»

Δύο στεγνοί τύποι με φανέλες, με τσιγάρα στερεωμένα στα αυτιά τους, τελείωναν ένα γύρο. Η Μάγκι ακούμπησε ένα νόμισμα των δύο δολαρίων στο πλαίσιο του τραπεζιού χωρίς να τους χαιρετήσει ή να δώσει σημασία στις απροκάλυπτες ματιές που της έριχναν, και κάθισε δίπλα στον Σάιμον, που είχε βρει ένα κοντινό τραπέζι να περιμένει. Είχε παραγγείλει κι άλλα ποτά, αλλά ήξερε πως τα λεφτά του δεν έφταναν για πολλά ακόμα. Καθώς υπολόγιζε νοερά το κόστος ένιωθε μια ένοχη ανησυχία να τον ροκανίζει, αλλά το χαμόγελο της Μά­γκι καθώς έπινε μείωνε δραστικά αυτή την αίσθηση.

Ευθυγραμμίζοντας τη στέκα για το σπάσιμο, μισοευχόταν να μην είχε συμφωνήσει για το παιχνίδι. Το μπιλιάρδο ήταν μια διεθνής γλώσσα την οποία ο Σάιμον δεν είχε καταφέρει ποτέ να μιλήσει άπταιστα, ιδιαίτερα όταν ήταν μεθυσμένος, που, ρεαλιστικά, ήταν και οι μόνες περιπτώσεις που έπαιζε. Αλλά προσπάθησε να φαίνεται άνετος και χαλαρός ενώ συ­γκεντρωνόταν για να χτυπήσει το τρίγωνο με τις μπάλες όσο πιο δυνατά μπορούσε έτσι ώστε να δημιουργήσει εκείνο τον κροταλιστό ήχο που συνέδεε με όσους ήταν καλοί στο παι­χνίδι. Το σπάσιμο δεν ήταν σπουδαίο, αλλά η Μάγκι δεν είπε τίποτα καθώς το ακολούθησε στέλνοντας εύκολα μια μπάλα σε τρύπα. Καθώς πήγαινε για την επόμενη βολή της, ο Σάι­μον είδε φευγαλέα μια μικρή κυκλική ουλή κάτω από την κλείδα της, σαν κάψιμο από τσιγάρο. Η βολή απέτυχε και ο Σάιμον επωφελήθηκε από το σημείο όπου είχε καταλήξει η λευκή μπάλα και, με μεγαλύτερη συγκέντρωση απ’ όσο θα παραδεχόταν, οδήγησε μια μπάλα σε τρύπα. Αναπόφευκτα, η επόμενη βολή του ήταν μακρά αποτυχημένη.

«Είμαι εκτός φόρμας», είπε, σε μια αβρή παραδοχή.

Η Μάγκι χαμογέλασε, έβαλε μια μπάλα και έπειτα μία ακό­μα. «Ναι, κι εγώ το ίδιο».

Ο Σάιμον γέλασε. Έπαιξαν σιωπηλά για λίγο, τις περισσό­τερες φορές αστοχώντας, πότε πότε πετυχαίνοντας. Ήταν τό­σο αφοσιωμένος στο να μη ρεζιλευτεί ώστε χρειάστηκε λίγη ώρα για να προσέξει πως η Μάγκι τον παρατηρούσε με μια μάλλον μπερδεμένη έκφραση.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε.

«Ε, να, σου είπα τη δική μου ιστορία…»

«Δεν το έκανες».

«Σου είπα αρκετά. Ποια είναι η δική σου; Το έχεις σκάσει;»

Ξεφύσησε. «Δείχνω να το έχω σκάσει;»

«Δείχνεις σαν να πνίγεις τα βάσανά σου».

«Δεν πνίγω τίποτα». Άστοχη βολή. Έκανε πίσω καθώς η Μάγκι επιθεωρούσε το τραπέζι. «Ψάχνω για κάτι».

«Τι πράγμα;»

Σώπασε. Ήξερε, ακόμα και αν αυτή η γνώση ήταν θολή, πως μπορούσε να μοιραστεί υπερβολικά πολλά όταν ήταν μεθυσμένος. Να είναι πολύ ειλικρινής και την άλλη μέρα να νιώθει μαλάκας. Όμως αυτό το κορίτσι τού μιλούσε και πιθα­νότατα δε θα την έβλεπε ποτέ ξανά και ήταν ολομόναχος στη μέση του πουθενά και δεν πάει στο διάβολο.

«Την Αυστραλία», είπε.

Ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τις ειρωνείες, αλλά δεν ήρθαν.

«Οκέι, μου κίνησες την περιέργεια», του είπε. «Πώς πάει αυτό; Είμαι βέβαιη πως είναι εύκολο να βρεις κάτι που στέ­κεσαι πάνω του».

«Δεν είναι… Εντάξει, χρειάζομαι κι άλλο αλκοόλ γι’ αυ­τό». Πήγε να βγάλει το πορτοφόλι του αλλά σταμάτησε. Δέ­κα δολάρια για κάθε πίντα και ποτό, ένα για τον καθένα τους, μερικοί γύροι ακόμα…

«Κερνάω εγώ», είπε η Μάγκι, χωρίς να δείξει πως είχε προσέξει το δισταγμό του. «Και άκου: θα κεράσω και τον επόμενο γύρω μόνο…» Ύψωσε ένα δάχτυλο. «Αν η εξήγηση είναι καλή».

«Σύμφωνοι», είπε ο Σάιμον.

Η Μάγκι ακούμπησε κάτω το σακίδιό της και άνοιξε το φερμουάρ, απομακρύνοντάς το συγχρόνως από τον Σάιμον. Έβαλε μέσα το χέρι της κι εκείνη τη στιγμή του φάνηκε πως είδε–

Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Η τσάντα ήταν κλειστή και πί­σω στον ώμο της Μάγκι κι εκείνη προχωρούσε προς το μπαρ. Ο Σάιμον στηρίχτηκε πάνω στη στέκα, με τα μάτια του στην πλάτη της. Εκείνη η αόριστη προειδοποιητική αίσθηση είχε επιστρέψει.

Κάποια εξήγηση θα υπήρχε. Έπρεπε να υπάρχει. Κανείς δεν τριγυρνούσε απλώς με μια τσάντα γεμάτη με δολάρια των εκατό απ’ ό,τι του είχε φανεί. Κατ’ αρχάς ήταν ανόητα επι­κίνδυνο κι αυτό το κορίτσι δε φαινόταν καθόλου ανόητο.

Η προειδοποιητική αίσθηση ήταν τώρα πιο δυνατή, πιο επί­μονη. Κοίταξε προς την έξοδο. Είχε μείνει περισσότερο απ’ όσο σκόπευε, και ήθελε να διανύσει αρκετή απόσταση αύριο. Ακούμπησε τη στέκα στο τραπέζι.

Έπειτα η Μάγκι ήταν πίσω και του έδινε μια μπίρα.

Προσπάθησε να μην κοιτάξει το σακίδιό της. Ήπιε μια γου­λιά και συνάντησε το βλέμμα της. Πλησίαζε σ’ ένα επίπεδο μέθης για το οποίο οι φίλοι του πάντοτε τον πείραζαν –μπο­ρούσε να παθιαστεί υπερβολικά για οτιδήποτε μιλούσε, και με οποιονδήποτε μιλούσε– αλλά αυτό δεν άλλαζε το γεγονός πως αυτό το κορίτσι ήταν σέξι και του άρεσε. Πολύ.

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter