Διεθνώς έκθετη είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη όσον αφορά την κατάσταση της Ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα αφού ένας ακόμα ευρωπαϊκός όμιλος και συγκεκριμένα η γερμανική εφημερίδα Taz δημοσιοποιεί την έκθεση της Human Rights Watch για την κρίση ελευθερίας που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά ΜΜΕ ως αποτέλεσμα των ενεργειών και των παραλείψεων της κυβέρνησης απειλώντας τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου.
Και αυτά όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να απαντήσει λέγοντας πως η έκθεση η έκθεσή της «βρίθει αναληθειών», λέγοντας μάλιστα πως οι εκθέσεις των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα και της Οργάνωσης Human Rights Watch είναι αναξιόπιστες.
Διαβάστε επίσης: Μαξίμου: Επίθεση αντί απαντήσεων για την καταβαράθρωση της Ελευθερίας του Τύπου – «Aναξιόπιστες εκθέσεις RSF και HRW»
Η Taz για την κατάσταση των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα δημοσιεύει το άρθρο σημειώνοντας στον τίτλο:
«Οι ΜΚΟ κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου: η κατάσταση των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα γίνεται όλο και πιο επισφαλής. Ο συντηρητικός πρωθυπουργός Μητσοτάκης είναι υπεύθυνος. Τώρα παρεμβαίνει η ΕΕ.»
Η Taz αναφέρει συγκεκριμένα:
Σε νέα έκθεση-καταπέλτη για τις απειλές κατά της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα, με τίτλο «Από το κακό στο χειρότερο: Η Επιδείνωση της Ελευθερίας των ΜΜΕ στην Ελλάδα», η διεθνής Μη Κυβερνητική Οργάνωση Human Rights Watch (HRW) αναφέρεται στην κρίση ελευθερίας που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά ΜΜΕ, ως αποτέλεσμα των ενεργειών και των παραλείψεων της κυβέρνησης Μητσοτάκη, απειλώντας τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου.
Διαβάστε επίσης: Human Rights Watch: «Η ελευθερία των ΜΜΕ σε κρίση» – Έκθεση ράπισμα για τα SLAPP Μητσοτάκη και ΑΑΔΕ στο Documento
«Στους ασκούντες κριτική συγκαταλέγονται δημοσιογράφοι -ιδιαίτερα όσοι εργάζονται σε ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και σε ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία-, ακτιβιστές και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Οι δημοσιογράφοι έχουν στοχοποιηθεί με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης κατασκοπευτικού λογισμικού (όπως στην υπόθεση υποκλοπών μέσω Predator) αλλά και των φαινομενικά νόμιμων μεθόδων που χρησιμοποιούνται στην πράξη για να παρενοχλούν, να εκφοβίζουν, ακόμη και να φιμώνουν τη διαφωνία και τη δημοσιογραφική έρευνα.
Στην παγκόσμια κατάταξη για την ελευθερία του Τύπου για το 2025 που παρουσίασαν οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα στις 2 Μαΐου, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 89η θέση, πίσω από την Παπούα Νέα Γουινέα, τον Νίγηρα και τη Μαλαισία. Μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα κατατάσσεται πολύ πίσω για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά. Η ετυμηγορία των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, είναι πως «η Ελλάδα βρίσκεται σε συστημική κρίση όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου από το 2021».
Η HRW, αναφέρει στην 117 σελίδων έκθεσή της, ότι η κυβέρνηση απέτυχε να διασφαλίσει τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης, ενώ με τον κυβερνητικό έλεγχο στα κρατικά μέσα ενημέρωσης και την αυτολογοκρισία από δημοσιογράφους και συντάκτες, υπάρχουν «τρομερές συνέπειες για τη δημοκρατία και το δικαίωμα του κοινού στην ενημέρωση στην Ελλάδα».
Η έκθεση διαπίστωσε μεταξύ άλλων τη χρήση κρατικών κονδυλίων για την καθοδήγηση της δημοσιογραφικής κάλυψης και τη συντακτική παρέμβαση στα δημόσια μέσα ενημέρωσης, επιδεινώνοντας περαιτέρω αυτό το κλίμα. Οι συνθήκες αυτές υπονομεύουν την ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα του κοινού στην ενημέρωση.
Η οργάνωση ζήτησε επίσης την άποψη της κυβέρνησης, αλλά όπως σημειώνει, οι ισχυρισμοί της έρχονται σε αντίθεση με τα ευρήματα της. «Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι ισχυρισμοί για παρενόχληση κατά δημοσιογράφων είναι υπερβολικοί και πως δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και ότι η παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων διεξάγεται πάντα νόμιμα και με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα», αναφέρει η HRW.
Η Ντίνα Ντ., δημοσιογράφος με 25 και πλέον χρόνια εμπειρίας σε μεγάλο ελληνικό ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι, περιέγραψε στην Human Rights Watch, κατά τη διάρκεια συνέντευξης τον Ιούνιο του 2023, το ασφυκτικό κλίμα λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας στην καθημερινή της εργασία.
«Ό,τι λες στην τηλεόραση ελέγχεται σε τέτοιο βαθμό που δεν έχεις καμία ελευθερία. Ο έλεγχος γίνεται από τους υψηλά ιστάμενους… Η ιεραρχία είναι το γραφείο του πρωθυπουργού, οι ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης, η διοίκηση, οι αρχισυντάκτες. Τα πάντα ελέγχονται. Τι θα πεις, πώς θα το πεις. Έχω την ικανότητα να λέω στον αέρα ό,τι θέλω προσποιούμενη ότι το έκανα κατά λάθος… Στο κανάλι μας, μας ρωτούν εκ των προτέρων τι σκοπεύουμε να πούμε. Σε άλλο τηλεοπτικό κανάλι ζητούν από τους δημοσιογράφους να στείλουν το κείμενό τους πριν βγουν στον αέρα».
«Όταν ένα κείμενο ασκεί κριτική, δεν μπορεί να δημοσιευτεί»
Η Ελίνα Ε., η οποία εργάζεται ως δημοσιογράφος επί 20 και πλέον χρόνια, και από το 2018 και εξής σε συστημικό μέσο, περιέγραψε την κατάσταση με παρόμοιο τρόπο στην Human Rights Watch, τον Ιούνιο του 2023:
«Όλοι έχουν γνώμη για το τι θα γράψεις. Η νοοτροπία είναι παρωχημένη και εκτός πραγματικότητας. Και βέβαια, δεν πρόκειται για δημοσιογραφία αλλά για δημοσίευση κυβερνητικών δελτίων τύπου. Πολλές φορές, παίρνουμε το κυβερνητικό δελτίο τύπου, αλλάζουμε τον τίτλο και το δημοσιεύουμε. Οι συνεντεύξεις με κυβερνητικούς αξιωματούχους δεν είναι πραγματικές συνεντεύξεις… Όταν ένα κείμενο ασκεί κριτική, δεν μπορεί να δημοσιευτεί. Θα δημοσιεύαμε, για παράδειγμα, την απάντηση του υπουργού σε ένα επικριτικό δημοσίευμα των New York Times, χωρίς να αναφέρουμε τι είπαν οι New York Times».
«Υπάρχουν άγραφοι και γραπτοί κανόνες»
Ο Φώτης Φ., πιστεύει ότι «η αυτολογοκρισία είναι μέρος του παιχνιδιού. Ξεκινά από το γεγονός ότι το περιβάλλον των μέσων ενημέρωσης είναι προβληματικό. Δεν νομίζω ότι αυτό μπορεί να αλλάξει εύκολα». Ο Φώτης Φ. έδωσε ένα παράδειγμα των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι για τη διατήρηση της συντακτικής ανεξαρτησίας στο τοπίο των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα:
«Στην Ελλάδα… πολλοί ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης έχουν παράλληλα και άλλα επιχειρηματικά συμφέροντα και στενούς δεσμούς με την πολιτική ελίτ. Ως εκ τούτου, κατανοώ αυτό το περιβάλλον και προσπαθώ να θέσω τα δικά μου όρια και τις δικές μου κόκκινες γραμμές. Υπάρχουν άγραφοι και γραπτοί κανόνες. Έχω δώσει πολλές μάχες για να περάσει ένα ρεπορτάζ από τον αρχισυντάκτη. Προφανώς, πρόκειται για τεράστιο πρόβλημα.»