Η αρχιτεκτονική ασφαλείας στη Μέση Ανατολή δεν τρίζει απλώς, αλλά έχει ήδη υποστεί καίρια ρήγματα. Το Ισραήλ επιχειρεί να αναδιαμορφώσει το γεωπολιτικό τοπίο με όρους σύγκρουσης και η περιοχή βρίσκεται για άλλη μια φορά στο χείλος μεγάλων ανατροπών. Ο πόλεμος με το Ιράν ανήκει στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ισραηλινής στρατηγικής για την εδραίωση ενός άξονα ισχύος, η οποία εκτελείται ακόμη και καταπατώντας θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου.
Καθώς το ενδεχόμενο μετατροπής της σύγκρουσης Ισραήλ – Ιράν σε ευρύτερο περιφερειακό πόλεμο –ακόμη και με το ενδεχόμενο να εξελιχθεί και σε τρίτη παγκόσμια σύρραξη– γίνεται όλο και πιο ρεαλιστικό με καθοριστική και τη στάση των ΗΠΑ, οι διεθνείς παίκτες δείχνουν να παρακολουθούν, να υπολογίζουν, να αναπροσαρμόζουν. Η σκακιέρα γεμίζει πιόνια, αλλά δεν παρουσιάζεται ένας ξεκάθαρος βασιλιάς παρά μόνο πρόθυμα γεράκια για να επιτεθούν. Το ερώτημα δεν είναι μόνο αν οι μεγάλες δυνάμεις θα αντιδράσουν, αλλά και πότε και πώς. Ολες μοιάζουν να ζυγίζουν ρόλους, επιρροή και κέρδη. Οι ισχυροί του κόσμου αναμετρώνται στο παρασκήνιο και δοκιμάζουν τις αντοχές τους.
Η Ρωσία ισορροπεί μεταξύ Τελ Αβίβ και Τεχεράνης, ενώ για την Κίνα η ουδετερότητα είναι εργαλείο προστασίας των στρατηγικών της συμφερόντων. Για τους BRICS ένας πόλεμος σε «φιλικό» έδαφος θα αναιρούσε την εικόνα της ουδετερότητας και της εναλλακτικής σταθερότητας που θέλουν να καλλιεργήσουν. Ετσι ενδεχομένως προσπαθούν να αποφύγουν μια εσωτερική ρήξη. Οσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ενωση, οι 27 δείχνουν αμήχανοι μπροστά σε μια κρίση που ξεπερνά τις διπλωματικές δυνατότητές τους. Σε αυτό το σκηνικό, η Τουρκία κινείται σε πολλαπλές ταχύτητες, με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να αναζητά ξανά διεθνή ρόλο εν μέσω κρίσεων.
Η στάση της Μόσχας
Η Ρωσία ισορροπεί ουσιαστικά ανάμεσα σε Ισραήλ και Ιράν. Αν και η Μόσχα διατηρεί στενές σχέσεις με την Τεχεράνη (προμηθεύεται άλλωστε τα drones-καμικάζι για το ουκρανικό μέτωπο και το Ιράν έχει οπλικά συστήματα και αεροσκάφη από αυτήν, ενώ έχουν υπογράψει σύμφωνο στρατηγικής συνεργασίας τον περασμένο Ιανουάριο), καταδίκασε τις ισραηλινές επιδρομές και προειδοποίησε τις ΗΠΑ ότι η παροχή στρατιωτικής υποστήριξης στο Ισραήλ θα επιφέρει κλιμάκωση. Ταυτόχρονα, δείχνει ότι το Κρεμλίνο επιδιώκει να φανεί ως ουδέτερος σταθεροποιητικός παράγοντας στη σύγκρουση, επωφελούμενο και από την απόσπαση της παγκόσμιας προσοχής από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν αυτοπροτάθηκε ως πιθανός διαμεσολαβητής σε τηλεφωνική επικοινωνία του με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ, «επιβεβαιώνοντας την ετοιμότητα της Ρωσίας να προσφέρει διαμεσολαβητική βοήθεια για την προώθηση του διαλόγου μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών». Η Ρωσία δεν δείχνει να επιθυμεί κι άλλους παίκτες στο πυρηνικό παιχνίδι, ενδιαφέρεται να κρατήσει ισορροπία με τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες για τις τιμές ενέργειας και δεν έχει αντιπαρατεθεί με τον Νετανιάχου για τη σφαγή στη Γάζα, έχοντας το μυαλό και στο πλήθος (περί το 15%) και στην επιρροή των ρωσόφωνων πολιτών του Ισραήλ, της μεγαλύτερης κοινότητας εκτός των ορίων της πρώην Σοβιετικής Ενωσης.
Εμπόδια στην Κίνα
Η Κίνα προτιμά τη σταθερότητα γιατί αποτελεί το έδαφος πάνω στο οποίο ανθίζει το μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχέδιό της: οικονομική εξάπλωση μέσω της ανάπτυξης (5,1% για τον Απρίλιο), τεχνολογική υπεροχή και αμφισβήτηση της αμερικανικής ηγεμονίας. Ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή στέκεται εμπόδιο σε αυτή την πορεία (βασικό συστατικό το πρόγραμμα «Μία ζώνη, ένας δρόμος»), καθώς απειλεί να τινάξει στον αέρα ενεργειακές ροές, να προκαλέσει διαταραχές στο εμπόριο και να δημιουργήσει πιέσεις στις σχέσεις με παραδοσιακούς της εταίρους όπως το Ιράν. Η χώρα είναι βασικός προμηθευτής πετρελαίου για την Κίνα, έστω και μέσω παρακαμπτήριων διαύλων λόγω κυρώσεων.
Επιπλέον, Πεκίνο και Τεχεράνη υπέγραψαν το 2021 τη Συνολική Συμφωνία Στρατηγικής Συνεργασίας, η οποία προβλέπει επενδύσεις της Κίνας ύψους περίπου 400 δισ. δολαρίων σε ενέργεια, υποδομές, τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες και στρατιωτική συνεργασία, με αντάλλαγμα μακροπρόθεσμη πρόσβαση σε ιρανικό πετρέλαιο με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους (τριπλασιάστηκαν πέρυσι οι αποστολές αργού πετρελαίου προς την Κίνα). Οι διπλωματικές φιλοδοξίες του Πεκίνου στη Μέση Ανατολή απειλούνται και μαζί ο διπλωματικός ρόλος που επιδιώκει να παίξει, καθώς έχει μεσολαβήσει στη διένεξη Ιράν – Σαουδικής Αραβίας και εκφράζει σε όλους τους τόνους την αντίθεσή της σε ενέργειες που απειλούν την κυριαρχία, την ασφάλεια και την ακεραιότητα της Ισλαμικής Δημοκρατίας.
Πλήγμα για τους BRICS
Μετά την είσοδο του Ιράν στους BRICS, ο οργανισμός φιλοδοξούσε να μετατραπεί από οικονομικό σχήμα σε γεωπολιτική συμμαχία. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η έλλειψη στρατιωτικού βάρους, οι διαφορετικές εσωτερικές προτεραιότητες των μελών και η απουσία κοινής εξωτερικής πολιτικής δείχνουν ότι οι BRICS παραμένουν πρωτίστως οικονομική σύμπραξη, χωρίς τα εργαλεία μιας ενιαίας στρατηγικής παρέμβασης. Το όραμα αποδολαριοποίησης και δημιουργίας εναλλακτικών μηχανισμών παγκόσμιου εμπορίου δεν συνοδεύεται από πολιτική βούληση σε περιόδους πολέμου. Με την είσοδό του στον οργανισμό το Ιράν μπορεί να εντάχθηκε σε ένα ευρύτερο πολυμερές σχήμα, όμως δεν θωρακίστηκε, αλλά συνδέθηκε απλώς με έναν θεσμό που ακόμη δεν μπορεί να παρέμβει. Αυτήν τη στιγμή που απειλείται δεν μπορεί να στηριχτεί στρατιωτικά σε μια διεθνή συμμαχία.
Η ΕΕ, που διατηρεί σταθερές σχέσεις με το Ισραήλ, παρακολουθεί με στρατηγική αμηχανία, χωρίς αυτόνομη στάση και σαφή διπλωματική πρωτοβουλία. Παρά το γεγονός ότι η κρίση στη Μέση Ανατολή έχει άμεσο αντίκτυπο στα ευρωπαϊκά συμφέροντα, όπως η ασφάλεια, η οικονομία και η ενεργειακή σταθερότητα, η ΕΕ παραμένει σε μεγάλο βαθμό διστακτική, επιλέγοντας να παρακολουθεί ως θεατής.
Επανεμφάνιση Ερντογάν
Ενώ η Ελλάδα έχει αυτό το εξάμηνο την προεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν χάνει ευκαιρία να παρουσιάσει στη διεθνή σκακιέρα την Τουρκία ως τον «απαραίτητο παίκτη» κάθε κρίσης. Με πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και διπλωματική ευελιξία προσπαθεί να χτίσει έναν ρόλο μεσολαβητή που εξυπηρετεί ταυτόχρονα και διεθνή αναγνώριση και εσωτερική πολιτική ισχύ. Η πρόσφατη αναφορά στην πιθανότητα ένταξης στους BRICS, παρά τη συμμετοχή της χώρας στο ΝΑΤΟ, αποτελεί καθαρό δείγμα στρατηγικής «επιλεκτικής συμμαχίας». Η Αγκυρα δεν θέλει να είναι απλώς παίκτης, αλλά κεντρικός παράγοντας και ο «σουλτάνος» συνεχίζει πεισματικά να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση είτε ως ειρηνοποιός είτε ως ρυθμιστής εστιών έντασης.
Ο Ερντογάν προσκάλεσε μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες των τουρκικών ΜΜΕ, τον Ντόναλντ Τραμπ και τον πρόεδρο του Ιράν Μασούντ Πεζεσκιάν για μια απευθείας τριμερή συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη, έτσι ώστε να αναβιώσουν οι διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Πάντως, οι Ηνωμένες Πολιτείες λέγεται ότι ειδοποίησαν εκ των προτέρων την Τουρκία για το σχέδιο του Ισραήλ να εξαπολύσει αεροπορικές επιδρομές στο Ιράν την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με δημοσίευμα του «Middle East Eye». Η ειδοποίηση φέρεται να έγινε το βράδυ της 12ης Ιουνίου, λίγες ώρες προτού το Ισραήλ εξαπολύσει μαζική στρατιωτική επιδρομή εναντίον ιρανικών στόχων. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η κίνηση της Ουάσινγκτον είχε στόχο εν μέρει να αποτρέψει πιθανές τριβές με την Αγκυρα λόγω των αυξανόμενων εντάσεων μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ για τις στρατιωτικές κινήσεις του τελευταίου στη Συρία. Πιστεύεται επίσης ότι ισραηλινά αεροσκάφη χρησιμοποίησαν τον εναέριο χώρο πάνω από τη Συρία και το Ιράκ για να φτάσουν στους στόχους τους στο Ιράν. Το υπουργείο Εξωτερικών του Ιράκ υπέβαλε επίσημη καταγγελία στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στις 13 Ιουνίου για τη μη εξουσιοδοτημένη χρήση του εναέριου χώρου του από ισραηλινά αεροσκάφη. Ομως η Τουρκία δεν έχει επιβεβαιώσει αν έλαβε πράγματι ειδοποίηση από τις ΗΠΑ.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento την Κυριακή 22 Ιουνίου