Στις 20 Οκτωβρίου του 1888 η Αθήνα φόρεσε τα γιορτινά της. Το Ζάππειο Μέγαρο, έργο μακρόπνοου οράματος και ευεργεσίας, άνοιγε τις πύλες του. Χτισμένο ανάμεσα στον Ναό του Ολυμπίου Διός και τον Κήπο των Ανακτόρων, το νεοκλασικό οικοδόμημα του Θεόφιλου Χάνσεν έλαμπε κάτω από το φως του φθινοπωρινού ήλιου, συμβολίζοντας τη γέφυρα ανάμεσα στην αρχαιότητα και τη νεότερη Ελλάδα. Τα εγκαίνια του μεγάρου έγιναν με κάθε επισημότητα, παρουσία του Κωνσταντίνου Ζάππα, σηματοδοτώντας την ολοκλήρωση ενός έργου που θα έμενε βαθιά χαραγμένο στην ιστορία της πόλης.
Πίσω από αυτό το επίτευγμα βρισκόταν η μορφή του εξάδελφου του Κωνσταντίνου Ζάππα. Αγωνιστής, επιχειρηματίας και εθνικός ευεργέτης, ο Ευαγγέλης Ζάππας είχε οραματιστεί μια Ελλάδα που θα ξαναζωντάνευε το πνεύμα των Ολυμπιακών Αγώνων και θα προόδευε μέσα από τη βιομηχανία, την τέχνη και τον αθλητισμό. Από το Βουκουρέστι, όπου πλούτισε, φρόντισε να διαθέσει την περιουσία του για την ανέγερση ενός ολυμπιακού μεγάρου, ενός χώρου που θα ανήκε στο μέλλον.

Ο Ευαγγέλης Ζάππας
Κι ενώ το κτίριο ανέτειλε ως σύμβολο του οράματος του Ζάππα, τα ίδια μάρμαρα και ο ίδιος κήπος έγιναν τη δεκαετία του ’20 τόπος συνάντησης «ύποπτων περιπάτων» και στέκι όσων αναζητούσαν «παράνομες ηδονές», περιφέροντας τις «έκφυλες επιθυμίες» τους –σύμφωνα με τον συντηρητικό Τύπο της εποχής– υπό το προστατευτικό σκοτάδι του πάρκου. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν ένας από αυτούς. Η επιθυμία του ήταν να θαφτεί εκεί, λίγο πιο πάνω από το σιντριβάνι, με μια προτομή που να αντικρίζει τον Ιλισσό. Εύλογο τούτο, αν σκεφτεί κανείς πως το Ζάππειο υπήρξε για εκείνον τόπος περισυλλογής και νυχτερινής συντροφιάς.
«Το σπίτι μου είναι το σπίτι μου. Το Ζάππειο όμως είναι ο κήπος του σπιτιού μου» έλεγε. Ο συγγραφέας Γιώργος Τσουκαλάς θυμόταν πώς τη δεκαετία του ’20 τον συνόδευε στις ολονύχτιες βόλτες του: έπιναν τσάι τον χειμώνα και λεμονάδες το καλοκαίρι, ώσπου να φύγουν οι τελευταίοι περιπατητές, κι έπειτα περιπλανιόνταν κάτω από τα άστρα, αναζητώντας «τη σιωπηλή γοητεία των πρώτων ονειροπολήσεων».
Έτσι, το Ζάππειο, πέρα από ένα επιβλητικό αρχιτεκτόνημα, έγινε καταφύγιο, τόπος στοχασμού και συναντήσεων. Από τον Ζάππα έως τον Λαπαθιώτη, συνεχίζει να μας θυμίζει πως η πόλη ζει μέσα από όσους την ονειρεύονται.

















