Σαναέ Τακαΐτσι: Από τα ντραμς και τις καταδύσεις στην πρωθυπουργία της ανδροκρατούμενης Ιαπωνίας
Ποια είναι η «Σιδηρά Κυρία» της Ιαπωνίας.

Για πολλές νέες γυναίκες στην Ιαπωνία, η ανάδειξη της Σανάε Τακαΐτσι στην ηγεσία της χώρας λειτουργεί ως σημείο καμπής και ως ρήγμα σε μια βαθιά πατριαρχική πολιτική κουλτούρα. Ωστόσο, η πολιτική της διαδρομή και οι δημόσιες τοποθετήσεις της ακροδεξιάς πολιτικού καταδεικνύουν τον συντηρητικό της χαρακτήρα, με έμφαση σε ένα παραδοσιακό και περιοριστικό πρότυπο για τον ρόλο των γυναικών στην κοινωνία και την οικογένεια.
Η Σανάε Τακαΐτσι, επικεφαλής του κυβερνώντος κεντροδεξιού Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος, κέρδισε σήμερα την ψήφο της Κάτω Βουλής για την πρωθυπουργία, ανοίγοντας τον δρόμο για την ορκωμοσία της ως η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της χώρας. Η 64χρονη Τακαΐτσι έλαβε 237 ψήφους, υπερβαίνοντας την πλειοψηφία στην 465μελή Βουλή, σύμφωνα με το προσωπικό του κοινοβουλίου.
Η γυναίκα που δηλώνει θαυμάστρια της Μάργκαρετ Θάτσερ και αποκαλείται ως «Σιδηρά Κυρία» της Ιαπωνίας εξελέγη στις αρχές του μήνα πρόεδρος του κυβερνώντος Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (LDP), κατά την 70ή επέτειο από την ίδρυσή του.
Πολιτικές θέσεις
Η Τακαΐτσι αντιτίθεται στον γάμο ομοφυλοφίλων καθώς και στη μεταρρύθμιση που θα επέτρεπε στα παντρεμένα ζευγάρια να διατηρούν διαφορετικά επώνυμα. Είναι επίσης κατά της διαδοχής των γυναικών στην αυτοκρατορική οικογένεια.
Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης προεκλογικής εκστρατείας της, επιχείρησε να μετριάσει ορισμένες από τις πιο αυστηρές θέσεις της, υποστηρίζοντας ότι τάσσεται υπέρ της παροχής φορολογικών κινήτρων σε εταιρείες που παρέχουν εγκαταστάσεις παιδικής φροντίδας στους υπαλλήλους τους και μίλησε για πιθανές φορολογικές ελαφρύνσεις για τις οικογένειες που δαπανούν για τη φροντίδα των παιδιών.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η άνοδος της Τακαΐτσι στην ηγεσία αποτελεί στρατηγική επιλογή του LDP, με στόχο την επαναπροσέγγιση της παραδοσιακής, συντηρητικής εκλογικής του βάσης — ενός ακροατηρίου που τα τελευταία χρόνια είχε αρχίσει να μετακινείται προς τα ακόμη πιο δεξιά κόμματα.
Σπουδές και πολιτική καριέρα
Η ιστορία της Τακαΐτσι περιγράφεται σε πολλές αφηγήσεις που κυκλοφορούν μεταξύ φίλων και υποστηρικτών της από την πατρίδα της, τη Νάρα, που επιχειρούν να σκιαγραφήσουν την ανθρώπινη διάσταση μιας πολιτικού ταυτισμένης με την ακροδεξιά της Ιαπωνίας.
Ως φοιτήτρια, έπαιζε ντραμς σε συγκρότημα heavy metal και οδηγούσε μηχανή. Είχε επίσης πάθος με το scuba diving αλλά και τα αυτοκίνητα. Το αγαπημένο της Toyota Supra εκτίθεται πλέον σε μουσείο της Νάρα.
Γεννημένη το 1961 στη Νάρα, κόρη ενός υπαλλήλου γραφείου και μιας αστυνομικού, η Τακαΐτσι μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που ελάχιστα προμήνυε τη μετέπειτα πολιτική της διαδρομή.
Πριν ασχοληθεί με την πολιτική, η Τακαΐτσι εργάστηκε για μικρό χρονικό διάστημα στην ιαπωνική τηλεόραση ως παρουσιάστρια.
Απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Κόμπε με πτυχίο στη διοίκηση επιχειρήσεων, η Τακαΐτσι συμμετείχε το 1987 σε ένα πρόγραμμα υποτροφιών που της επέτρεψε να εργαστεί στο Κογκρέσο των ΗΠΑ.
Η ενασχόλησή της με την πολιτική ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, την περίοδο που οι εμπορικές εντάσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ιαπωνίας βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους. Με στόχο να κατανοήσει σε βάθος τον αμερικανικό τρόπο σκέψης απέναντι στην Ιαπωνία, η Τακαΐτσι εντάχθηκε στο γραφείο της Δημοκρατικής βουλευτού Πατρίτσια Σρέντερ — μιας προσωπικότητας γνωστής για την επικριτική της στάση απέναντι στο Τόκιο.
Διαπίστωσε ότι για πολλούς Αμερικανούς, η Ιαπωνία δεν αποτελούσε διακριτή οντότητα αλλά μέρος ενός αδιαφοροποίητου ασιατικού «όλου» μαζί με την Κίνα και την Κορέα, όπου γλώσσες, κουζίνες, κουλτούρες και ταυτότητες συγχέονταν. Από αυτήν την παρατήρηση γεννήθηκε ένα σταθερό της πιστεύω: ότι μια χώρα που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της, θα παραμένει δέσμια της επιπόλαιης κρίσης της διεθνούς κοινής γνώμης, και ιδίως της αμερικανικής.
Το 1992, η Σανάε Τακαΐτσι δοκίμασε για πρώτη φορά την τύχη της στις εθνικές εκλογές ως ανεξάρτητη υποψήφια, χωρίς όμως επιτυχία. Δεν εγκατέλειψε. Έναν χρόνο αργότερα εξελέγη βουλευτής και το 1996 προσχώρησε στο Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (LDP). Από τότε έχει εκλεγεί δέκα φορές, χάνοντας μόνο μία εκλογική αναμέτρηση, και έχει καθιερωθεί ως μία από τις πιο σταθερές και συνεπείς συντηρητικές φωνές του κόμματος.
Εχει διατελέσει σε ανώτερες κυβερνητικές θέσεις, όπως υπουργός Οικονομικής Ασφάλειας, υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας, και κατέχει το ρεκόρ θητείας ως υπουργός Εσωτερικών Υποθέσεων και Επικοινωνιών.




















