Ο νικητής του βραβείου Μπούκερ 2022 μιλάει αποκλειστικά στο Documento για τη ζωή στη χώρα του κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου που κράτησε 26 χρόνια, με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου του «Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα»
Προσπαθούσα να βρω τον Σέχαν Καρουνατίλακα από την πρώτη στιγμή που κέρδισε το βραβείο Μπούκερ 2022. Ηταν μάλλον αδύνατον, καθώς ο συγγραφέας από τη Σρι Λάνκα τους τελευταίους έξι μήνες κατακλυζόταν από αιτήματα για συνεντεύξεις από όλο τον κόσμο. Στο ενδιάμεσο μεταφράστηκε το μυθιστόρημά του στα ελληνικά από τη Ρένα Χατχούτ και πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg. Το βιβλίο με τίτλο «Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα» αναφέρεται στην πιο δύσκολη περίοδο των τελευταίων δεκαετιών της Σρι Λάνκα και συγκεκριμένα στον εμφύλιο μεταξύ των βουδιστών Σινγκαλέζων και των ινδουιστών Ταμίλ, ο οποίος κράτησε 26 χρόνια (1983-2009).
Το μυθιστόρημα, που συνδυάζει το αστυνομικό μυστήριο και το μεταφυσικό στοιχείο με το συχνά άγριο χιούμορ (πνευματικός πατέρας του Καρουνατίλακα είναι ο Κερτ Βόνεγκατ), έχει αφετηρία το 1989, μια χρονιά την οποία ο συγγραφέας θυμάται ως την πιο σκληρή του εμφυλίου. Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο πολεμικός φωτορεπόρτερ Μάαλι Αλμέιντα, ο οποίος ξυπνά νεκρός στον προθάλαμο του άλλου κόσμου. Εχει εφτά μέρες διορία για να διαλευκάνει τη δολοφονία του ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να δημοσιοποιήσει μια σειρά από φωτογραφίες που αποκαλύπτουν την κτηνωδία του εμφυλίου – ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι εμπνευσμένος από τον δημοσιογράφο και ακτιβιστή Ρίτσαρντ ντε Ζόισα, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1990.
Επειτα από έξι μήνες αναμονής και δεκάδες μηνύματα για να καταφέρουμε να κλείσουμε το ραντεβού, ο Σέχαν Καρουνατίλακα εμφανίζεται στο Zoom. Τον κοιτάζω και σκέφτομαι πόση πειθαρχία χρειάζεται για να γράψει κάποιος ένα βιβλίο – το συγκεκριμένο πήρε πέντε χρόνια να ολοκληρωθεί και άλλα δύο για να γίνει πιο «φιλικό» στον δυτικό αναγνώστη.
Εξακολουθείτε να γράφετε από τις τέσσερις έως τις επτά το πρωί;
Το έκανα κάθε μέρα για χρόνια, όμως από τότε που κέρδισα το Μπούκερ έχει αλλάξει η συγγραφική μου ρουτίνα. Για να ξυπνήσεις στις τέσσερις το ξημέρωμα θα πρέπει να πέφτεις για ύπνο στις οκτώ το προηγούμενο βράδυ, διότι αν δεν κοιμηθείς σωστά, δεν μπορείς να αποδώσεις. Μετά το Μπούκερ άλλαξε ο ρυθμός μου, αλλά προσπαθώ να επανέλθω, διότι το ξημέρωμα είναι η μοναδική φάση της ημέρας κατά την οποία μπορώ να εργαστώ απερίσπαστος.
Γιατί άλλαξε η ρουτίνα σας μετά τη βράβευσή σας;
Πέρασα τον πρώτο μήνα μετά τη βράβευση δίνοντας συνεντεύξεις. Πραγματικά εκείνες τις μέρες δεν κατάφερα να γράψω τίποτε. Επιπλέον, άλλαξε η συχνότητα με την οποία λαμβάνω μηνύματα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μου – ξαφνικά υπήρξε έκρηξη. Βεβαίως, μετά το Μπούκερ το βιβλίο μου έχει ήδη διαβαστεί και θα διαβαστεί από πολύ περισσότερους ανθρώπους και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Απλώς θα ήθελα να επιστρέψω αμέσως στη συγγραφή, διότι αυτό θέλω να κάνω, να γράφω βιβλία.
Το βιβλίο σας αναφέρεται στην πιο σκληρή εποχή του εμφυλίου στη Σρι Λάνκα, κατά τη δεκαετία του 1980. Μεγαλώσατε στο Κολόμπο, την πρωτεύουσα της χώρας. Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια σε μια τόσο ταραγμένη περίοδο;
Ξέραμε για τον πόλεμο. Παρότι ήμουν παιδί, θυμάμαι έντονα την έναρξη των ταραχών κατά των Ταμίλ το 1983. Προφανώς δεν γνώριζα για τις αγριότητες που διαπράττονταν, αλλά είχαμε εξοικειωθεί τόσο με τη βία που μας φαίνεται παράξενο ότι εδώ και κάποια χρόνια η ζωή κυλάει ειρηνικά. Μεγαλώσαμε θεωρώντας δεδομένη την ύπαρξη σημείων ελέγχου ασφαλείας. Πρόσφατα που επισκέφτηκα το Καράτσι θυμήθηκα πώς ζούσαμε εμείς τόσα χρόνια. Παντού στη χώρα μου υπήρχαν σημεία ελέγχου και στρατιώτες με όπλα και έσκαγαν βόμβες. Από την άλλη, στα malls η ζωή κυλούσε κανονικά, πηγαίναμε στο σχολείο, συμμετείχαμε στα αθλήματα με τους φίλους μας και ακούγαμε τους μεγάλους να μιλάνε για τον πόλεμο. Εμείς ζούσαμε στη φούσκα του Κολόμπο, σε μια προστατευμένη ζώνη.
Πότε καταφέρατε να δείτε τη μεγάλη εικόνα όσων συνέβησαν;
Μόνο αργότερα κατάλαβα, όταν στα ταξίδια μου γνώρισα κόσμο που μεγάλωσε στην Τζάφνα, στο Τρινκομάλι ή στον βαθύ νότο των εξεγέρσεων. Η μετέπειτα σύζυγός μου βρισκόταν στις φυτείες κατά τη διάρκεια των βίαιων εξεγέρσεων του Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου. Οπως σας είπα και πριν, μεγάλωσα στη φούσκα του Κολόμπο. Ζω ακόμη στο σπίτι όπου μεγάλωσα, ο γιος μου πηγαίνει στο σχολείο που πήγαινα κι εγώ. Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου σε μια χώρα στην οποία για 30 χρόνια οι συρράξεις διαδέχονταν τις περιόδους εκεχειρίας. Πιστεύαμε ότι ο πόλεμος στη Σρι Λάνκα δεν θα τελείωνε ποτέ. Μαθαίνεις να συμβιώνεις μ’ αυτό, να παρακολουθείς αγώνες κρίκετ και να συνεχίζεις τη ζωή σου. Πολύ αργότερα είσαι σε θέση να αποτιμήσεις την κατάσταση.
Οι γονείς σας μιλούσαν για πόλεμο και πολιτική στο σπίτι;
Εμείς οι Σριλανκέζοι μιλάμε πολύ για τα πάντα, ειδικά για την πολιτική. Θυμάμαι λοιπόν ότι ερχόταν κόσμος στο σπίτι, έπιναν και λογομαχούσαν για πολιτικά θέματα – ο πατέρας μου υποστήριζε τον τότε πρόεδρο της χώρας. Στη χώρα μου έχουμε ανοιχτές πολιτικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Ο πατέρας, η μητέρα, οι θείοι και οι θείες μου που έκαναν παρέα συζητούσαν μονίμως για την κατάσταση της χώρας, θα έλεγα ότι μιλούσαν σχεδόν αποκλειστικά γι’ αυτό το θέμα. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, απλώς χρησιμοποιούμε και τα κοινωνικά δίκτυα. Να διευκρινίσω ότι μεγάλωσα σε περιβάλλον Σινγκαλέζων, δεν ξέρω αν και οι Ταμίλ μιλούν τόσο ανοιχτά μεταξύ τους, ίσως εκείνοι να φοβούνται να εκφραστούν τόσο ανοιχτά.
Γράψατε το βιβλίο σας στα αγγλικά. Αυτή είναι η γλώσσα που μιλούσατε στην οικογένειά σας;
Στη Σρι Λάνκα υπάρχουν τρεις κύριες γλώσσες: τα σινγκαλέζικα, τα ταμίλ και τα αγγλικά. Τα παιδιά μου μεγαλώνουν μαθαίνοντας και τις τρεις. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και στη δική μου γενιά. Είμαι βουδιστής Σινγκαλέζος και έτσι στο σχολείο ήμουν σε τάξεις στις οποίες διδάσκονταν τα σινγκαλέζικα. Αγόρια με Ταμίλ καταγωγή πήγαιναν σε σχολεία που διδασκόταν η ταμίλ γλώσσα. Η κοινή μας γλώσσα ήταν τα αγγλικά. Στη μεσαία τάξη του Κολόμπο από την οποία προέρχομαι μιλούσαμε αγγλικά στο σπίτι, βλέπαμε χολιγουντιανές ταινίες και ακούγαμε ροκ εντ ρολ. Οι χωρικοί στην επαρχία όμως μιλούν είτε σινγκαλέζικα είτε ταμίλ. Προσωπικά μιλάω σινγκαλέζικα, διαβάζω εφημερίδες και βιβλία –αν και όχι όσο θα ήθελα– αλλά δεν μπορώ να γράψω βιβλία σε αυτήν τη γλώσσα. Ταμίλ άρχισα να μαθαίνω τον τελευταίο χρόνο, για να έχω τη δυνατότητα να διαβάζω πρωτογενές υλικό σχετικά με τον πόλεμο.
Σε παλαιότερη συνέντευξή σας έχετε πει ότι οι Νοτιοασιάτες συγγραφείς ζείτε στη σκιά των «Παιδιών του μεσονυχτίου» του Σαλμάν Ρούσντι. Τι εννοείτε;
Εχω μιλήσει με συγγραφείς από το Πακιστάν, το Μπανγκλαντές, το Νεπάλ, από όλη την ινδική υποήπειρο. Μία από τις κοινές μας μνήμες είναι ότι όσο ήμασταν στο σχολείο προσπαθούσαμε να γράψουμε σαν Αγγλοι που έζησαν πριν από εκατό χρόνια, διότι μαθαίναμε ότι ο Κίπλινγκ, ο Γουντχάους και ο Ντίκενς ήταν εκείνοι που έγραψαν σε σωστά αγγλικά. Ο Ρούσντι ήταν εκείνος ο οποίος, παρότι είχε αγγλική παιδεία, έγραψε στη φωνή της Βομβάης. Και αυτό ήταν μεγάλη αποκάλυψη όχι μόνο για μένα αλλά για συγγραφείς οι οποίοι πλέον γράφουν με τη δική τους φωνή, όπως η Αρουντάτι Ρόι, ο Αραβίντ Αντίγκα και πολλοί άλλοι. Πιστεύω ότι αυτό το κερδίσαμε μέσα από σημαντικά κείμενα και βραβεύσεις βιβλίων. Τα «Παιδιά του μεσονυχτίου» λοιπόν ήταν το βιβλίο που μας άνοιξε τον δρόμο.
Το βιβλίο σας είχε κυκλοφορήσει το 2020 με τον τίτλο «Chats with the dead» στην ινδική υποήπειρο και αργότερα το επεξεργαστήκατε ώστε να γίνει πιο φιλικό στο δυτικό κοινό. Γιατί πιστεύετε ότι υπήρχε αυτή η ανάγκη;
Παρότι κυκλοφόρησε στην ινδική υποήπειρο ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί εκδότης αλλού. Το ίδιο συμβαίνει με τα βιβλία πολλών Νοτιοασιατών συγγραφέων. Διάφοροι εκδότες στους οποίους το έδειξα μου είπαν ότι είναι περίπλοκο για τον δυτικό αναγνώστη. Γι’ αυτό τον λόγο κάθισα δύο χρόνια και το ξανάγραψα. Αλλοι στη θέση μου δεν θα το έκαναν, θα έλεγαν: «Αυτό είναι το βιβλίο μου και τελείωσε». Ωστόσο, προέρχομαι από τον χώρο της διαφήμισης όπου ο πελάτης έχει λόγο στο γραπτό σου. Επομένως, δεν μου ήταν πρόβλημα να το ξαναδουλέψω και να κάνω την ιστορία πιο κατανοητή στον μη Σριλανκέζο, αφαιρώντας στοιχεία που θα χρειάζονταν υποσημειώσεις, κάτι που θεωρώ κουραστικό και άχαρο. Δεν έχει χαθεί κάτι από την ιστορία πάντως.
Γιατί ο Μάαλι είναι φάντασμα;
Αρχικά ήθελα να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, μόνο που εκείνος που θα αποκάλυπτε τον ένοχο θα ήταν το ίδιο το θύμα. Αν λοιπόν η ιστορία τοποθετούνταν στη Σρι Λάνκα, τότε αυτός θα ήταν η φωνή όσων οι δολοφονίες τους έμειναν ανεξιχνίαστες – στη χώρα μου έχουμε μακρύ ιστορικό. Υπάρχουν πολλές σχετικές αναφορές στον Τύπο αλλά τα συμπεράσματα βασίζονται κυρίως σε εικασίες. Τελικά ξεχνάμε τις δολοφονίες και συνεχίζουμε τη ζωή μας σαν να μη συνέβησαν ποτέ. Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι οι βομβιστικές επιθέσεις που έγιναν το Πάσχα του 2019. Γράφτηκαν πολλά άρθρα και βιβλία έρευνας και μετά τι; Ισως έπειτα από είκοσι χρόνια κάποιος μυθιστοριογράφος γράψει ένα βιβλίο που να αναφέρεται σ’ αυτό το γεγονός. Κάπως έτσι θέλησα να γράψω ένα βιβλίο στο οποίο το θύμα θα διαλευκαίνει μόνο του τον φόνο του. Μου αρέσουν οι ιστορίες φαντασμάτων. Τις βρίσκεις σε κάθε πολιτισμό, κυρίως σε όσους έχουν βίαιο παρελθόν.
Παρουσιάζετε τη μετά θάνατον ζωή με χιούμορ, σαν μια κατάσταση στην οποία κυριαρχεί ο παραλογισμός της γραφειοκρατίας. Υποθέτω ότι δεν πιστεύετε ιδιαίτερα ότι υπάρχει ζωή μετά.
Δεν μου αρέσει να προβάλλω τις πεποιθήσεις μου, άλλωστε μπορείτε να τις καταλάβετε από το βιβλίο. Οσες φορές έκανα έρευνα σε στοιχειωμένα σπίτια δεν είδα ποτέ κάποιο φάντασμα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πράγματα πέρα απ’ αυτά που μπορούμε να δούμε. Ισως λοιπόν υπάρχει μετά θάνατον ζωή, ίσως υπάρχει Θεός, ίσως πάλι όχι. Δεν θέλω να πω ότι δεν υπάρχει, απλώς δεν έχω στοιχεία γι’ αυτό. Είναι πολύ ωραίο το ταξίδι στη φιλοσοφία, στις θρησκείες, στην επιστήμη, οπότε ερευνώντας σ’ αυτά τα πεδία μου φάνηκε ενδιαφέρον να παρομοιάσω τη μετά θάνατον ζωή με μια υπηρεσία η οποία λειτουργεί γραφειοκρατικά. Δεν είναι απαραιτήτως η δική μου άποψη, προσωπικά κάθομαι στον φράχτη που χωρίζει αυτές τις δύο αντιλήψεις και προσπαθώ να κατανοήσω τι μπορεί να συμβαίνει.
Ως αναγνώστρια θα σας έλεγα ότι είναι ωραίο εύρημα και λειτουργεί αφυπνιστικά. Σαν μια υπενθύμιση ότι η μόνη σίγουρη ζωή που έχουμε είναι αυτή που ζούμε, άρα εδώ και τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε να την κάνουμε καλύτερη.
Μου αρέσει η ερμηνεία σας. Στο βιβλίο υπάρχει ένας χαρακτήρας που λέει: «Πήγαινε στο φως και ξέχνα τα πάντα». Οχι λοιπόν, δεν μπορείς να ξεχάσεις. Και αυτό είναι το καλό τού να είσαι μυθιστοριογράφος και όχι φιλόσοφος ή non-fiction συγγραφέας. Οτι μπορείς να γράψεις από τη σκοπιά των ηρώων σου και όχι απαραιτήτως από τη δική σου. Οσο ζούμε τη μοναδική σίγουρη ζωή που έχουμε οφείλουμε να την κάνουμε καλύτερη, μαζί και τη ζωή των γύρω μας.
Info
Το βιβλίο «Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα» του Σέχαν Καρουνατίλακα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση της Ρένας Χατχούτ