Σκάνδαλο παρακολουθήσεων: Η εκκωφαντική σιωπή των δικαστικών ενώσεων

Σκάνδαλο παρακολουθήσεων: Η εκκωφαντική σιωπή των δικαστικών ενώσεων

Δύο εβδομάδες τώρα το πανελλήνιο συνταράσσεται από την αποκάλυψη ότι παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ οι τηλεφωνικές συνομιλίες ενός ευρωβουλευτή της χώρας κατά το (προφανώς διόλου τυχαίο) χρονικό διάστημα που διεκδικούσε την προεδρία του κόμματος του.

Της αποκάλυψης που διέσυρε διεθνώς τη χώρα ακολούθησε η δημοσιοποίηση μιας σειράς  ενεργειών οι οποίες συνδέονται άρρηκτα  με τις μεθοδεύσεις και το παρασκήνιο που μετήλθαν οι εμπλεκόμενοι μηχανισμοί προκειμένου να πάρουν μπρος οι επίμαχες συνακροάσεις «καλυμμένες» με  τον μανδύα της νομιμότητας  που φέρει το επισφαλές άλλοθι των «λόγων εθνικής ασφαλείας».

Δύο εβδομάδες αργότερα γνωρίζουμε όλοι πλέον, από τα επίσημα στοιχεία της ΑΔΑΕ ότι μόνο για το 2021 εκδόθηκαν 15.475 εισαγγελικές διατάξεις  για “νόμιμες συνακροάσεις» για λόγους  «εθνικής ασφαλείας» που δεν εξειδικεύονται σαφώς, τις οποίες υπέγραψε χωρίς καν να έχει τη δυνατότητα , εάν υποτεθεί  ότι είχε την επιθυμία, να μελετήσει ενδελεχώς πριν τις επικυρώσει η εισαγγελέας της ΕΥΠ, Βασιλική Βλάχου.

Την ίδια χρονιά και συγκεκριμένα στις 31 Μαρτίου 2021 η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, είχε φροντίσει με τροπολογία της ,κανένας πολίτης, είτε πρόκειται για τον Νίκο Ανδρουλάκη, αρχηγό πλέον του ΚΙΝΑΛ, είτε για για τον δημοσιογράφο, Θανάση Κουκάκη, τον οποίο επίσης παρακολουθούσε η ΕΥΠ, να μην έχει τη δυνατότητα να πληροφορηθεί από την αρμόδια αρχή, την Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών, το γεγονός  ότι έχουν υποκλαπεί  ή υποκλέπτονται οι τηλεφωνικές του συνομιλίες.

Πρόκειται για μια τροπολογία που ήρθε να συμπληρώσει ένα πλέγμα στοχευμένων ρυθμίσεων που εξυπηρετούν, όπως αποδείχτηκε περίτρανα μια και πιάστηκε με τον …κοριό στο αυτί, τις  κυβερνητικές προθέσεις για “νομότυπη» αποδέσμευση   από την τήρηση κάθε διάταξης του εθνικού , διεθνούς και ευρωπαϊκού  δικαίου για την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας. Της δίνουν με απλά λόγια το ελεύθερο να εισβάλλει στην ιδιωτική μας ζωή και να εκμεταλλεύεται κατά το δοκούν τα ευρήματα των αποκαλούμενων ως «νόμιμων επισυνδέσεων».

Θα περίμενε λοιπόν κανείς ότι η πρώτη που θα ύψωνε ανάχωμα ως πυλώνας της δημοκρατίας στις τρομακτικές αυτές παραβιάσεις  δικαίου θα ήταν η ανεξάρτητη  Δικαιοσύνη.

Δυστυχώς, η σιωπή των λαλίστατων και με ζηλευτά αντανακλαστικά όταν πρόκειται για συντεχνιακά τους ζητήματα  δικαστικών ενώσεων κάνει θόρυβο εκκωφαντικό.

Ενώσεις, όπως η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔε), η μεγαλύτερη του δικαστικού σώματος, που σπεύδουν να στηλιτεύσουν κάθε εύλογη και επιβεβλημένη,καλόπιστη κριτική για αμφιλεγόμενες αποφάσεις,για ένα ζήτημα  τόσο κομβικό που άπτεται της προστασίας ιερών  για τη  δημοκρατία μας διατάξεων κωφεύουν προκλητικά. Κωφεύουν μπροστά στο «τσουνάμι» των καταπατήσεων αλλά και των ερωτημάτων που προκαλούνται σχετικά με την εργαλειοποίηση της ίδιας της Δικαιοσύνης μέσω του «νομιμοποιητικού» και όχι ουσιαστικού ρόλου που καλείται να διαδραματίσει ένας  εισαγγελικός λειτουργός και δη ο εποπτεύων της ΕΥΠ εισαγγελέας.

Δεν έχουν αρθρώσει λέξη για την μετατροπή της συναδέλφου τους Εισαγγελέα της ΕΥΠ σε νομιμοποιητή πρακτικών παρακράτους κι αυτό είναι μια ακόμη απόδειξη ότι για όσα συμβαίνουν στη χώρα μεγάλο μέρος ευθύνης έχει η Δικαιοσύνη.

Οι μόνοι και προς τιμήν τους που τοποθετήθηκαν με μια ανακοίνωση ουσίας είναι τα έξι μέλη της μειοψηφίας της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων που στηλιτεύουν την αφωνία της ΕνΔΕ, εκφράζουν την αγωνία τους «για τις εξελίξεις και την συστηματική παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, άλλων αξιωματούχων και δημοσιογράφων από την κρατική διοίκηση» ενώ στέκονται κατηγορηματικά αντίθετοι και στην τροπολογία της Κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη με την οποία πλέον, όπως επισημαίνουν, «η άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν είναι πλέον δυνατό να κοινοποιηθεί στον παρακολουθούμενο από την ΑΔΑΕ μετά τη λήξη της, ενώ αντίθετα είναι εφικτό αυτό για την άρση απορρήτου για τη διακρίβωση εγκλημάτων».

Τονίζουν μάλιστα και αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο ότι δηλαδή «η συμμετοχή της δικαστικής εξουσίας στον έλεγχο της πρέπει να είναι ουσιαστική και όχι τυπική» καθώς «μόνο έτσι οι συνταγματικές διατάξεις που προστατεύουν ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, θα λάβουν νόημα και ουσία, ώστε να αποκατασταθεί και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη του πολίτη στους δημοκρατικούς θεσμούς».

Διαβάστε επίσης: Μόνο η μειοψηφία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων τοποθετήθηκε για το σκάνδαλο των υποκλοπών

Διαβάστε επίσης: Θανάσης Κουκάκης: Δεν είμαι ο μοναδικός δημοσιογράφος, στόχος παρακολούθησης

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter