Σκληρό ροκ για τις τιμές του ρεύματος

Τι οδηγεί σε αύξηση των τιμολογίων ενέργειας κατά 40% μες στον Αύγουστο και πώς η ΡΑΕ προσπαθεί να βάλει φρένο.

Από τις αρχές του 2021 όλες οι τιμές των καυσίμων και της ενέργειας αυξάνονται στην Ευρώπη και την Ελλάδα, πρωτίστως λόγω της σύμπτωσης των απότομων μεταβολών της προσφοράς και της ζήτησης που προκάλεσε η πανδημία με τους φιλόδοξους στόχους της ευρωπαϊκής πολιτικής για το κλίμα που εξέθρεψαν την κερδοσκοπία στις τιμές των αερίων ρύπων. Στην Ελλάδα πρόσθετο αρνητικό ρόλο έχει διαδραματίσει η κυβερνητική επιλογή για τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας που αντί να μειώσει τις τιμές, όπως υποτίθεται ότι θα έκανε, ενίσχυσε τις κερδοσκοπικές τάσεις.

Οι αυξήσεις στα καύσιμα και στην ενέργεια άρχισαν να προσλαμβάνουν εκρηκτικές διαστάσεις ωστόσο το τελευταίο τρίμηνο, όταν οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου έφτασαν σε υψηλά επτά ετών, οι τιμές του φυσικού αερίου έφτασαν σε υψηλά 10 ετών και οι τιμές των αερίων ρύπων –που επιβαρύνουν τις τιμές της ενέργειας των λιγνιτικών εργοστασίων της ΔΕΗ τα οποία δουλεύουν υποχρεωτικά σε συνθήκες καύσωνα– υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με τον περασμένο Ιανουάριο.

Η δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ

Οι αυξήσεις αυτές δημιουργούν διάφορα προβλήματα επιβαρύνοντας τις μεταφορές και ανεβάζοντας τις τιμές σε όλη την αγορά, το πιο εκρηκτικό όμως από όλα είναι η μεγάλη αύξηση της χονδρεμπορικής τιμής ενέργειας που επιφέρουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τιμή της μεγαβατώρας, από 28 ευρώ τον Απρίλιο του 2020 και 50 ευρώ τον Φεβρουάριο του 2021 έχει κλείσει τον Ιούνιο κοντά στα 100 ευρώ και παραμένει εκεί.

Το πρόβλημα των μεγάλων αυξήσεων στη χονδρεμπορική τιμή ενέργειας έχει πανευρωπαϊκό χαρακτήρα, όπως είπε την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Ενέργειας Κ. Σκρέκας απαντώντας στην κριτική του ΣΥΡΙΖΑ και του Σ. Φάμελου, για να αποσείσει την κυβερνητική ευθύνη. Αληθεύει όμως επίσης πως η Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία των αρχών Ιουλίου, έχει τη δεύτερη υψηλότερη χονδρεμπορική τιμή ενέργειας στην Ευρώπη μετά την Ιταλία. Αρα, μια κυβέρνηση που αρνείται να αυξήσει τον κατώτατο μισθό, που έχει την πέμπτη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην ΕΕ, οφείλει να βρει εργαλεία προκειμένου να θέσει όσο μπορεί το κόστος της ενέργειας υπό έλεγχο – όπως κάνουν άλλωστε και άλλες ευρωπαϊκές χώρες π.χ. η Ισπανία, μειώνοντας τη φορολογική της επιβάρυνση.

Διότι το πρόβλημα με τη μεγάλη αύξηση της χονδρεμπορικής τιμής ενέργειας είναι ότι μέσω της σύνδεσής της με τις ρήτρες οριακής τιμής συστήματος (ΟΤΣ) που περιλαμβάνονται στους λογαριασμούς θα κληθούν να την πληρώσουν από τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις.

Θα δούμε αυξήσεις από τον Ιούλιο

Αρχής γενομένης από αυτό τον μήνα λοιπόν, όσοι θα λάβουν εκκαθαριστικούς λογαριασμούς για το προηγούμενο τρίμηνο θα δουν μια συγκρατημένη αύξηση στα τιμολόγιά τους επειδή οι λογαριασμοί τους θα περιλαμβάνουν τις υψηλές τιμές του Ιουνίου (83,47 η μεγαβατώρα έναντι 63,16 του Μαΐου) μόνο για τον συγκεκριμένο μήνα. Οσοι όμως λάβουν λογαριασμούς έναντι θα δουν μεγάλες αυξήσεις γιατί τα τιμολόγια θα υπολογιστούν στο σύνολό τους με βάση την υψηλή χονδρεμπορική τιμή του Ιουνίου.

Ακόμη χειρότερα θα είναι τα πράγματα για τις επιχειρήσεις που λαμβάνουν ρεύμα από τη μέση τάση καθώς τα τιμολόγιά τους θα ενσωματώσουν όχι μόνο την τιμή του Ιουνίου αλλά και τα πρόσθετα κόστη που βαρύνουν τον προμηθευτή, δίνοντας συνολικά τιμή γύρω στα 100 ευρώ τη μεγαβατώρα. Και βεβαίως η εικόνα θα ολοκληρωθεί τον Αύγουστο, όταν οι αυξήσεις στα τιμολόγια του ρεύματος θα αγγίξουν το 40%.

Υπό αυτές τις συνθήκες ακόμη και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, από ένστικτο πολιτικής επιβίωσης, αντιλαμβάνεται ότι όταν οι υπέρμετρες αυξήσεις στο ρεύμα αντιπροσωπεύουν τη δεύτερη αιτία καταγγελιών των νοικοκυριών στην ΕΚΠΟΙΖΩ, όταν η ΓΣΕΒΕΕ διαμαρτύρεται για τις αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος που επιβαρύνουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και όταν η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ πιέζει για μείωση των τιμών της ενέργειας, κάτι πρέπει να κάνει, αν όχι για να αποφύγει τις αυξήσεις –αυτό δεν το μπορεί– τουλάχιστον για να συγκρατήσει το ύψος τους. Για τον λόγο αυτό την περασμένη εβδομάδα είχαμε την παρέμβαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), που παρότι ανεξάρτητος φορέας ενεργεί σε συνεννόηση με την πολιτική ηγεσία.

Oι προτάσεις της ΡΑΕ και οι αντιδράσεις των παρόχων

Η ΡΑΕ κάλεσε σε τηλεδιάσκεψη τους εκπροσώπους των προμηθευτών ρεύματος και κατέθεσε τέσσερις προτάσεις με στόχο τη συγκράτηση των αυξήσεων στα τιμολόγια ρεύματος. Οι προτάσεις αυτές περιλαμβάνουν:

  • Την κατάργηση της πάγιας χρέωσης.
  • Την καθιέρωση της υποχρέωσης όλων των εταιρειών να παρέχουν και τιμολόγια με σταθερή χρέωση και όχι μόνο με μεταβλητές ρήτρες χονδρικής, ώστε όλες τις αυξήσεις από τις μεταβολές των τιμών να τις μεταφέρουν στους πελάτες.
  • Τη θέσπιση ορίου 30% στη διακύμανση των προσαυξήσεων λόγω εφαρμογής των ρητρών που συνδέονται με την τιμή χονδρικής.
  • Την κατάργηση του πέναλτι για πρόωρη αποχώρηση του καταναλωτή από έναν προμηθευτή προτού λήξει το συμβόλαιο προκειμένου να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός.

Οπως ήταν όμως αναμενόμενο, οι προτάσεις αυτές προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις εκ μέρους των παρόχων ηλεκτρικού ρεύματος που κατηγόρησαν τη ΡΑΕ ότι επιστρέφει σε λογικές διατίμησης και περιορίζει τον ανταγωνισμό και προειδοποίησαν –ή ενδεχομένως απείλησαν– ότι αν υιοθετηθούν οι προτεινόμενες παρεμβάσεις, η αγορά θα οδηγηθεί σε κατάργηση των προσφορών και σε μεγαλύτερες αυξήσεις της τελικής τιμής μεγαβατώρας, προκειμένου να διασφαλιστούν οι εταιρείες από την υπερβολική αύξηση του ρίσκου.

Σύμφωνα με πληροφορίες, οι εταιρείες αυτήν τη στιγμή κάνουν λόμπι και προς τη ΡΑΕ και προς την κυβέρνηση με σκοπό όλες αυτές οι προτάσεις είτε να αναθεωρηθούν είτε και να πεταχτούν στο καλάθι των αχρήστων προτού εκτεθούν σε δημόσια διαβούλευση, η οποία αν και ήταν προγραμματισμένη γι’ αυτή την εβδομάδα, πήρε μικρή αναβολή. Η κατάσταση αναμένεται πάντως να ξεκαθαρίσει σύντομα καθώς η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να αποφύγει αυξήσεις της τάξης του 40% στα τιμολόγια ρεύματος τον Αύγουστο που θα ξεσηκώσουν τους παραγωγικούς φορείς και τον απλό κόσμο.

Ετικέτες