Στην πρόβα της παράστασης «Λίβινγκ ρουμ»

Στην πρόβα της παράστασης «Λίβινγκ ρουμ»

Παρακολουθήσαμε πρόβα του «Λίβινγκ ρουμ» σε κείμενο και σκηνοθεσία της Εύας Οικονόμου-Βαμβακά και μιλήσαμε μαζί της για τα όνειρα που στην Ελλάδα κοστίζουν ακριβά.

Παρασκευή βράδυ, σε έναν βιομηχανικό χώρο κοντά στον Ταύρο, οι συντελεστές της παράστασης «Λίβινγκ ρουμ» έχουν ξεκινήσει πρόβα. Η νέα παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας σε κείμενο και σκηνοθεσία της καλλιτεχνικής διευθύντριας Εύας Οικονόμου-Βαμβακά είναι μια ιστορία για τον ζωτικό χώρο. Μια γλυκόπικρη δραμεντί για ένα αγόρι και ένα κορίτσι που αντιπροσωπεύουν μια ολόκληρη γενιά η οποία ερωτεύεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μαθαίνει ξένες γλώσσες μέσα από εφαρμογές, μένει ακόμη στο πατρικό σπίτι και αναγκάζεται να φύγει στο εξωτερικό.

Ο Κωστής και η Ελένη, αν ζούσαν σε μια άλλη εποχή ή σε μια άλλη χώρα, θα μπορούσαν να έχουν μια ευκαιρία. Εκείνη θα μπορούσε να αξιοποιήσει τις σπουδές της στον χορό και ο Κωστής να μην είναι υποχρεωμένος να εργάζεται τη μισή του μέρα σε συσκευαστήριο κουτιών. Δυστυχώς όμως ζουν στην Ελλάδα του σήμερα όπου τα όνειρα κοστίζουν ακριβά. Γι’ αυτήν τη γενιά έγραψε το έργο η Εύα Οικονόμου-Βαμβακά. Θα παίζεται για έξι παραστάσεις στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν από τις 5 Μαΐου.

Μια γενιά εγκλωβισμένη στις μυλόπετρες

Το θέμα του ζωτικού χώρου απασχολεί τη σκηνοθέτρια εδώ και χρόνια. Συγκεκριμένα, τη βάζει σε σκέψεις ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζονται οι άνθρωποι που στα τριάντα τους μένουν με τους γονείς τους στριμώχνοντας τις ζωές τους σε λίγα τετραγωνικά. Όπως λέει: «Στις ειδήσεις ακούμε ότι υπάρχει ανάπτυξη και πως η οικονομία γνωρίζει άνθηση. Προσπαθούν να παρουσιάσουν την εικόνα μιας Ελλάδας όπου όλα λειτουργούν σωστά. Μόνο που το success story τους δεν αναφέρει πουθενά τα παιδιά που φεύγουν στο εξωτερικό, τα πτυχία που δεν έχουν αντίκρισμα και τους μισθούς που δεν φτάνουν ούτε ως τα μέσα του μήνα».

«Κυνηγάμε τόσο πολύ την επιβίωση που η ζωή μας γλιστράει μέσα από τα χέρια. Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα γράφουν για μας. Για το πώς καταφέραμε και επιβιώσαμε» λέει η Εύα Οικονόμου-Βαμβακά, καλλιτεχνική διευθύντρια ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας

Η σκηνοθέτρια συνεχίζει μιλώντας για τις επιλογές που έχει ένας νέος σήμερα: «Αν δεν έχεις το προνόμιο να γεννηθείς με χρήματα, τότε η ζωή σου είναι πολύ δύσκολη. Η πολιτεία δεν δίνει ευκαιρίες κάνοντας την καθημερινότητα δυσβάσταχτη. Συζητούσα με έναν συνάδελφο από τη Γερμανία και συγκρίναμε τις συνθήκες και τις παροχές που του εξασφαλίζει η χώρα του. Στ’ αλήθεια είναι φορές που απορώ πώς καταφέρνουμε και επιβιώνουμε».

Το σκηνικό του Βασίλη Αποστολάτου και της Μιχαήλας Πλιαπλιά χωρίζεται σε έξι χώρους που μοιάζουν με κινηματογραφικό σετ. Παστέλ χρώματα, δημόσιοι και ιδιωτικοί προορισμοί δημιουργούν έναν κοινό τόπο όπου οι Κωνσταντίνα Βέρρου, Νικόλας Μίχας, Δημήτρης Πετρόπουλος, Αλέξανδρος Σκουρλέτης και Μαρία Τσιμά ζουν τις μικρές ζωές τους. Στο δεύτερο μέρος του έργου το σκηνικό «σπάει» δημιουργώντας μια ονειρική ατμόσφαιρα σε έναν ενιαίο χώρο.

Αυτό που ανησυχεί τη σκηνοθέτρια είναι μην τελειώσει η ζωή μας χωρίς να προλάβουμε να τη ζήσουμε. «Βλέπω μια γενιά που χάνεται στις μυλόπετρες. Μια γενιά που, αν ζούσε σε άλλη χώρα, θα είχε μια καλύτερη ζωή, θα μπορούσε να είναι και ευτυχισμένη. Κυνηγάμε τόσο πολύ την επιβίωση που η ζωή μας γλιστράει μέσα από τα χέρια μας. Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα γράφουν για μας. Για το πώς καταφέραμε και επιβιώσαμε. Νιώθω πως στην Ελλάδα γερνάμε πριν από την ώρα μας» λέει.

«Μόνο οι τουρίστες περνούν καλά εδώ»

Το «Λίβινγκ ρουμ» κρύβει μια αγριότητα, δοσμένη όμως με τέτοιον τρόπο που σε αφήνει να ελπίζεις. Η δομή της παράστασης θυμίζει καρέ που συναντήθηκαν στο μοντάζ, ενώθηκαν και διηγήθηκαν μια ιστορία. Η σκηνοθεσία ακολουθεί μια φωτορεαλιστική, τρισδιάστατη οπτική που διευκολύνει τον θεατή να κατανοήσει καλύτερα το κείμενο.

Ενα ταξίδι αποκάλυψε στη σκηνοθέτρια ένα δυσοίωνο μέλλον. «Οταν πήγα στην Τυνησία έπαθα ένα μικρό σοκ. Πρόκειται για πολύ όμορφη χώρα, όπου ο ντόπιος πληθυσμός ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας. Τι να το κάνουμε να κατοικούμε στην πιο ηλιόλουστη χώρα του κόσμου όταν δεν μπορούμε να απολαύσουμε τον τόπο μας; Μόνο οι τουρίστες μπορούν να περάσουν καλά στην Ελλάδα. Ολος ο νότος έτσι είναι. Ηταν σαν να είδα σκηνές από ένα μέλλον που δεν μου άρεσε καθόλου. Οταν ήμουν φοιτήτρια άκουγα που έλεγαν πως θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης. Είμαστε πολύ κοντά σε αυτό το σενάριο» σημειώνει.

Στην Ισπανία χρησιμοποιούν μια λέξη για τους δημόσιους χώρους όπου πηγαίνουν τα ζευγαράκια που δεν έχουν δικό τους σπίτι. Πρόκειται για τη λέξη pikadero, που το 2015 ο σκηνοθέτης Μπεν Σάροκ έκανε ταινία για να διηγηθεί με τη σειρά του τον ανέστιο έρωτα του Γκόρκα και της Ανε. Δεν ξέρω πού πάνε οι αγάπες που δεν τα καταφέρνουν ούτε πόσα παγκάκια έχουν φιλοξενήσει τις πιο όμορφες ιστορίες. Σίγουρα όμως κάθε αγόρι και κάθε κορίτσι δικαιούνται να ζήσουν, τουλάχιστον, έναν μεγάλο έρωτα που να μην τσαλακώνεται στην προσπάθεια να έχει μια ολόκληρη νύχτα δική του.

Όπως χαρακτηριστικά λέει η σκηνοθέτρια: «Κλείνω τα μάτια μου και φέρνω μπροστά μου την Ελλάδα. Αυτό που βλέπω είναι ένα καζίνο όπου κάποιοι τζογάρουν με τη ζωή μας. Υπάρχουν γύρω μας πολλά όμορφα και φανταχτερά παιχνίδια, όμως εμείς δεν έχουμε τρόπο να παίξουμε. Ιδρώνουμε καθημερινά για να εξασφαλίσουμε τις μάρκες μας, όμως ό,τι και να γίνει ποτέ δεν κερδίζουμε, γιατί τους κανόνες τους βάζουν άλλοι. Θα ήθελα –έστω για μία φορά– να κερδίσουμε το παιχνίδι εμείς οι χαμένοι».

INF0
5-7 και 12-14 Μαΐου στο Θέατρο Τέχνης

Documento Newsletter