Στο σαλόνι του Σουρή και στη Δεξαμενή

Στο σαλόνι του Σουρή και στη Δεξαμενή

Η Αθήνα αλλάζει. Όχι πάντα για καλό. Στέκια στα οποία μεγαλώσαμε κλείνουν το ένα μετά το άλλο και κεντρικοί δρόμοι γίνονται αγνώριστοι. Μαγαζιά με χαρακτήρα και ιστορία χάνονται για να ανοίξουν στη θέση τους brunchάδικα, καφετέριες, μπαρ τα οποία απευθύνονται στον περαστικό τουρίστα και όχι στον μόνιμο κάτοικο. Σημεία των καιρών. Κάπως έτσι παλιότερα κάποιοι άλλοι έβλεπαν τα δικά τους στέκια να αντικαθίστανται από άλλα, την πόλη τους να αλλάζει άρδην.

Πόσοι σήμερα γνωρίζουν όταν περνούν από τα Χαυτεία, ότι εκεί κάποτε υπήρχαν τα Ηνωμένα Βουστάσια όπου σύχναζε ο Ιωάννης Κονδυλάκης παρέα με τη διανόηση της εποχής του; Ή ότι οι βουλευτές συναντούσαν τους ψηφοφόρους τους στο καφενείο του Ζαχαράτου στο Σύνταγμα, στέκι συνταξιούχων, στρατιωτικών, εμπόρων, δημοσιογράφων και συγγραφέων; Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο «Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας» (πρώτη έκδοση 1988 από τις εκδόσεις Εστία, επανακυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια από τον Πατάκη) του Γιάννη Παπακώστα έρχεται κανείς σε επαφή με μια Αθήνα η οποία πλέον υπάρχει μόνο σε παλιές σημειώσεις και απομνημονεύματα.

Το βιβλίο «Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας» του Γιάννη Παπακώστα κυκλοφόρησε το 1988 από τις εκδόσεις Εστία (αριστερά) και επανακυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια από τις εκδόσεις Πατάκη

«Τα κτήρια και οι συναφείς χώροι, όταν συνδεθούν με τον άνθρωπο, ακολουθούν τη δική του μοίρα· λειτουργούν ανάλογα με το ήθος και τη νοοτροπία του, οπότε η πέτρα, το μάρμαρο, το ξύλο, τα έπιπλα, οι γωνιές και οι πάσης φύσεως εσωτερικοί χώροι ζωντανεύουν και αποκτούν ανθρώπινη υπόσταση» σημειώνει στον πρόλογό του ο συγγραφέας, Ομότιμος καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το σπάνιο υλικό που εντόπισε προέρχεται από πολυετή έρευνα σε δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες.

Στο βιβλίο αναζητά τις τάσεις που δημιουργήθηκαν στα φιλολογικά σαλόνια, τα καφενεία, στις ταβέρνες, στα γραφεία των εφημερίδων, των περιοδικών και των εκδοτικών οίκων από τη δεκαετία του 1830 και μετά. Τα στέκια δηλαδή όπου γίνονταν οι πνευματικές ζυμώσεις μεταξύ λογοτεχνών, φιλολόγων, δημοσιογράφων και λόγιων, ζωγράφων, γλυπτών, μουσικών και ηθοποιών.

Οι παλαίμαχοι του 1821 έπιναν τον καφέ τους και συζητούσαν στο καφενείο Ωραία Ελλάς– εκεί εκκολάφθηκαν όλες οι αντιδράσεις κατά του Όθωνα. Δεκαετίες μετά, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Μάρκος Αυγέρης θα έκαναν στέκι τους τη Δεξαμενή. Ο Κώστας Βάρναλης περιγράφει σε ένα απόσπασμα την πλατεία, όπως τη γνώρισε εκείνος. «Η Δεξαμενή τότε, είχε όλη της τη φυσική ομορφιά. Δεν είχε μαρμάρινες σκάλες· δεν ήτανε σφιγμένη σε… κορσέδες από πέτρινα ντουβάρια και σιδερένια κάγκελα».

Ο Βύρων, η Ευρώπη, ο Σοφός Κοραής, ο Μαύρος Γάτος, το Ντορέ, το Πανελλήνιον, το Νέον Κέντρον βούιζαν για δεκαετίες σαν τα μελίσσια. Πολλά καφενεία επηρεάστηκαν από τα ευρωπαϊκά και κυρίως τα γαλλικά και στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού κατάργησαν και τους ναργιλέδες. Ο Άγγελος Τερζάκης περιγράφει γλαφυρά το κλίμα που επικρατούσε σε έναν από αυτούς τους χώρους: «Σ’ έναν καφενέ πνιγμένον στις ανασεμιές της αγοράς και στους καπνούς του τσιγάρου, είχε κάνει τη γνωριμιά κάποιας παρέας νεαρών που έγραφαν. Ήταν ένας κόσμος βουερός, ασυνάρτητος, μεθυσμένος από φιλοδοξίες κι εξάρσεις. Συνάζονταν τα δειλινά και λογοκοπούσαν δίχως ειρμό. Απάγγελναν στίχους, ενθουσιάζονταν, βρίζονταν, ανακάτευαν τα μαλλιά τους, αυτοθαυμάζονταν ή πιτσίλιζαν ο ένας τον άλλο με λάσπες. […] Οι νέοι που συνάζονταν στον καφενέ ήταν ανεμομαζώματα, παιδιά φτωχά, όμως σπάταλα σε φιλοδοξίες. Τα περισσότερα έγραφαν στίχους. Συντηρώντας επίμονα μια παράδοση που άρχιζε κιόλας να ξεθωριάζει, άφηναν μαλλιά μακριά, τρέφανε μπαρμπέτες στα μάγουλά τους, φορούσανε γραβάτες λαβαλιέρ, φουσκωτές σαν λάχανα, ρεπούμπλικες πλατύγυρες, αφηνιασμένες».

Εκτός από τα καφενεία, η πνευματική ζωή άνθιζε στους εκδοτικούς οίκους οι οποίοι ταυτόχρονα λειτουργούσαν και ως βιβλιοπωλεία. Μεταξύ αυτών η Εστία, ο Κέδρος, ο Ίκαρος, ο Ελευθερουδάκης, ο Σαλίβερος. Εκεί δίπλα από τις στοίβες των βιβλίων πυροδοτούνταν οι συζητήσεις και γεννιούνταν νέες ιδέες αρκετές από τις οποίες οδήγησαν σε σημαντικά βιβλία που τυπώθηκαν από εκείνους τους εκδοτικούς και διαβάζουμε μέχρι σήμερα.

Περιλάλητα ήταν και τα φιλολογικά σαλόνια στα σπίτια. Από τα πιο γνωστά ήταν της Δούκισσας της Πλακεντίας, της Ελένης Βλάχου, του Στέφανου Σκουλούδη (στο Σύνταγμα εκεί που σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχείο King’s George), του Γεώργιου Σουρή, της Καλλιρόης Παρρέν, του Κωστή Παλαμά – αρκετοί φιλολογικοί κύκλοι δημιουργήθηκαν γύρω από σημαντικά περιοδικά της εποχής όπως ο «Ραμπαγάς», το «Μη χάνεσαι» και ο «Ρωμηός».

Στο σαλόνι του Παλαμά διαβάστηκε για πρώτη φορά απόσπασμα από την «Κοντέσσα Βαλέραινα» του Γρηγόριου Ξενόπουλου και τα «Λόγια της πλώρης» του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Από εκείνο τον κύκλο προέκυψε η ανάγκη να δημιουργηθεί το περιοδικό «Τέχνη» το οποίο γραφόταν στη δημοτική, μια πρωτοβουλία που έβαλε τους ιδρυτές του σε περιπέτειες την εποχή που το γλωσσικό ζήτημα ήταν σε έξαρση.

Στα φιλολογικά σαλόνια του Ουράνη, του Θεοτοκά, του Κατσίμπαλη και της Κατακουζηνού ακούστηκαν για πρώτη φορά έργα που άφησαν βαθύ αποτύπωμα στην πνευματική ζωή του τόπου. Στο σαλόνι του Εμπειρίκου, το οποίο λειτούργησε κατά τη διάρκεια της κατοχής και μετά την απελευθέρωση, διαβάστηκε για πρώτη φορά ο «Μέγας Ανατολικός».

Μετά την ανάγνωση του βιβλίου, η Αθήνα δεν πια η ίδια. Δεν γίνεται να περάσεις πλέον από το Σύνταγμα, να σταθείς στη συμβολή Μητροπόλεως και Φιλελλήνων και να μην σκεφτείς ότι εκεί, στο φιλολογικό σαλόνι της Αιμιλίας Παχύ συναντήθηκαν για πρώτη φορά ο Εμμανουήλ Ροΐδης με τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter