Στο Ταρλάμπασι
 του μυστηρίου
 και του πόθου

Στο Ταρλάμπασι
 του μυστηρίου
 και του πόθου

Η ιστορική κοιλάδα του Πέραν που ακόμη αντιστέκεται στην επέλαση του νεοφιλελεύθερου «εξευγενισμού»

Κείμενο: Χάρης Θεοδωρέλης-Ρήγας*

Επιμέλεια: Μαρίνα Αγγελάκη

Φωτογραφίες: Κυριάκος Συφιλτζόγλου

Ο Ισιος Δρόμος· πρεσβείες, μητροπολιτικοί ναοί, παρθεναγωγεία, λύκεια, μέγαρα, σύλλογοι και ευαγή ιδρύματα· Ζαρίφηδες και Ζαφειρόπουλοι, χρυσοκάνθαροι και χαβιαρόχανοι· μεγαλεία του γένους. Ο επισκέπτης εξ Ελλάδος τείνει να φέρνει τέτοια πράγματα φανταχτερά στον νου καθώς περιδιαβαίνει τη σημερινή Ιστικλάλ Τζαντεσί, τη δυτικότροπη βιτρίνα της Σταμπούλ. Ετσι όμως του διαφεύγει το ιστορικά προφανές: ότι αυτό που λέμε ελληνισμός της Πόλης υπήρξε κυρίως μια μάζα από μικροαστούς και εργάτες.

Αν η σημερινή Ιστικλάλ αποτελούσε και αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του Πέραν, τότε το Ταρλάμπασι, o κατά τι λιγότερο ίσιος δρόμος, ήταν και είναι το υπογάστριό του. Ολοι, από τους πιο λαμπρούς μέχρι τους πλέον ταπεινούς, έχουν αφήσει το ανεξίτηλο σημάδι τους στην ιστορική αυτή συνοικία, μέρη της οποίας συνεχίζουν να αντιστέκονται στην επέλαση ενός αμείλικτου κοινωνικού δαρβινισμού και νεοφιλελεύθερου εξευγενισμού (gentrification).

Το κοσμικό, το ερωτικό, το φονικό Πέραν

Το Πέραν ήταν σε μεγάλο βαθμό δημιούργημα του εκλεκτικού εκδυτικισμού που συνεπήρε τις οθωμανικές ελίτ κατά τον 19ο αιώνα. Τα πρότυπα –στην πολεοδομία και την αρχιτεκτονική– πάντα παρισινά, η εφαρμογή σχεδόν πάντα λεβαντίνικη, υβριδική και φορτωμένη ώστε να εκφράζει αυτοκρατορική αφθονία και πολίτικα μπερεκέτια. Έτσι γύρω στο 1860 το Πέραν ξαναβαφτίστηκε Αλτιντζί Νταϊρέ (τουρκ. έκτο διαμέρισμα) κατά το παρισινό Sixième Arrondissement. Στην καρδιά του η Μεγάλη Οδός, μια ευθυτενής κορυφογραμμή κατά μήκος της οποίας βρίσκονταν οι ευρωπαϊκές πρεσβείες, ενώ στις πλαγιές της, βορειοδυτικά και νοτιοανατολικά, αναπτύσσονταν κατηφορικές κοιλάδες –λούμπες ή τσουκούρια– με χωράφια και νεκροταφεία έτοιμα για δόμηση και εξάπλωση του αστικού ιστού.

Το Ταρλάμπασι (τουρκ. αρχή του χωραφιού) είναι μια τέτοια κοιλάδα του Πέραν, η βορειοδυτική για την ακρίβεια. Περπατώντας από την κορυφή της, στην Ιστικλάλ, μέχρι τη ρίζα της στο Ντολάπντερε και τους πρόποδες των Ταταούλων, μπορούσε κανείς να ψηλαφίσει ολάκερη την ύστερη οθωμανική κοινωνική πυραμίδα: τα αρχοντικά κονάκια των πρεσβειών περιβάλλονταν από τα μεγαλοαστικά απαρτμάν, τις εμπορικές στοές και τα γραφεία των τότε παντοδύναμων διεθνών εταιρειών. Παρακάτω τα διαδέχονταν οι κομψές κατοικίες των μεγαλομεσαίων, ακόμη παρακάτω δίπατα και τρίπατα μεσοαστικά σπίτια για τους μη μουσουλμάνους υπαλλήλους και ελευθεροεπαγγελματίες.

Φυσικά οι νόμοι της κοινωνικής βαρύτητας ήταν τότε –όπως και τώρα– αμείλικτοι. Αποχετεύσεις και ακαθαρσίες κυλούσαν προς τα κάτω και χύνονταν στον χείμαρρο του Κασίμπασα, στις παρυφές της πυκνοκατοικημένης κοιλάδας. Εκεί, στις δύο όχθες του χειμάρρου, τα πράγματα αγρίευαν, τόσο από άποψη υγιεινής όσο και ανθρωπογεωγραφίας. Εδώ κατοικούσαν οι φτωχότεροι των φτωχών, συμπεριλαμβανομένων και των Ρομά, των αρχαιότερων κατοίκων της περιοχής, ενώ ανάμεσά τους τότε υπήρχαν και αρκετοί ελληνορθόδοξοι Ρομά, ενορίτες της Ευαγγελίστριας Προπόδων Ταταούλων. Οι ρυπαρές γειτονιές του Γενίσεχιρ (τουρκ. Nεάπολη) και Παπάζ-κιοπρου (τουρκ. γέφυρα του παπά, που ένωνε τις δύο όχθες του χειμάρρου) ήταν γνωστές για τα κακόφημα στέκια τους, για τις ληστείες, τους καβγάδες και τον αγοραίο έρωτα με γυναίκες και νεαρά αγόρια-χορευτές, τα λεγόμενα κιοτσέκ. Η γειτονιά Κανλί Τσουκούρ (τουρκ. ματωμένος λάκκος) ήταν σίγουρα όνομα και πράγμα.

Μια άλλη γειτονιά, το Κερασοχώρι, αρχικά δομημένη σε μια έκταση με κερασιές, χρειάστηκε να ξαναβαφτιστεί Κερατοχώρι λόγω των ελευθεριακών ηθών των κατοίκων της. Σύμφωνα με τον γενάρχη της τουρκικής λαογραφίας Ρεσάτ Εκρέμ Κοτσού, εδώ κατοικούσε η Αρμένισσα τραγουδίστρια Περούζ, μούσα και ερωμένη του Πετρή του Μαχαιροβγάλτη, του πιο τρομακτικού νταή και κατά συρροή δολοφόνου που γνώρισε ποτέ η Πόλη. Βλέπετε, η Πόλη είχε τότε τον δικό της Αντεροβγάλτη, που άκουγε στο όνομα Πετρής, εκ Κεφαλληνίας παρακαλώ, όπως οι περισσότεροι κλέφτες της Κωνσταντινούπολης εκείνη την εποχή, κατά τον Σκαρλάτο Βυζάντιο. Αυτό λοιπόν που σήμερα λέμε Ταρλάμπασι δεν ήταν άλλο από «τα σκοτεινά στενά του Πέραν», για τα οποία διαβάζουμε στα έργα της Ιορδανίδου, του Θεοτοκά και του Καστανάκη ή βλέπουμε σε κάποιες φωτογραφίες του Αρά Γκιουλέρ. Απλώς, ανάλογα με το ύψος στο οποίο βρισκόταν κανείς άλλαζε τόσο ο ταξικός χαρακτήρας όσο και η επικινδυνότητα των στενών αυτών, με αποτέλεσμα να αντιλαμβανόμαστε το Πέραν, μέσω της τότε λογοτεχνίας, με εντελώς αντιφατικούς όρους: το κοσμικό Πέραν, το ερωτικό Πέραν, το αμαρτωλό Πέραν, το φονικό Πέραν.

Η αιμορραγούσα πληγή στο κέντρο της πόλης

Ήρθε λοιπόν για να βάλει δήθεν τα πράγματα στη θέση τους ο Tουργκούτ Οζάλ τη δεκαετία του ’80 με τον επιτετραμμένο του δήμαρχο, τον Μπαντρετίν Νταλάν, ο οποίος εκτός από ένα σημαντικό κομμάτι των βυζαντινών τειχών αποφάσισε να «αναμορφώσει» ανεπανόρθωτα και το Πέραν. Εν μέσω γενικής κατακραυγής από ειδικούς και διανοουμένους ο Νταλάν αποφάσισε και διέταξε τότε τη ριζική διαπλάτυνση της λεωφόρου Ταρλάμπασι (ακόμη παλιότερα Rue de Petit Champs de Morts ή, ελληνιστί, Μνηματακίων), απόφαση που ισοδυναμούσε με την κατεδάφιση περίπου 370 ιστορικών κτιρίων που την πλαισίωναν. Είχε δηλώσει τότε κατά λέξη: «Είμαστε ενάντια στην πολιτιστική κληρονομιά εφόσον δεν συνάδει με την ανάπτυξη». Ετσι χάθηκε για πάντα το συνεχές του Πέραν με το Ταρλάμπασι.

Η ήδη αιμορραγούσα κοινότητα των Ρωμιών κατοίκων της περιοχής μειώθηκε δραματικά αμέσως μετά τις κατεδαφίσεις και ο συνολικός αριθμός των άστεγων και γηραιών Ρωμιών είχε ξεπεράσει τους 300. Εκτοτε η λεωφόρος λειτουργεί ως νοητό όριο μεταξύ του πολιτισμένου, νοικοκυρεμένου και τουριστικού Πέραν και του υποανάπτυκτου και σκοτεινού Ταρλάμπασι. Ηταν τόσο βίαιη η παρέμβαση αυτή που ο Τούρκος καθηγητής Αρχιτεκτονικής Αχμέτ Ουνλού δίκαια περιέγραψε τη λεωφόρο ως «αιμορραγούσα πληγή στην καρδιά της πόλης».

Σε αυτό το Ταρλάμπασι ζω κι εγώ για πάνω από δέκα χρόνια. Μετά τις κατεδαφίσεις η γειτονιά μου είχε καταστεί αποθετήριο των περιθωριακών και κατατρεγμένων που κατανάλωνε μεν το Πέραν, δεν ήθελε όμως να πολυβλέπει στη βιτρίνα του. Μια περιοχή άβατο αλλά και συγχρόνως αντικείμενο μυστηρίου και πόθου για τους Τούρκους μεσοαστούς. Θυμάμαι την πρώτη μου επίσκεψη στη γειτονιά με έναν Τούρκο φίλο φωτογράφο. «Pera gelmiş» (τουρκ. κατέφτασε το Πέραν) είχε πει δείχνοντάς μας ειρωνικά ένα αργόσχολο γεροντάκι. Θυμάμαι επίσης τον Αναστάση, τον τελευταίο Ρωμιό κάτοικο του Ταρλάμπασι που, παρά τα χρόνια του, σκοτώθηκε προσπαθώντας να σώσει τα παιδιά του Τούρκου γείτονά του από μια πυρκαγιά.

Στο διπλανό από μένα σπίτι ζούσε από παλιά η κ. Χατιτζέ, υπέργηρη Δραμινή Τουρκάλα, με εξαιρετικά, αστικά ελληνικά, η οποία στεκόταν μόνη κάθε βράδυ στο κατώφλι του σπιτιού της, έσφιγγε στα χέρια το πορτοφόλι με τις οικονομίες της και αναπολούσε τα παλιά χρόνια που οι Ρωμιοί και οι Αρμένιοι γείτονές της βγάζανε καρέκλες στον δρόμο τα βράδια. Χαμηλά, στον Τσιγγανομαχαλά, στις ρίζες της πλαγιάς, θυμάμαι τον Μπέτο, δαιμόνιο Ρομά κλεπταποδόχο και πλανόδιο έμπορο, φιλόξενο όσο κανένας άλλος άνθρωπος που γνώρισα στην Πόλη. Η χαρακτηριστική του καμπούρα και το πανάρχαιο ξύλινο σπίτι του που έγερνε σαν τον Πύργο της Πίζας ήταν βγαλμένα από το θέατρο σκιών. Τέλος, θυμάμαι τον Τζένγκο, τον τρελό του χωριού, αυτόκλητο παρκαδόρο, παιδί για όλες τις δουλειές, ευσεβή θεράποντα του Βάκχου και λάτρη του κιοπέκ-ολντουρέν, της φόλας, όπως αποκαλούν οι Τούρκοι το χείριστης ποιότητας κρασί.

Πέρασε μια δεκαετία από τότε και η ανοιχτή πληγή σάπισε και θέριεψε καταβροχθίζοντας ολόκληρες γειτονιές. Γύρω στο 2010 μια τεράστια έκταση στο κεντρικό Ταρλάμπασι εκκενώθηκε και τα κτίρια γκρεμίστηκαν, διατηρώντας σε κάποιες περιπτώσεις μόνο τις προσόψεις τους. Τη θέση τους πήραν «έγκλειστες κοινότητες», gated communities, residences και άλλα δυστοπικά μοντέλα ζωής και εργασίας. Κι όμως το Ταρλάμπασι αντιστέκεται. Νέοι παρίες φιλοξενούνται στα παρασόκακά του και σε όποιες γειτονιές το μακρύ χέρι της αγοράς δεν έχει καταφέρει να «εξωραΐσει» δεόντως. Ακόμη κάποια βράδια ακούς από μακριά ριπές όπλων. «Από κάποιον γάμο θα είναι» επιμένω να λέω στη σύντροφό μου για να την καθησυχάσω. Και οι μπροσούρες των ξενοδοχείων προειδοποιούν τους πελάτες να αποφεύγουν την περιοχή που έχουν σημειώσει με μαύρο πάνω στον χάρτη. Ευτυχώς. Χωρίς αυτούς, οι «ντόπιοι» –οι οποίοι μόνο ντόπιοι δεν είναι– συνεχίζουν να ζουν όπως οι ίδιοι ξέρουν. Χωρίς να κρίνουν και να πωλούν ο ένας τον άλλον· ελεύθεροι.

*Ο Χάρης Θεοδωρέλης-Ρήγας, λέκτορας Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών στο Πανεπιστήμιο Koç της Κωνσταντινούπολης, γράφει για το Ταρλάμπασι και ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου, ποιητής και φωτογράφος, αποτυπώνει καθημερινά στιγμιότυπα στη συνοικία της Πόλης την οποία ανακαλύπτουν μόνο οι περιηγητές και όχι οι τουρίστες.



Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter