Συγκάλυψη διά του νομικά διάτρητου απoρρήτου

Συγκάλυψη διά του νομικά διάτρητου απoρρήτου

Πολιτική στάση δείχνει η συντεταγμένη επίκλησή του, με σκοπό τη διάσωση του «εγκεφάλου» των υποκλοπών

Με πρόσχημα το απόρρητο συγκαλύπτεται και μάλιστα με όρους «κώδικα σιωπής» το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών. Τα ερωτήματα που προκύπτουν για τη στάση τόσο των Γρηγόρη Δημητριάδη και Παναγιώτη Κοντολέων όσο κυρίως για τoυς δύο λειτουργούς της Δικαιοσύνης, δηλαδή των Κωνσταντίνου Τζαβέλλα και Βασιλικής Βλάχου, είναι πολλά. Οι δύο εισαγγελικοί λειτουργοί, προκειμένου να μη μιλήσουν στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και συμβάλλοντας τελικά απλώς στην πλήρη συσκότιση του σκανδάλου των υποκλοπών που φέρει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του Κυριάκου Μητσοτάκη, επικαλέστηκαν μια εισαγγελική γνωμοδότηση, η οποία ωστόσο δεν έχει την παραμικρή βάση. Οι ευθύνες όμως δεν βαραίνουν μόνο αυτούς, αλλά και την πλειοψηφία, δηλαδή τους κυβερνητικούς βουλευτές που συμμετέχουν στην επιτροπή.

Οπως είναι γνωστό, στο πλαίσιο της δήθεν διερεύνησης του ελληνικού Watergate, εκτός από την εποπτεύουσα την ΕΥΠ εισαγγελέα εφετών Βασιλική Βλάχου κλήθηκε για ακρόαση και ο επίσης εισαγγελέας εφετών Κ. Τζαβέλλας.

Η εποπτεύουσα την ΕΥΠ εισαγγελέας εφετών Βασιλική Βλάχου

 

Ο λόγος που κάλεσαν τον συγκεκριμένο δεν είναι σαφής και τούτο διότι δεν διετέλεσε ποτέ εισαγγελέας στην ΕΥΠ αλλά στην Αντιτρομοκρατική και ως εκ τούτου δεν έχει καμιά αρμοδιότητα που να σχετίζεται με το αντικείμενο που εξετάζει η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. Ο Κ. Τζαβέλλας, γνωστός για τις σχέσεις του με τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρο Ντογιάκο, κλήθηκε, όπως σχολίασαν στο Documento κοινοβουλευτικές πηγές, απλώς για να συνεπικουρήσει ως εμπειρότερος την εισαγγελέα Βλάχου. Εκείνος είναι που επικαλέστηκε πρώτος τη δίχως δεσμευτική ισχύ εισαγγελική γνωμοδότηση, την οποία εν συνεχεία αξιοποίησε και η εισαγγελέας Βλάχου αποφεύγοντας να αποκαλύψει στοιχεία, όπως ήταν υποχρεωμένη.

Ο εισαγγελέας εφετών Κ. Τζαβέλλας
Η γνωμοδότηση δεν είναι δεσμευτική

Η επίμαχη γνωμοδότηση των εισαγγελέων του Αρείου Πάγου υφίσταται από το 2011. Πρόκειται συγκεκριμένα για μια κρίση εισαγγελικών λειτουργών σύμφωνα με την οποία η ηγεσία της Δικαιοσύνης δεν οφείλει να πηγαίνει στις επιτροπές της Βουλής για εξέταση όταν αυτό της ζητείται. Δεν πρόκειται δηλαδή για κάποια δεσμευτική απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία απαγορεύει σε ορισμένους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς να καταθέτουν ενώπιον βουλευτών ούτε για κάποιον νόμο αλλά για απλή γνωμοδότηση εισαγγελέων, η οποία δεν δεσμεύει ούτε τους λειτουργούς της Θέμιδας ούτε φυσικά τη Βουλή.

Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεκάδες εισαγγελείς και δικαστικοί έχουν προσέλθει κι έχουν τοποθετηθεί, και μάλιστα για σοβαρές εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις, σε επιτροπές της Βουλής. Μεταξύ αυτών είναι η πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γιάννης Αγγελής, ο πρώην εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος Παναγιώτης Αθανασίου, η εισαγγελέας Εφετών Γεωργία Τσατάνη κ.ά. Το γεγονός βέβαια ότι η γνωμοδότηση δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα καθιστά αυτομάτως υπόλογους και τους συμμετέχοντες στην επιτροπή βουλευτές –κυρίως τον πρόεδρο της επιτροπής Αθανάσιο Μπούρα– οι οποίοι όφειλαν να απαιτήσουν από τους εισαγγελείς να εισφέρουν όσα γνωρίζουν.

 

Επιπλέον, ακόμη κι αν η συγκεκριμένη απόφαση ήταν δεσμευτική δεν θα αφορούσε δύο εισαγγελείς εφετών αλλά την ηγεσία της Δικαιοσύνης. Η εν λόγω γνωμοδότηση επιχειρεί πρακτικά να ακυρώσει τον κανονισμό της Βουλής. Ακόμη και αυτός όμως προβλέπει με απόλυτη σαφήνεια ότι «η επιτροπή μπορεί να καλεί σε ακρόαση λειτουργούς του κράτους, καθώς και οποιοδήποτε δημόσιο πρόσωπο για θέματα που αφορούν στη λειτουργία των θεσμών και της διαφάνειας, η προσέλευση των οποίων είναι υποχρεωτική» και ότι «μπορεί να καλεί σε ακρόαση τον πρόεδρο και τους αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον γενικό επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον γενικό επίτροπο των διοικητικών δικαστηρίων για θέματα που αφορούν σε λειτουργικά ζητήματα της δικαιοσύνης προς το σκοπό της ενίσχυσης της διαφάνειας».

Καθίσταται δηλαδή απολύτως σαφές ότι και η ίδια η γνωμοδότηση των εισαγγελέων του Αρείου Πάγου αφορά μόνο ανώτατους λειτουργούς της Δικαιοσύνης. Επιπλέον, η συγκεκριμένη απόφαση, η οποία ελήφθη το διήμερο 28-29 Μαρτίου 2011, είναι εξ ορισμού προβληματική, αφού επί της ουσίας θέτει τη Δικαιοσύνη, και συγκεκριμένα εκείνους που την υπηρετούν, στο απυρόβλητο, αφού στερεί από τη Βουλή το δικαίωμα στον θεσμικό έλεγχο επί οποιουδήποτε ζητήματος.

Η ιδιαίτερη περίπτωση της εισαγγελέα Βλάχου

Τα ερωτήματα, ιδίως για την εισαγγελέα που εποπτεύει τις μυστικές υπηρεσίες, πληθαίνουν βέβαια αν συνυπολογίσει κανείς ορισμένα ακόμη στοιχεία. Εκτός της παραπάνω γνωμοδότησης, επικαλέστηκε σύμφωνα με πληροφορίες και το απόρρητο, όπως έπραξαν πριν από εκείνη ο Γρ. Δημητριάδης και ο Π. Κοντολέων. Ο ισχυρισμός περί απορρήτου βέβαια έχει καταρριφτεί και μάλιστα με πάταγο. Εξάλλου, εκτός από τις δηλώσεις έγκριτων νομικών στο Documento, σύμφωνα με τις οποίες το απόρρητο που προβλέπεται στο άρθρο 43Α του κανονισμού της Βουλής αφορά τους συμμετέχοντες βουλευτές και όχι βέβαια εκείνους οι οποίοι έχουν κληθεί για ακρόαση, σχετικά έχουν τοποθετηθεί και άλλοι σημαντικοί παράγοντες του δημόσιου βίου.

Σε δήλωσή του ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης και μέλος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας Χάρης Καστανίδης ξεκαθάρισε ότι εκείνοι που κλήθηκαν να εισφέρουν στοιχεία για το σκάνδαλο των υποκλοπών «οχυρωμένοι πίσω από την αρχή του απορρήτου, το οποίο δεν ισχύει έναντι της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, αρνήθηκαν την παροχή οποιασδήποτε πληροφορίας για τις υποθέσεις που σκανδαλωδώς έχουν εκτυλιχθεί τους τελευταίους μήνες και αφορούν τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, τον δημοσιογράφο κ. Κουκάκη, καθώς και την παρακολούθηση του τηλεφωνικού κέντρου του ΚΚΕ».

Από την πλευρά του, ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου Ξενοφών Κοντιάδης σημείωσε σε δημόσια ανάρτησή του ότι «η άρνηση συνεργασίας των άμεσα εμπλεκόμενων στην υπόθεση, ως καθ’ ύλην αρμόδιων, είναι αντίθετη με το σύνταγμα και τον κανονισμό της Βουλής, επειδή τέτοιο απόρρητο δεν ισχύει για την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας».

Το ίδιο βέβαια –και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία– σημείωσε και ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ, δηλαδή της αρχής που διασφαλίζει βάσει του συντάγματος το απόρρητο των επικοινωνιών. Σύμφωνα με όσα έχουν διαρρεύσει, ο Χρήστος Ράμμος τόνισε επίσης ότι δεν μπορεί να γίνεται επίκληση απορρήτου ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Αυτό άλλωστε είναι σαφές από το ίδιο το άρθρο 43Α του κανονισμού της Βουλής, το οποίο αναφέρει πολύ συγκεκριμένα ότι «οι συζητήσεις για τη δραστηριότητα της Ε.Υ.Π. είναι απόρρητες και τα μέλη της δεσμεύονται να τηρούν το απόρρητο αυτό και μετά τη λήξη της θητείας τους».

Η συγκεκριμένη φράση δεν επιδέχεται –κατά τους ειδικούς– παρερμηνειών, αλλά αντιθέτως καθιστά ξεκάθαρο ότι το απόρρητο αφορά τις εργασίες της επιτροπής και τους συμμετέχοντες βουλευτές, οι οποίοι απαγορεύεται να αποκαλύψουν στον Τύπο ή αλλού όσα θα πληροφορηθούν κατά την ακρόαση όσων έχουν κληθεί να καταθέσουν, σε καμία περίπτωση όμως δεν αφορά εκείνους οι οποίοι καλούνται να εισφέρουν στοιχεία και να παρέχουν πληροφορίες.

Εισαγγελικός έλεγχος βάσει… υπογραφών;

Παρά την άρνησή της πάντως να εισφέρει οποιοδήποτε στοιχείο ώστε να διαλευκανθεί το ελληνικό Watergate, η εισαγγελέας πρόλαβε και αντάλλαξε με τα μέλη της επιτροπής ορισμένες κουβέντες. Σύμφωνα με πληροφορίες του Documento, όταν η Βασιλική Βλάχου ρωτήθηκε από βουλευτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την επισύνδεση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη απάντησε ότι εφόσον η επισύνδεση είναι νόμιμη, θα τηρήθηκαν και όλες οι απαραίτητες διαδικασίες.

Κατά πληροφορίες, η Βασιλική Βλάχου είπε ενώπιον των μελών της επιτροπής ότι το έγγραφο με το αίτημα για την παρακολούθηση κάποιου τηλεφώνου φτάνει στον εποπτεύοντα την ΕΥΠ εισαγγελέα με εισηγήσεις έξι υπηρεσιακών παραγόντων, ενώ σε συμπληρωματική ερώτηση αναφορικά με το πώς πιστοποιείται ότι υπάρχει πράγματι ζήτημα εθνικής ασφάλειας ώστε να ανάψει το πράσινο φως για την επισύνδεση εξήγησε πως ένα αίτημα πρέπει να υπογράφεται κατ’ ελάχιστον από τέσσερις ανθρώπους που υπηρετούν στις μυστικές υπηρεσίες.

Από την απάντηση που εμφανίζεται να έδωσε στην επιτροπή η εισαγγελέας Βλάχου γεννιέται βέβαια ένα σημαντικό ερώτημα: αν αρκούν οι εισηγήσεις τουλάχιστον τεσσάρων ή ακόμη και έξι υπηρεσιακών παραγόντων της ΕΥΠ, τότε ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος της ίδιας; Απλώς και μόνο να νομιμοποιεί με την υπογραφή της μια εισήγηση στελεχών των μυστικών υπηρεσιών; Να δίνει δηλαδή επίφαση νομιμότητας στην παρακολούθηση οποιουδήποτε πολίτη, δημοσιογράφου ή ακόμη και πολιτικού; Επί της ουσίας, δηλαδή, η εισαγγελέας εφετών παραδέχτηκε ότι δεν γίνεται κανένας ουσιαστικός έλεγχος προτού γίνει η επισύνδεση ενός τηλεφώνου. Ακόμη κι αν πρόκειται για το τηλέφωνο ενός ευρωβουλευτή ή πολιτικού αρχηγού. Μάλιστα, όπως επίσης έχει γραφεί, η Βασιλική Βλάχου φέρεται να έχει πει πρόσφατα ότι έχει απορρίψει περίπου 140 αιτήματα παρακολούθησης. Αν όμως υπογράφει κάθε αίτημα που φτάνει στα χέρια της με τις υπογραφές τουλάχιστον τεσσάρων παραγόντων της ΕΥΠ, τότε με ποιο κριτήριο απέρριψε αυτά τα 140; Είχαν έλλειμμα… υπογραφών;

Ολα αυτά βέβαια συμβαίνουν την ώρα που σύμφωνα με νομικούς κύκλους οι πρωταγωνιστές του σκανδάλου των υποκλοπών ενδεχομένως να έχουν ποινικές ευθύνες είτε πλημμεληματικού είτε κακουργηματικού χαρακτήρα, όπως προκύπτει από το άρθρο 38 του ν. 4624/2019 και το άρθρο 370Α του Ποινικού Κώδικα «Περί παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας». Παράλληλα άλλωστε διενεργούνται έρευνες από τη Δικαιοσύνη για όλες τις παρακολουθήσεις που έχουν αποκαλυφθεί, αν και με αργούς ρυθμούς που προκαλούν εύλογα ερωτήματα, όπως είχε αποκαλύψει το Documento.

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter