Συλλογική κατοίκηση ως λύση και όχι ουτοπία

Το μοντέλο της συλλογικής ιδιοκτησίας και της συλλογικής κατοίκησης προσπαθεί να εισαγάγει στην Αθήνα η ομάδα αρχιτεκτόνων Co-Hab Athens, σε μια προσπάθεια να υπερκεραστούν τα σημαντικά προβλήματα κατοίκησης μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων της πόλης.

Συλλογική ιδιοκτησία και συλλογική κατοίκηση. Οροι εν πολλοίς άγνωστοι στην ελληνική κοινωνία, τους οποίους η ομάδα Co-Hab Athens –αποτελείται κατά κύριο ρόλο από αρχιτέκτονες-ερευνητές– προσπαθεί τα τελευταία δύο χρόνια να υλοποιήσει. Πρόκειται για εγχείρημα το οποίο ασκείται σε μεγάλη κλίμακα σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Μολονότι στην Ελλάδα ίσως αποτελεί μια ιδέα σχεδόν ουτοπική, εντούτοις, σύμφωνα και με την ομάδα, δύναται να συντελέσει στην αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η επισφάλεια στέγης, η χαμηλής ποιότητας κατοίκηση, τα αμέτρητα άδεια σπίτια και καταστήματα, οι ελάχιστοι δημόσιοι χώροι και το «απρόσωπο» που έχουν αποκτήσει οι γειτονιές. Απαραίτητο συστατικό για την επίτευξη του φιλόδοξου αυτού σχεδίου η αυτοοργάνωση.

Μια άδεια πόλη

Η συλλογική ιδιοκτησία μπορεί να εφαρμοστεί είτε με την αξιοποίηση ήδη υπαρχόντων κτιρίων είτε με την κατασκευή νέων. Πρόκειται για εγχειρήματα που υλοποιούνται από συνεταιρισμούς. Στοχεύουν στη συγκέντρωση των μελών τους σε διαμερίσματα που θα βρίσκονται σε μια εγγύτητα μεταξύ τους, ενώ υπάρχουν κοινόχρηστοι χώροι στους οποίους επενδύουν πιο πολύ από τους ιδιωτικούς. Ως αποτέλεσμα δημιουργούνται μικρές κοινότητες, με έντονο το στοιχείο της σύνδεσης των κατοίκων τους, που μπορεί να επιφέρουν και εργασιακή ανάπτυξη. Οι μικρές αυτές κοινότητες βασίζονται στην οικονομία κλίμακας, «αφού όσο περισσότεροι είναι οι κάτοικοι τόσο πιο οικονομική γίνεται η διαβίωσή τους», όπως ανέφερε στο Documento η Κωνσταντίνα Θεοδώρου, αρχιτέκτονας και μέλος του Co-Hab Athens. Στο εξωτερικό πρόκειται για προγράμματα που συνήθως υλοποιούνται προκειμένου να αντιμετωπιστεί η έλλειψη κτιρίων. Στην Ελλάδα όμως η συλλογική ιδιοκτησία θα μπορούσε, σύμφωνα με το Co-Hab Athens, να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση σωρείας αστικών προβλημάτων.

«Σε μια απογραφή που πραγματοποιήθηκε το 2011 φάνηκε ότι το 30% των κτιρίων στον Δήμο Αθηναίων ήταν κενά. Μπορεί αυτό το νούμερο πλέον να μην είναι πραγματικό, αφού στο ενδιάμεσο πολλά από αυτά έχουν γίνει Airbnb, ενώ άλλα είναι δεύτερες κατοικίες και χρησιμοποιούνται περιστασιακά. Βέβαια, αυτό το ποσοστό ακόμη και στο μισό να το κατεβάσεις είναι τεράστιο για μια πόλη. Δεν μπορεί να υπάρξει έτσι μια εύρυθμη λειτουργία» αναφέρει.

Η ομάδα έχει θέσει ως πεδίο έρευνας το κέντρο της Αθήνας που γνώρισε ευρεία οικοδομική ανάπτυξη μετά τον νόμο της αντιπαροχής του 1959. «Η αντιπαροχή και η οικοδομή ήταν η βασική παραγωγική βιομηχανία της Ελλάδας. Η οικοδομή έδινε δουλειά και σπίτι. Στις γειτονιές αυτές υπήρχε αγοραστικό κοινό να συντηρήσει σπίτια και μαγαζιά σε τόσο μεγάλη κλίμακα» εκτιμά. Πρόκειται για μια πραγματικότητα που πλέον έχει καταρρεύσει, με αποτέλεσμα «να χαθεί ο παραγωγικός ιστός της πόλης που στήριζε την οικονομία. Η μεσαία τάξη έχει φύγει προς τα προάστια ήδη από το 1980. Αυτό που αντικρίζεις σήμερα είναι κενά κτίρια και καταστήματα. Σχεδόν παντού βλέπεις μικρά δρομάκια με όλα τα μαγαζιά στη σειρά κλειδωμένα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ραγδαία ανάπτυξη που υπήρξε δεν ήταν εξαρχής βιώσιμη, άρα πρέπει να σκεφτούμε μια αλλαγή χρήσης. Οι καινούργιοι ένοικοι, όπως μετανάστες και πρόσφυγες, δεν μπορούν να συντηρήσουν χώρους τέτοιας έκτασης, με αποτέλεσμα να διατηρούν μαγαζιά μόνο σε συγκεκριμένες περιοχές».

Αστικά προβλήματα

Αυτά δεν είναι βέβαια τα μόνα αστικά προβλήματα που ενυπάρχουν στο κέντρο της Αθήνας: «Ιδιαιτέρως σοβαρό είναι το ζήτημα της ενεργειακής φτώχειας, όπου ακόμη και σε πιο πλούσιες περιοχές του κέντρου, όπως το Κολωνάκι, δεν υπάρχει θέρμανση. Αλλωστε, όταν τα μισά διαμερίσματα σε μια πολυκατοικία είναι άδεια, γιατί να πληρώσεις θέρμανση για τα υπόλοιπα μισά;». Συγχρόνως υπάρχουν και τα κοινωνικά προβλήματα: «Ανεργία, φτώχεια, δυσκολία κάλυψης των ενοικίων, “κόκκινα” δάνεια, που οδηγούν σε επισφάλεια στέγης» αλλά και έλλειψη υποδομών «που επίσης υπήρχε προ κρίσης. Δεν υπάρχουν χώροι για ηλικιωμένους και παιδιά, ούτε έχουν προβλεφθεί κέντρα γειτονιάς όπως στο εξωτερικό. Είναι κάτι που λείπει πολύ από την Αθήνα».

Ακόμη τίθεται το ζήτημα του προσφυγικού. «Οι καταλήψεις για τη στέγαση των προσφύγων, που καλώς έγιναν και έλυσαν το πρόβλημα, δεν αποτελούν μόνιμη λύση για το μέλλον. Επειδή αυτοί οι άνθρωποι φαίνεται ότι θα μείνουν εδώ για χρόνια, αφού ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, θα πρέπει να αναζητήσουμε μια λύση για το μέλλον. Ακόμη και το πρόγραμμα του ΟΗΕ που καλύπτει τα ενοίκια για τους πρόσφυγες δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα υπάρχει». Απέναντι σε όλα αυτά τα προβλήματα, «εμείς παρέχουμε μια πρόταση, που αν δεν είναι για τώρα, τουλάχιστον θα μπορεί να αξιοποιηθεί στο μέλλον».

«Ζηλεύεις τις συνεργατικές κατοικίες του εξωτερικού»

Τα παραδείγματα αντίστοιχων συνεργατικών εγχειρημάτων που ήδη υλοποιούνται στο εξωτερικό είναι πολλά. «Στη Ζυρίχη είναι αρκετά εκτεταμένο το δίκτυο των εγχειρημάτων συλλογικής κατοικίας, σε κάποια από τα οποία μείναμε. Οι συνθήκες που επικρατούν εκεί είναι αυτό ακριβώς που δεν φανταζόμαστε εμείς ως συλλογική ιδιοκτησία. Τα κτίρια είναι πολυτελή και πραγματικά τα ζηλεύεις» επισημαίνει. Αυτά τα εγχειρήματα «βασίζονται στους συνεταιρισμούς. Ο συνεταιρισμός μπορεί να αποτελείται από 500 μέλη. Στο κτίριο δεν μένουν όλοι αλλά ένα ποσοστό εξ αυτών. Τα υπόλοιπα μέλη συμμετέχουν με την προοπτική να κατοικήσουν μελλοντικά όταν θα φτιαχτεί ένα άλλο κτίριο, αφού αυτά τα δίκτυα συνεχώς αναπτύσσονται. Στη Ζυρίχη, όπου υπάρχει μεγάλο ιστορικό συνεργατικών κατοικιών, μέσα στα επόμενα χρόνια στόχος είναι το 33% των οικημάτων θα πρέπει να είναι συνεργατικές κατοικίες».

Στο ερώτημα γιατί κάποιος να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο σχέδιο, καταθέτοντας μάλιστα και αρχικό κεφάλαιο, η κ. Θεοδώρου απαντά ότι «επειδή έτσι εξασφαλίζεις πως κανείς δεν θα σε πετάξει έξω από το σπίτι σου όσο είσαι λειτουργικός μέσα στον συνεταιρισμό. Γλιτώνεις δηλαδή το να κουβαλάς για όλη σου τη ζωή το “βάρος” ενός σπιτιού που δυσκολεύεσαι να αποπληρώσεις και να διατηρήσεις. Ακόμη, όταν θες μπορείς να φύγεις και να πάρεις πίσω το μερίδιο που είχες δώσει και σε καθιστούσε ιδιοκτήτη-ενοικιαστή». Ενα σημαντικό ποσοστό του ενοικίου «καταλήγει στο ταμείο αλληλεγγύης, μέσω του οποίου μπορεί να εξασφαλιστεί οικονομική κάλυψη για κάποιο χρονικό διάστημα σε όποιον δεν μπορεί να αποπληρώσει το ενοίκιό του. Κυριότερα όμως, το ταμείο χρηματοδοτεί την επέκταση του δικτύου μέσω της κατασκευής και άλλων κτιρίων».

Το μοντέλο που η ομάδα επιδιώκει να φέρει στην Αθήνα είναι αντίστοιχο με της Γερμανίας, όπου «αγοράζουν τα υπάρχοντα κτίρια. Κι εμείς κάπως έτσι θα κινούμασταν και με κάποιες μετατροπές θα μετατρέπαμε τα κτίρια σε συλλογική κατοικία». Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την κ. Θεοδώρου, υπάρχουν εργαλεία για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, «όπως η ενοποίηση όλων των ακάλυπτων και η δυνατότητα ενοποίησης οριζόντιων ιδιοκτησιών, να ενώσεις δηλαδή δύο διαμερίσματα και να διαμορφώσεις μια νέα ιδιοκτησία, προκειμένου να δημιουργηθούν μεγαλύτεροι κοινόχρηστοι χώροι. Πρόκειται για εργαλεία που δεν έχουν αξιοποιηθεί».

«Μεικτή κοινωνική διαστρωμάτωση»

Οπως αναφέρει η κ. Θεοδώρου, η δομή αυτού του εγχειρήματος «ιδανικά δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει αποκλειστικά συγκεκριμένο κόσμο, όπως νέους και καλλιτέχνες, που είναι περισσότερο υποψιασμένοι με την ιδέα. Οπως συμβαίνει δηλαδή στη Ζυρίχη, όπου περίπου το 50% των κατοίκων συνεργατικών κατοικιών είναι οικογένειες. Επιδιώκουμε δηλαδή κάτι σύνθετο και πολυποίκιλο, όπως εντοπίζεται στην αθηναϊκή πολυκατοικία: μια μεικτή κοινωνική διαστρωμάτωση».

«Προς το παρόν όσοι έχουν επικοινωνήσει μαζί μας είναι νέοι που έχουν ζήσει στο εξωτερικό και έχουν έρθει σε επαφή με τη συλλογική κατοικία. Αρκετοί δεν καταλαβαίνουν τι ακριβώς προτείνουμε. Τους έρχεται στο μυαλό το κοινόβιο. Είναι δύσκολο να πείσεις κόσμο που δεν έχει καμία εμπειρία συλλογικής ιδιοκτησίας –υπάρχει και είναι θεσπισμένη στο εξωτερικό– να συμμετάσχει. Ειδικά από τη στιγμή που δεν υπάρχει εμπιστοσύνη σε θεσμούς, τράπεζες, κράτος, ακόμη και μεταξύ τους, να μπουν σε ένα εταιρικό –ουσιαστικά– σχήμα και να δεσμευθούν να ζήσουν μακροχρονίως μαζί. Είναι άθλος μεγάλος και μακροχρόνιος». Αθλος που για να υλοποιηθεί «απαιτούνται χρόνια εκπαίδευσης προκειμένου να απαλλαγούμε από τη νοοτροπία ότι η ατομική ιδιοκτησία είναι το παν. Πιστεύω όμως ότι αυτό θα ξεκινήσει από τη νέα γενιά που έχει φύγει στο εξωτερικό και έχει αποκτήσει άλλες εμπειρίες, καθώς και από τους πρόσφυγες, ενός πληθυσμού “σε εκκρεμότητα”».

Πρόκειται παράλληλα για ένα εγχείρημα που «θα μπορούσε να ενδιαφέρει όσους έχουν μεν ένα σπίτι, αλλά γερνώντας βλέπουν ότι η προοπτική να μείνουν μόνοι τους σε ένα διαμέρισμα, σε μια πολυκατοικία όπου τα περισσότερα διαμερίσματα είναι άδεια δεν τους θέλγει. Αποτελεί μια λύση για τα γεράματα που δεν εμπεριέχει ιδρυματικό χαρακτήρα». Η εν λόγω πρόταση, σύμφωνα με την κ. Θεοδώρου, ήταν μεταξύ των θεματικών συζητήσεων που έτυχαν θερμής υποδοχής από την Πρωτοβουλία Κατοίκων Εξαρχείων, με την οποία το Co-Hab Athens έχει συστήσει ένα εργαστήριο για τη συλλογική κατοικία.

«Ριζοσπαστική πρόταση»

Από την έρευνα της ομάδας έχει διαπιστωθεί ότι «δεν μπορεί να προσφερθεί χαμηλότερο ενοίκιο, όπως συμβαίνει στα αντίστοιχα εγχειρήματα του εξωτερικού, λόγω της υψηλής φορολογίας, της έλλειψης χρηματοδοτικών εργαλείων και των δανείων που είναι δύσκολο να αποκτηθούν. Στο εξωτερικό βοηθάει το κράτος, υπάρχουν ευνοϊκά δάνεια, κάποιοι δήμοι παραχωρούν οικόπεδα με ευνοϊκούς όρους για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στην Ελλάδα δεν έχουμε αντίστοιχα βοηθήματα». Οπότε από τη στιγμή που δεν θα υπάρχει –τουλάχιστον προς το παρόν– κοινωνικό ενοίκιο, «θα προσφέρονται υποδομές, όπως ταράτσα, κήπος, κοινόχρηστοι χώροι. Στόχος είναι να δημιουργηθεί ένα σύμπλεγμα ενός οικοδομικού τετραγώνου ή μιας γειτονιάς που θα διαθέτει και κάποιους ελεύθερους χώρους, προκειμένου να συναντιούνται οι άνθρωποι». Ακόμη, επειδή πρόκειται για σχέδιο το οποίο στηρίζεται στην αλληλέγγυα οικονομία, «θα υπάρχει πρόβλεψη και για εργασιακούς χώρους, που επιβάλλεται να υπάρχουν. Αλλωστε οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πού να μείνουν. Το ζήτημα είναι ότι δεν εργάζονται, γι’ αυτό και οφείλαμε να έχουμε μια συνολική πρόταση για κατοικία και ανεργία».

«Πρόκειται για μια ιδέα ανατρεπτική στη ρίζα της, επειδή καταργείται η ατομική ιδιοκτησία» συμπλήρωσε η κ. Θεοδώρου, η οποία τόνισε ότι «επειδή είμαστε ερευνητική ομάδα, μας ενδιαφέρει η υλοποίηση αυτού του πιλοτικού μοντέλου από ανθρώπους που θα στήσουν το εγχείρημα και θα θέλουν να κατοικήσουν εκεί. Αλλωστε η αρχή τέτοιων εγχειρημάτων είναι η αυτοοργάνωση και όχι να σου το φέρουν έτοιμο. Στόχος είναι ακόμη η αγορά ακινήτων προκειμένου να αποτρέψουμε μια μελλοντική κτηματομεσιτική κερδοσκοπία, να προστατεύσουμε τα ακίνητα και τη γη»