Συνέντευξη με τον Σύρο ουτίστα Ζιάντ Ρατζάμπ

Ο μουσικός, δεξιοτέχνης στο ούτι και οργανοποιός Ζιάντ Ρατζάμπ, σύγχρονος πρόσφυγας από τη Συρία, είναι ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς της ανατολικής παράδοσης που ζει στη χώρα μας.

Γεννήθηκε στο Χαλέπι τη δεκαετία του ’60. Το 1988 ήρθε οικειοθελώς στην Ελλάδα και επέλεξε να ζήσει στη Θεσσαλονίκη. Το παίξιμό του ξεχώρισε αμέσως και κέρδισε τον θαυμασμό των συναδέλφων του ήδη από τις αρχές του ’90 όταν δημιούργησε το πρώτο του μουσικό σχήμα. Θεωρείται μια ιδιαίτερη φιγούρα σύγχρονου ουτίστα με βίο ασκητικό. Εχει στο ενεργητικό του δύο προσωπικούς δίσκους και πολλές με Ελληνες και ξένους καλλιτέχνες. Ασχολείται συστηματικά με τη διδασκαλία και την οργανοποιία. Η νόμιμη πολιτογράφησή του στην Ελλάδα συμπίπτει τυχαία με την καθιέρωση της Παγκόσμιας Μέρας Προσφύγων το 2000 – δώδεκα χρόνια μετά τη μόνιμη μετεγκατάστασή του στη χώρα.

Ο πρώτος του δίσκος κυκλοφόρησε τότε με τίτλο «Mawjet tarab» (Κύμα έκστασης), βλαστός των αναζητήσεων που κουβαλά από παιδί. Τα επόμενα χρόνια αφοσιώθηκε στην οργανοποιία, μια τέχνη που ασκεί μέχρι σήμερα, ως ξακουστός οργανοποιός που κατασκευάζει αποκλειστικά ούτια.

Τα πρώτα ακούσματα στο Χαλέπι 

«Οταν ήμουν μικρό παιδί, νόμιζα ότι οι άνθρωποι γεννιούνται ουτίστες» αφηγείται στο Documento, ενώ κρατάει στα χέρια του ένα ούτι που μόλις έχει ολοκληρώσει την κατασκευή του και του περνά χορδές. Μεγάλωσε στο Χαλέπι, φημισμένο μουσικό σταυροδρόμι της Δυτικής Ασίας, σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που καθημερινά πλημμύριζε με τις ντόπιες χαλεπιανές μουσικές παραδόσεις. Η μητέρα και η γιαγιά του έπαιζαν ούτι. «Η γιαγιά μου έπαιζε συνέχεια. Το είχε πάντα στημένο. Πήγαιναν και οι φίλες της, παίζανε και τραγουδούσαν. Τις άκουγα και μαγευόμουν. Νόμιζα ότι έτσι γεννιούνται οι άνθρωποι. Τα τραγούδια αυτά τα ’χω στα αυτιά μου. Είχα προσπαθήσει να παίξω και εγώ, αλλά δεν τα κατάφερνα. Μια μέρα ήρθε επίσκεψη ένας θείος μου και μου λέει: “Για να δούμε, μπορώ να παίξω κι εγώ”; Επιασε το ούτι και έπαιξε ένα απλό κομμάτι, αλλά το ’παιξε! Και εγώ μάσησα! Σκέφτηκα ότι αυτός έτσι γεννήθηκε. Ουτίστας». Ηταν μόλις 6 χρόνων και πεισμένος πως το ούτι κυλά στο αίμα των ανθρώπων.

Η σχέση του με τον θαυμαστό κόσμο της μουσικής ήταν αναπόφευκτη. Η μακρά περίοδος της μαθητείας του ξεκινά στην εφηβεία, όταν γύρω του κυριαρχούσε η αιγυπτιακή ποπ. Η γιαγιά είχε πεθάνει, αλλά το ούτι υπήρχε. Οταν συνειδητοποίησε ότι ο μουσικός δεν γεννιέται ξέροντας να παίζει ούτι, η μητέρα του έγινε η πρώτη του δασκάλα. «Δεν ήξερα ακόμα ότι θα γίνω μουσικός, αλλά γνώριζα ότι μπήκα κάπου που δεν ήθελα να βγω. Και δεν βγήκα» εξηγεί. Ακολούθησαν μαθήματα με έναν δάσκαλο στο σπίτι, ενώ υστερα από εντατική μελέτη δικτυώθηκε με τους μουσικούς του Χαλεπιού και από το 1983 δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά. Αργότερα μαθήτευσε κοντά σε έναν ιδιόμορφο δάσκαλο, τον ουτίστα Rashid Al Sufi, κοινωνό μιας πολυπολιτισμικής κληρονομιάς που αποτελεί το υψηλότερο σημείο της μαθητείας του στο ούτι.

Εκείνα τα χρόνια στο Χαλέπι ήταν άγρια για έναν νέο. «Πήγαινες να απελευθερωθείς από την οικογένεια, να κάνεις πράγματα που θες και ερχόσουν αντιμέτωπος με τα όρια μιας συντηρητικής κοινωνίας». Ετσι αποφάσισε να φύγει. «Εσωτερικό είναι αυτό το ταξίδι. Βλέπεις πολύ στενά τη ζωή, αν μείνεις μόνο σε αυτά που σε διδάσκει το περιβάλλον που μεγάλωσες». Οι συνθήκες που επικρατούσαν του έδωσαν το κίνητρο. «Ηθελα να γνωρίσω έναν άλλο κόσμο. Και δεν καταλαβαίνω γιατί όταν γεννιέται κάποιος σε ένα μέρος, θα πρέπει να μείνει εκεί;».

Τα δύσκολα χρόνια του ερχομού στην Ελλάδα

Ενα κομμάτι στον δεύτερο δίσκο του «The long trail of immigration» (2010) έχει τίτλο «Τα λιμάνια της ελευθερίας». Αν και το έγραψε πριν από το μεγάλο προσφυγικό κύμα περιγράφει: «Φανταζόμουν έναν μετανάστη να έρχεται από τη θάλασσα και να βλέπει ένα λιμάνι εκεί που έχει ονειρευτεί την ελευθερία του. Μπορεί να μην είναι ένα πραγματικό λιμάνι, ούτε να υπάρχει θάλασσα. Η ελευθερία είναι μια έννοια με ευρύτητα. Είναι μια εξωτερική αλλά και μια εσωτερική κατάσταση που δεν περιγράφεται εύκολα».

Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα ήταν δύσκολα, κυρίως όσο αφορά τη δαιδαλώδη γραφειοκρατία για τη μόνιμη εγκατάστασή του στη χώρα. «Η Ελλάδα ήταν από τις λίγες χώρες που τότε έδιναν εύκολα βίζα στους Σύριους και έχει ήλιο». Αργότερα όμως σκέφτηκε ότι αν πήγαινε στη Σουηδία, θα ήταν μάλλον πιο εύκολη η ζωή του. Το γιατί είναι κατηγορηματικό: «Το κράτος ήταν ρατσιστικό. Με “σκίσανε” μέχρι να πάρω την ελληνική υπηκοότητα και να ζήσω εδώ αξιοπρεπής». Μπορεί οι νόμοι να είναι ξεκάθαροι, αλλά «καθένας που έχει τη συγκεκριμένη εξουσία αποφασίζει ποιος θα πάρει και ποιος όχι υπηκοότητα» αναφέρει γυρνώντας τον χρόνο πίσω.

Με την κοινωνία αντιμετώπισε μόνο «κάποια αγαθά περιστατικά», όπως λέει χαρακτηριστικά. Ισως γιατί την εποχή που ήρθε όλοι ήταν πιο δεκτικοί στους ξένους. Ισως εξαιτίας των ανθρώπων που κυρίως συναναστράφηκε ως μουσικός. Ο ρατσισμός «είναι μια μάσκα που βάζουμε από φόβο όταν δεν γνωρίζουμε τον άλλον, τον ξένο. Πέφτει όμως αμέσως όταν τον γνωρίσουμε. Αυτό είναι κάτι που βίωσα». Δυστυχώς πια πολύ εύκολα συνδυάζεις στο μυαλό σου τους ανθρώπους με ιδιότητες. «Αλβανός: κλέφτης και εγκληματίας, μουσουλμάνος: τρομοκράτης, Τούρκος: αυτό, Ισραηλινός: το άλλο. Και αυτό γίνεται με σύστημα, ώστε ο φόβος να μεγαλώνει. Κάθε κοινωνία έχει τους δικούς της εχθρούς. Τους χρειάζεται».

Για τη “μόδα”, όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος το φαινόμενο του τρομοκράτη που τώρα είναι ο μουσουλμάνος, συμπληρώνει στα λεγόμενά του: «Ο ίδιος μουσουλμάνος ήταν και πριν από είκοσι χρόνια, αλλά δεν ήταν τρομοκράτης. Δεν λέω ότι δεν διαπερνά μια ακραία ριζοσπαστική τάση τις μουσουλμανικές κοινωνίες σήμερα – αυτή η κοινωνία πλέον είναι άρρωστη. Αυτό που λέω είναι ότι κάποιοι εκμεταλλεύονται τους πιστούς. Ο μουσουλμανισμός σήμερα μοιάζει να δανείζεται σκοταδιστικά στοιχεία από τον δυτικό Μεσαίωνα».

Οσον αφορά το διάταγμα Τραμπ, συμφωνεί ότι δεν ήταν έκπληξη αυτό που συνέβη και θεωρεί ότι το χειρότερο είναι πως «υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έλκονται από αυτή την ιδέα». Πιστεύει ότι τα φοβικά σύνδρομα είναι πάντα καταστροφικά. «Μια κοινωνία δεν μπορεί να μην ανταλλάσσει τις ιδέες της με άλλες ιδέες. Αλλιώς δεν προχωράμε. Η Ιστορία μάς έχει διδάξει ότι οι χώρες που έκλεισαν τα σύνορά τους κατέρρευσαν». Ισχυρίζεται ότι ο σύγχρονος κόσμος δεν μπορεί και δεν θέλει να υπάρξει χωρίς μετανάστες, ούτε χωρίς τρομοκράτες, και εξηγεί: «Το σύγχρονα δυτικά κράτη θέλουν τα φτηνά εργατικά χέρια ή το μυαλό του φτωχού μετανάστη απ’ όπου και αν κατάγεται. Από την άλλη, με την προσφυγική ροή τα κράτη δικαιολογούν όλο αυτό τον στρατό και τις υπηρεσίες ασφάλειας που συντηρούν, γιατί ο πρόσφυγας είναι ο “εχθρός”».

INFO

Ο ουτίστας Ζιάντ Ρατζάμπ συναντά τον σαξοφωνίστα Τζέιμς Γουίλι, διεθνή περφόρμερ από τη Νέα Ζηλανδία που εγκαταστάθηκε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη, στις «Χαμένες πόλεις» του τελευταίου, μια σύνθεση με εικόνες και ήχους για την κυκλικότητα της ζωής, τη σύγχυση και την τύφλωση που βιώνουν οι άνθρωποι απέναντί της. Στο 1ο Φεστιβάλ Ανήσυχων Ηχων, Κυριακή 26 Φεβρουαρίου, ΟΜΜΘ

Ετικέτες