Συνεπιμέλεια: Πίσω στον Μεσαίωνα για χάρη ποιων;

Ένα ισχυρό λόμπι νίκησε στο νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια, με την κοινωνία να ακούει ότι ο κακοποιητής γονιός είναι και καλός!

Η άποψη του βουλευτή της ΝΔ Γιάννη Λοβέρδου ότι ένας κακοποιητικός σύζυγος μπορεί να είναι ταυτόχρονα καλός γονιός και να έχει δικαίωμα στη συνεπιμέλεια φαίνεται ότι γίνεται αποδεκτή από όσους ψήφισαν εντέλει το επίμαχο νομοσχέδιο, εξυπηρετώντας ουσιαστικά όχι τους πραγματικά καλούς μπαμπάδες-θύματα ενός κακού διαζυγίου, αλλά ένα κλειστό ύποπτο λόμπι με βαριά χρηματοδότηση, το οποίο άσκησε πιέσεις και στο τέλος κατάφερε να ανταμειφθεί.

Από την ώρα άλλωστε που η ΝΔ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας έδειξε τις προθέσεις της αναφορικά με τις έμφυλες σχέσεις, αρχικά με τη μετονομασία της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων σε Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων και τη μεταφορά της στο υπουργείο Εργασίας, αλλά και με την εξαγγελία επιδόματος στις γυναίκες που γεννούν πριν συμπληρώσουν τα 30 τους χρόνια.

Στα παραπάνω ήρθε να προστεθεί και η υποχρεωτική συνεπιμέλεια. Ένα νομοσχέδιο που κατατέθηκε υπό αδιαφανείς διαδικασίες, καθώς επί μήνες διέρρεαν μόνο τμήματά του χωρίς να ακολουθείται η τυπική διαδικασία, ενώ αποκλείστηκαν από τον διάλογο επιστημονικοί φορείς, φεμινιστικές συλλογικότητες και οργανώσεις και στη θέση τους βρέθηκαν λόμπι, όπως αυτό των «Ενεργών Μπαμπάδων», τα οποία μάλιστα διαμόρφωσαν με τις θέσεις τους την ατζέντα.

Λέγοντας ανερυθρίαστα ψέματα το αρμόδιο υπουργείο Δικαιοσύνης ανέφερε στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου ότι υπήρξε διαβούλευση με το σωματείο γυναικείων δικαιωμάτων Το ΜΩΒ, το Ελληνικό Δίκτυο για τη Φεμινιστική Απεργία 8ης Μάρτη, αλλά και την Παιδοψυχιατρική Εταιρεία.

Την ίδια ώρα, την κριτική ότι το νομοσχέδιο ερχόταν σε αντίθεση με τις διατάξεις της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης έρχεται να επικυρώσει με έκθεσή της και η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής.

Εσωκομματικές ρωγμές

«Ήρθαν στην ακρόαση φορέων απίθανες οργανώσεις, υπήρξαν τρομερές διαφημίσεις υπέρ του νομοσχεδίου, που σημαίνει πολύ χρήμα» κατήγγειλε η Μαριέττα Γιαννάκου, η οποία εξέφρασε την αντίθεσή της στο εν λόγω νομοσχέδιο και δεν το ψήφισε. Η ίδια σημείωσε ότι το νομοσχέδιο δεν είναι πιστό στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών και τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.

Ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας, σε μια σεξιστική απάντηση, σημείωσε ότι οι θέσεις που εξέφρασαν η Μαρ. Γιαννάκου αλλά και η Ολγα Κεφαλογιάννη, που επίσης δεν ψήφισε το νομοσχέδιο, «προέρχονται από προσωπικά βιώματα» και ξεκαθάρισε ότι «η νομοθέτηση δεν γίνεται με προσωπικά βιώματα και πρέπει να το καταλάβουνε».

Την αντίθεσή τους σε άρθρα του νομοσχεδίου εξέφρασαν και ο βουλευτής Μανούσος Βολουδάκης και ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης και αντιπρόεδρος της Βουλής Χαράλαμπος Αθανασίου.

Απέκρυψαν έκθεση του ΟΗΕ

Σφοδρές ήταν και οι αντιδράσεις από την πλευρά της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), της Περιφερειακής Ενωσης Δήμων Αττικής αλλά και από άλλους φορείς και συλλογικότητες, ανάμεσά σε αυτούς και ο ΟΗΕ.

Στην έκθεσή του ο ΟΗΕ μεταξύ άλλων αναφέρει ότι «αυτός ο νόμος, αν τεθεί σε ισχύ, θα μπορούσε να εκθέτει σε αυξημένο κίνδυνο θύματα ενδοοικογενειακής βίας στο πλαίσιο της κοινής επιμέλειας», ενώ στην επιστολή γίνεται αναφορά στο άρθρο 5, κατά το οποίο, όπως σημειώνει ο οργανισμός, δεν προβλέπεται επαρκής εξέταση εάν ένα παιδί κινδυνεύει από ενδοοικογενειακή βία από έναν από τους γονείς ούτε περιλαμβάνει κάποια αναφορά στον κίνδυνο κακοποίησης ενός γονιού ή συντρόφου από τον άλλο.

Σχετικά με το άρθρο 7 ο ΟΗΕ διατυπώνει αντιρρήσεις στη βάση των κινδύνων να υποστούν διακρίσεις οι γυναίκες, ενώ αντίστοιχα στο άρθρο 11 θεωρεί προβληματική την αναφορά της διευρυμένης οικογένειας του ενός γονιού ως πλευρά της εξέτασης του συμφέροντος του παιδιού. Παράλληλα, επισημαίνεται ότι το άρθρο 14 δεν περιέχει εγγυήσεις για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ ο ΟΗΕ ζήτησε από τον Κ. Τσιάρα να κοινοποιήσει την έκθεση στο κοινοβούλιο, αυτή έγινε γνωστή μόνο όταν τη δημοσίευσε ύστερα από 48 ώρες ο ίδιος ο οργανισμός.

Λόμπι και χρηματοδότηση

Το βασικό ερώτημα όμως παραμένει. Για χάρη ποιων η κυβέρνηση διαμόρφωσε το νέο οικογενειακό της «δίκαιο»;

«Δεν έχει σημασία ποιος έχει δίκιο αλλά ποιο είναι το δίκαιο για τα παιδιά»: αυτό είναι ένα από τα βασικά σλόγκαν των Ενεργών Μπαμπάδων. Είναι η οργάνωση που πρωτοστάτησε υπέρ του νομοσχεδίου, με πολλές και ακριβές διαφημίσεις και πολλές εκδηλώσεις.

Κατ’ αυτούς λοιπόν δεν έχει σημασία ποιος από τους δύο γονείς έχει δίκιο. Αρα δεν έχει σημασία ποιος έχει υπάρξει θύμα κακοποίησης, ποιος έχει δεχτεί σωματική, ψυχολογική, λεκτική ή οικονομική βία, ποιος έχει χειραγωγηθεί, ποιος έχει αντιμετωπίσει την αδιαφορία ή την απουσία του άλλου προσπαθώντας να προστατεύσει το παιδί από ένα τοξικό περιβάλλον, γιατί πια με την υποχρεωτική συνεπιμέλεια ξαφνικά όλες αυτές οι συμπεριφορές θα εκλείψουν και θα αντικατασταθούν από υπευθυνότητα, κλίμα συνεργασίας και αμοιβαίες υποχωρήσεις.

Παράλληλα, το συγκεκριμένο λόμπι προσπαθεί μετά μανίας να πείσει ότι η ιδιότητα του συζύγου και η ιδιότητα του πατέρα είναι δυο απολύτως ξεχωριστές ιδιότητες που η μία δεν επηρεάζει την άλλη. Ο,τι ακριβώς είπε δηλαδή ο Γ. Λοβέρδος.

Ταυτόχρονα προσπαθεί να καλλιεργήσει το σεξιστικό πρότυπο της γυναίκας που θέλει να εκδικηθεί τον πρώην σύζυγό της εργαλειοποιώντας ακόμη και τα παιδιά της, αποδυναμώνοντας έτσι την αξιοπιστία της όποιας καταγγελίας κακοποιητικής συμπεριφοράς και αποσιωπώντας μια σκληρή πραγματικότητα που περιλαμβάνει αδιάφορους πατεράδες που δεν καταβάλλουν καν την τυπική διατροφή, ενώ παραμένουν απόντες από τη ζωή του παιδιού.

Όλγα Κεφαλογιάννη – Βουλεύτρια Α΄ Αθηνών, πρώην υπουργός Τουρισμού

«Αλλοιώνεται ο παιδοκεντρικός χαρακτήρας του οικογενειακού δικαίου»

Μια σειρά κρίσιμων ερωτημάτων τέθηκαν εξαρχής με το νομοσχέδιο της «συνεπιμέλειας». Ενισχύεται το συμφέρον του παιδιού; Προστατεύεται; Η απάντηση είναι «δυστυχώς όχι». Διότι το νομοσχέδιο αυτό έχει γραφτεί σαν να απευθύνεται στον ένα γονέα. Αυτόν με τον οποίο δεν διαμένει το παιδί, ακόμη και όταν δεν ρυθμίζει ζητήματα που τον αφορούν άμεσα. Και το ερώτημα που τίθεται πάλι είναι αν αλλοιώνεται έτσι ο παιδοκεντρικός χαρακτήρας του οικογενειακού δικαίου.

Και η απάντηση είναι ότι δυστυχώς αλλοιώνεται. Η υποχρέωση της «προηγούμενης ενημέρωσης του άλλου γονέα» θα αυξήσει τις προστριβές των γονέων και στις περιπτώσεις διαφωνίας τους θα βρεθεί σε αδιέξοδο η ίδια η καθημερινότητα του παιδιού. Ακόμη πιο σοβαρό πρόβλημα δημιουργεί η διάταξη που προβλέπει ότι «οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα».

Το χειρότερο, όμως, όλων εδώ είναι ότι με τον όρο «εξίσου» ανοίγει ο δρόμος της οριζόντιας αντιμετώπισης όλων των παιδιών. Γιατί, όπως γνωρίζουμε πολύ καλά, η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού αναφέρει ρητώς ότι το συμφέρον του παιδιού δεν έχει στεγανά και εξειδικεύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Για την πρόβλεψη τώρα της οριστικής καταδίκης για

αδικήματα κακοποίησης ως περίπτωσης κακής άσκησης γονικής μέριμνας, αυτό σημαίνει ότι το παιδί θα παραμένει εκτεθειμένο στη γονική μέριμνα ενός κακοποιητικού γονέα για χρόνια. Με βάση τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, σαφείς ενδείξεις άσκησης βίας αποτελούν και πιστοποιητικά νοσοκομείου ότι υπήρξε κακοποίηση. Και αυτό είναι ένα τεράστιο ζήτημα που θα το βρούμε πολύ σύντομα μπροστά μας.

Τελικά είναι μεταρρύθμιση αυτό το νομοσχέδιο; Όχι, δεν είναι μεταρρύθμιση. Δεν νοείται μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου με γονεοκεντρικά κριτήρια. Μιλάμε για τα παιδιά και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε.

Παύλος Χρηστίδης – Εκπρόσωπος Τύπου Κινήματος Αλλαγής

«Δεν αποτελεί μεταρρύθμιση, απορρύθμιση θα γίνει»

Στο θέμα του οικογενειακού δικαίου στηριχτήκαμε πάντα σε δύο βασικές αρχές: την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών και την ισότητα των δύο φύλων.

Είμαστε εμείς που προχωρήσαμε στις μεγάλες τομές, τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο οικογενειακό δίκαιο. Πρώτα με τον νόμο 1329/1983 με τον οποίο αντικαταστάθηκε η «πατρική εξουσία» με τη γονική μέριμνα. Ήρθε επιτέλους το παιδί στο προσκήνιο. Από «περιουσιακό στοιχείο» των γονιών, και ιδίως του πατέρα, αναγορεύτηκε σε κεντρικό στοιχείο της φιλοσοφίας της νομοθεσίας και έτσι πρέπει να παραμείνει, για να μην υπάρξει τεράστια οπισθοδρόμηση με τον νόμο που ψηφίστηκε.

Στη συνέχεια με τον ν. 2247/1996, που εισήγαγε σε ειδικά τμήματα των δικαστηρίων τις υποθέσεις οικογενειακού δικαίου, προσπάθεια που δεν ολοκληρώθηκε με ευθύνη και της ίδιας της Δικαιοσύνης, αφού δεν στελεχώθηκαν αυτά με ειδικά εκπαιδευμένους δικαστές. Μεταρρυθμίσεις που φέρουν την υπογραφή του ΠΑΣΟΚ, για τις οποίες είμαστε περήφανοι. Ολες οι πτέρυγες της Βουλής σήμερα τις αναγνωρίζουν ως κεκτημένο της κοινωνίας μας.

Ποια είναι τα συμπεράσματα από την εφαρμογή του μέχρι σήμερα νομικού πλαισίου; Υπάρχουν προβλήματα στην πράξη;

Η δική μας απάντηση είναι ξεκάθαρη. Το ισχύον οικογενειακό δίκαιο είναι από τα πλέον προοδευτικά στην Ευρώπη ακόμη και σήμερα. Απαιτείται όμως να συμπληρωθεί το δίκαιο για τις περιπτώσεις διαφωνίας του ζευγαριού σε σχέση με το παιδί. Γι’ αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεται ολοκληρωμένη προσέγγιση και ένας έμπειρος και αξιόπιστος κριτής. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το θέμα προτείναμε την καθιέρωση του σύγχρονου θεσμού του οικογενειακού δικαστηρίου.

Αξιοποιώντας τη σχετική εμπειρία από χώρες όπου ο θεσμός αυτός εφαρμόζεται. Όπως στις ΗΠΑ, Γερμανία, Αυστραλία, Ιαπωνία. Αυτές οι ανάγκες με τον νόμο ΝΔ δεν ικανοποιούνται. Ισα ίσα. Οι ρυθμίσεις που φέρνει η κυβέρνηση όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες, αλλά κατάφερε με αυτές να προκαλέσει συγκρούσεις και να διχάσει την ελληνική κοινωνία. Αυτό το νομοσχέδιο δεν αποτελεί μεταρρύθμιση.

Απορρύθμιση θα γίνει. Θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες (και δικαστικές) διενέξεις από αυτές που υποτίθεται ότι προσπαθεί να επιλύσει. Και γι’ αυτό δεν μπαίνουμε καν στο δίλημμα που η κυβέρνηση δημιούργησε: «με τις μαμάδες ή τους μπαμπάδες». Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι το συμφέρον του παιδιού. Τα παιδιά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει και δεν μπορεί να εργαλειοποιηθούν και γι’ αυτό καταψηφίσαμε.

Λιάνα Κανέλλη – Βουλεύτρια Α΄ Αθηνών, ΚΚΕ

«Πλασαρίστηκε από γονείς με γεμάτη τσέπη»

Χειρότερο προπομπό στο άθλιο αντεργατικό νομοσχέδιο που ετοιμάζεται να καταθέσει η κυβέρνηση από αυτό για τη συνοπτικά λεγόμενη συνεπιμέλεια των τέκνων δεν μπορούσε κανείς να περιμένει.

Σε μια εποχή που δοκιμάζονται τα πάντα, ανθρώπινες σχέσεις, οικογενειακές, δικαιώματα, ελευθερίες, και τινάζονται στον αέρα εργατικές κατακτήσεις και κυρίως ο χρόνος που έχει ο καθένας μας ως δικαίωμα για να ζήσει κι όχι απλώς να επιζήσει, η κυβέρνηση φέρνει έναν νόμο που μετατρέπει τις σχέσεις γονιών – παιδιών, εντός κι εκτός γάμου, σε μια οδυνηρή κι ατέρμονη διαπραγμάτευση. Το κάνει βάζοντας το παιδί σε έναν αλγόριθμο οριζόντιο, σε μια εξίσωση μαχητού τεκμηρίου, όχι προς όφελος του αλλά προς λείανση δήθεν των αντιδικιών των ζευγαριών.

Η παρασολομώντεια λύση βλάπτει περισσότερο απ’ ό,τι ωφελεί. Οργανώθηκε και πλασαρίστηκε από γονείς με γεμάτη τσέπη, ικανούς να πληρώνουν ιδιωτικούς διαπραγματευτές, νταντάδες, αλλά και εκλεκτούς εργοδοτικών συνδικάτων. Κι αυτό γιατί ξέρουν ότι η κατάργηση του οκταώρου, η εξάρθρωση κυριολεκτικά των εργασιακών σχέσεων, δεν θα επιτρέπει να προγραμματίσει κανείς ούτε πότε θα κοιμηθεί ούτε πότε θα βρει έστω τον χρόνο να πάει στον γιατρό.

Και σε αυτές τις συνθήκες ζευγάρια που δεν θα βρίσκουν καν χρόνο κοινό να ιδωθούν θα πρέπει να ψάχνουν με κομπιουτεράκι πόσο χρόνο θα περάσουν με τα παιδιά τους σε περίπτωση χωρισμού. Πατώντας στην ανάγκη το οικογενειακό δίκαιο να συγχρονιστεί, σαράντα χρόνια μετά, με τον σημερινό κόσμο, οι αλλαγές είναι εις βάρος των παιδιών και καλμαριστικές απλώς των γονιών. Φθηνή λύση.

Γιατί αλλιώς θα απαιτούνταν οικογενειακά δικαστήρια, ειδικευμένα και εξοπλισμένα κυρίως με επιστημονικό προσωπικό, κοινωνικές δομές και υπηρεσίες συμβουλευτικές, πριν και κατά τη διάρκεια δημιουργίας οικογένειας, κι ακόμη περισσότερο μετά την ενδεχόμενη διάλυσή της. Τα μορφώματα, σαν αυτό τον νόμο, σπανίως είναι καλοήθη.

Έφη Αχτσιόγλου – Βουλεύτρια επικρατείας ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, πρώην υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης

«Ο νόμος αυτός εκθέτει το παιδί σε συγκρουσιακές καταστάσεις»

Η ΝΔ με εμμονική πολιτική συμπεριφορά προχώρησε στην ψήφιση ενός απολύτως αναχρονιστικού και αντιδραστικού νόμου για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια. Οι διατάξεις του όχι μόνο δεν προστατεύουν και δεν διασφαλίζουν το συμφέρον του παιδιού αλλά το εκπαραθυρώνουν από το επίκεντρο του οικογενειακού δικαίου.

Ο νόμος που ψήφισε η ΝΔ δεν αντιμετωπίζει το παιδί ως αυθύπαρκτη προσωπικότητα αλλά ως παρακολούθημα των γονέων, δεν το προφυλάσσει αλλά το εκθέτει σε πιθανές συγκρουσιακές καταστάσεις και το μετατρέπει σε θύμα αυτών των καταστάσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι προβλέπει οριζόντιες ρυθμίσεις και αριθμητικούς κανόνες εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει εξατομικευμένη μεταχείριση και μέριμνα.

Ουσιαστικά θεσπίζει εναλλασσόμενη κατοικία για το παιδί, καθιστώντας το εκκρεμές μεταξύ των γονέων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον ευαίσθητο ψυχισμό της παιδικής ηλικίας. Το παιδί, όμως, δεν είναι ούτε πρέπει να μετατραπεί σε μήλο της έριδος.

Ταυτόχρονα, ο νόμος παραβιάζει τα δικαιώματα των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και δεν δημιουργεί πλαίσιο ασφάλειας και προστασίας από κακοποιητικές συμπεριφορές. Τελικά αποτελεί άλλη μια βαθιά συντηρητική και οπισθοδρομική πολιτική επιλογή της κυβέρνησης της ΝΔ.

Αγγελική Αδαμοπούλου – Βουλεύτρια Α΄ Αθηνών, ΜέΡΑ25

«Μαύρη σελίδα στον νομικό μας πολιτισμό»

Το καινούργιο οικογενειακό δίκαιο είναι άλλη μια πρωτοβουλία ντροπής, από τις πολλές στις οποίες μας έχουν συνηθίσει το υπουργείο Δικαιοσύνης και η κυβέρνηση γενικώς.

Πρόκειται για νομοθέτημα το οποίο συγκρούεται σφοδρά με τις εμπεδωμένες επιστημονικές και κοινωνικές αντιλήψεις, αντιτίθεται στις διεθνείς συμβάσεις που δεσμεύουν τη χώρα και προάγουν το κράτος δικαίου και, το κυριότερο, περιφρονεί επιδεικτικά το συμφέρον του τέκνου. Γυρίζει τις πλάτες στις πραγματικές ανάγκες του παιδιού και ταυτόχρονα αδιαφορεί εντελώς για την κάλυψη των διαπιστωμένων ελλειμμάτων στον χώρο της εφαρμογής του οικογενειακού δικαίου.

Αντί να ιδρύσει ή να ενισχύσει ουσιαστικά τους απαραίτητους και ευεργετικούς «επιχειρησιακούς» θεσμούς (οικογενειακό δικαστήριο, δομές κοινωνικής μέριμνας και στήριξης οικογενειών, συμβουλευτικές υπηρεσίες), παίρνει ένα πλαίσιο άρτιο και το αλλοιώνει στον πυρήνα του. Βαδίζει στην κυβερνητική πεπατημένη της εξυπηρέτησης κάποιων ολίγων εις βάρος της συντριπτικής πλειονότητας.

Είναι βέβαιο ότι με τις καινούργιες διατάξεις η δικαστική ταλαιπωρία θα αυξηθεί εκθετικά, ενώ ορθάνοιχτη θα μείνει η πόρτα για την απαράδεκτη προοπτική της εναλλασσόμενης κατοικίας και της ισόχρονης επιμέλειας. Το ίδιο μάλιστα διαπίστωσαν και οι δύο ειδικοί εισηγητές του ΟΗΕ για την εξάλειψη των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών και για τη βία κατά των γυναικών σε επιστολή τους προς την κυβέρνηση στις 17 Μαΐου, όταν και ζήτησαν να αποσυρθούν και τα έξι άρθρα (5, 7, 8, 11, 13, και 14) που προκάλεσαν την εύλογη θύελλα αντιδράσεων.

Τέλος, θεωρώ ότι ο νόμος για τη συνεπιμέλεια καλό είναι να αποκτήσει ονοματεπώνυμο, για να μείνει χαραγμένη στη συνείδηση όλων η προέλευση του εμμονικού εξαμβλώματος που ναρκοθετεί την ψυχοσυναισθηματική ζωή και πορεία των παιδιών χωρισμένων γονιών. Ο «νόμος Τσιάρα» έγραψε μια μαύρη σελίδα όχι μόνο στον νομικό μας πολιτισμό, αλλά και στην ίδια μας την κοινωνία.

Θεόφιλος Ξανθόπουλος – Βουλευτής Δράμας, τομεάρχης Δικαιοσύνης ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ

«Εξυπηρετεί συγκεκριμένες ομάδες γονέων»

Η κυβέρνηση επέλεξε να ψηφίσει μόνη της το σχέδιο νόμου για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, έχοντας απέναντί της όλη την προοδευτική αντιπολίτευση αλλά και βουλευτές και βουλεύτριες της συμπολίτευσης. Από σήμερα στις σχέσεις γονέων και τέκνων εφαρμόζεται ο θεσμός της συνεπιμέλειας με τη μορφή της αναγκαστικής επιλογής.

Μεγάλο τμήμα της επιστημονικής κοινότητας, η ίδια η επιστημονική επιτροπή της Βουλής, ο πρόεδρος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής αλλά και φεμινιστικές και κοινωνικές οργανώσεις και το ανάλογο τμήμα του ΟΗΕ εξέφρασαν τις αντιρρήσεις τους για την πρόταση της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Η εμμονή της κυβέρνησης να θεσπίσει την «άδηλη» αναγκαστική συνεπιμέλεια, παρά τις εκφρασθείσες επιφυλάξεις και την παντελή ανυπαρξία δομών υποστήριξης δικαστών αλλά και πολιτών, αναδεικνύει την κυβερνητική αλαζονεία και επαναφέρει από την πίσω πόρτα απόψεις και θέσεις βαθιά συντηρητικές.

Έπειτα από 40 χρόνια ο εκσυγχρονισμός του οικογενειακού δικαίου και η αντιμετώπιση των προβλημάτων που ο χρόνος και οι κοινωνικές αλλαγές επισώρευσαν είναι ανάγκη. Η απαίτηση για ευρύτατες συναινέσεις στο ευαίσθητο πεδίο των σχέσεων γονέων και τέκνων είναι απαραίτητη. Η κυβερνητική «βουλιμία» να εξυπηρετήσει συγκεκριμένες ομάδες γονέων αλλά και η διάθεσή της για μονομερείς επιλογές δυναμίτισαν τις αναγκαίες συγκλίσεις.

Η εμμονική σχεδόν διάθεση του κ. υπουργού για διατήρηση της «εξίσου» άσκησης γονικής μέριμνας μετά τη διάσπαση της έγγαμης σχέσης ενισχύει, αν δεν επιβεβαιώνει, σκέψεις για «εξόφληση λογαριασμών» και υλοποίηση υποσχέσεων.

Η θέσπιση του ποσοτικού κριτηρίου του 1/3 του συνολικού χρόνου για την επικοινωνία του άλλου γονέα, η διατήρηση του δικαιώματος επικοινωνίας του κακοποιητικού γονέα με το τέκνο μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, η πιθανή καθιέρωση εναλλασσόμενης κατοικίας και το ενδεχόμενο σε βάθος χρόνου μείωσης της διατροφής αποτελούν στοιχεία της επόμενης δυστοπικής μέρας.

Ο αγώνας για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων πρέπει να είναι συνεχής, μαζικός και κυρίως αποφασιστικός. Η αντιμεταρρύθμιση ξεκίνησε, χρέος όλων μας είναι να τη σταματήσουμε.