Αδιάκοπη πίεση στις Βρυξέλλες ώστε να μην επιβληθούν υποχρεωτικοί όροι στους επιχειρηματικούς κολοσσούς για το περιβάλλον και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σε πολύ φιλόδοξη νομοθετική πρωτοβουλία –έπειτα από κωλυσιεργία δεκαετιών– σκοπεύει να προχωρήσει η ΕΕ. Στόχος είναι οι μεγάλες ευρωπαϊκές πολυεθνικές εταιρείες να υποχρεωθούν να τερματίσουν την καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων και τις περιβαλλοντικές καταστροφές εξαιτίας των δραστηριοτήτων τους.
Φυσικά, οι επιχειρηματικοί κολοσσοί, όπως αποκαλύπτεται από μελέτη του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών – που δημοσιεύεται σήμερα κατ’ αποκλειστικότητα για την Ελλάδα στο Documento– αντιτίθενται με όλες τους τις δυνάμεις στα σχέδια των Βρυξελλών, ασκώντας λυσσαλέο λόμπινγκ.
Επιδιώκουν να διατηρηθεί το υπάρχον status quo των τελευταίων δεκαετιών, βάσει του οποίου τέτοιου είδους στόχοι υποτίθεται ότι διασφαλίζονταν με… εθελοντικά μέτρα που λάμβαναν οι ίδιες – μέτρα που φυσικά δεν υλοποιούνται ποτέ, με αποτέλεσμα να έχουν καταγραφεί παγκοσμίως τεράστιες περιβαλλοντικές καταστροφές εξαιτίας των διεργασιών των ευρωπαϊκών εταιρειών. Παράλληλα προβαίνουν σε πρωτοφανείς παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, οι οποίες αφορούν ακόμη και την εργασία παιδιών-σκλάβων.
Αυτός είναι και ο λόγος που ένα από τα κυριότερα σημεία τα οποία οι πολυεθνικές επιθυμούν να μην εφαρμοστούν στην επίμαχη νομοθετική ρύθμιση είναι η πρόβλεψη να καθίστανται νομικά υπόλογες από τα θύματα αυτών των παραβιάσεων. Έτσι προτείνουν άλλα, πιο… ρεαλιστικά μέτρα. Η νομοθετική πρωτοβουλία αναμένεται να ψηφιστεί στα τέλη του 2021 και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον κατά πόσο η ΕΕ θα υποχωρήσει στο λόμπινγκ που της ασκείται.
«Απέτυχαν να προστατεύσουν περιβάλλον και δικαιώματα»
Είτε πρόκειται για αποψίλωση των δασών για φοινικέλαιο, για παιδική εργασία σε εκτάσεις κακαόδεντρων, για επιτάχυνση της κλιματικής αλλαγής εξαιτίας των βιομηχανικών διεργασιών είτε για καταχρηστικές συνθήκες εργασίας προμηθευτών κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων στη βιομηχανία μόδας, οι πολυεθνικές είναι υπεύθυνες για την καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων και περιβαλλοντικές καταστροφές από τις παγκόσμιες επιχειρηματικές τους αλυσίδες – στην πραγματικότητα κερδοσκοπούν από αυτά.
Οπως επισημαίνεται στη μελέτη του Παρατηρητηρίου, από τον Απρίλιο του 2020 ο επίτροπος Δικαιοσύνης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ντιντιέ Ρέιντερς δεσμεύτηκε σε μια νομοθετική πρωτοβουλία εκ μέρους της ΕΕ η οποία θα απαιτεί από τις ευρωπαϊκές εταιρείες να συμμορφωθούν με τη «δέουσα επιμέλεια» σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον. Με άλλα λόγια, οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα πρέπει «αποτελεσματικά να προσδιορίσουν, να αποτρέψουν, να μετριάσουν και να λάβουν υπόψη τις αρνητικές επιπτώσεις των δραστηριοτήτων τους ή των θυγατρικών, υπεργολάβων και προμηθευτών τους».
Πρόκειται για απόφαση που έρχεται έπειτα από μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην οποία διαφάνηκε ότι τα επί πολλά χρόνια εθελοντικά μέτρα «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης», τα οποία υλοποιούνται από τις επιχειρήσεις, «έχουν αποτύχει να προστατεύσουν το περιβάλλον και τα ανθρώπινα δικαιώματα».
«Κερδοσκοπούν με ατιμωρησία»
Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο, η υποχρεωτική νομοθεσία δέουσας επιμέλειας της ΕΕ θα μπορούσε να βελτιώσει δραστικά τον αντίκτυπο των πολυεθνικών στο περιβάλλον και στα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και να «παρέχει ισχυρά νομικά εργαλεία για θύματα καταχρήσεων».
Προκειμένου όμως να επιτευχτεί αυτό, «είναι επιβεβλημένο ο νόμος να καλύπτει το σύνολο των αλυσίδων εφοδιασμού των εταιρειών, να καθιστά τις εταιρείες υπεύθυνες για ζημίες (μέσω αστικών, διοικητικών και ποινικών ευθυνών), να δίνει στα θύματα πρόσβαση στα δικαστήρια των χωρών καταγωγής των πολυεθνικών, να αντιστρέφει το βάρος της απόδειξης βλάβης από τα θύματα στις εταιρείες και να περιλαμβάνει ισχυρές κυρώσεις». Επομένως δεν προκαλεί εντύπωση ότι «οι εταιρείες ασκούν πολύ έντονο λόμπινγκ προκειμένου να αποτρέψουν κάτι τέτοιο».
Τον Μάρτιο του 2021 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε μια μελέτη η οποία ζητούσε νομοθεσία που θα απαιτεί από όλες τις εταιρείες να αναλύουν τους κινδύνους για το περιβάλλον και τα ανθρώπινα δικαιώματα σε όλο το εύρος των παγκόσμιων αλυσίδων τροφοδοσίας τους, να πάρουν μέτρα προκειμένου να «τους σταματήσουν, να τους μετριάσουν και να τους αποτρέψουν, αλλά και να αντιμετωπίσουν την αστική ευθύνη για ζημίες όταν αποτυγχάνουν.
Ως αποτέλεσμα, αναμένεται σχετική νομοθετική πρόταση στα τέλη του 2021 από τη Γενική Διεύθυνση Δικαιοσύνης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει να ξεπεραστεί η ανάγκη των εταιρειών “να κερδοσκοπούν με ατιμωρησία”». Όπως αποκαλύπτεται από έγγραφα που δημοσιεύει το Παρατηρητήριο, πρόκειται για μάχη την οποία οι πολυεθνικές δεν θα αφήσουν εύκολα να χαθεί.
«Θέλουν να προστατευτούν από αγωγές»
Και μπορεί ο εμφανής… εχθρός να είναι οι μεγάλες εταιρείες που δεν κρύβουν την πρόθεσή τους να παρεμποδίσουν τον νόμο, αλλά πιο επικίνδυνες ίσως είναι οι εταιρείες που παρουσιάζονται ως σύμμαχοι τέτοιου είδους νομοθετικών πρωτοβουλιών αλλά ταυτόχρονα ασκούν ανηλεές λόμπινγκ προκειμένου να τις αποτρέψουν. Ετσι, δεν προκαλεί εντύπωση ότι πληθώρα εταιρειών εστιάζει στα «θετικά κίνητρα» ώστε οι επιχειρήσεις «να πράξουν το σωστό».
Ως αποτέλεσμα, οι εταιρείες δίνουν έμφαση στην αποφυγή της τιμωρητικής προσέγγισης σε βάρος τους, κάνοντας λόγο για «επιπόλαιες αξιώσεις» ή εκφράζοντας φόβους για «αυξημένο κίνδυνο δικαστικών διαφορών». Αυτό που λένε, με άλλα λόγια, είναι ότι «δεν θέλουν τα θύματα να έχουν το δικαίωμα και τα εργαλεία για να τις καταστήσουν υπόλογες ενώπιον των δικαστηρίων». Χρησιμοποιούν ευφημισμούς που στοχεύουν στο να υποβαθμίσουν τον νόμο δέουσας επιμέλειας.
Είναι προφανές ότι η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Επιχειρήσεων δεν κρύβει την αντιπάθειά της για τη νομοθεσία δέουσας επιμέλειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι προειδοποίησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πως ένας νέος νόμος μπορεί μεταξύ άλλων να θέσει σε κίνδυνο ουσιώδεις και επιτυχείς εταιρικές πρακτικές.
Η συνομοσπονδία δεν δίστασε μάλιστα «να χρησιμοποιήσει τη διαταραχή της αλυσίδας προμηθειών εξαιτίας της Covid-19 ως δικαιολογία για τη μη εισαγωγή νομοθεσίας ώστε να προστατευτούν οι κοινότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα των εργαζομένων από την εταιρική ασυδοσία». Και αυτό επειδή «θα καταστήσει πιο δύσκολο για τις εταιρείες να προστατεύσουν, να επανασχεδιάσουν ή να ξαναχτίσουν την εφοδιαστική τους αλυσίδα».
Οι απαιτήσεις της συνομοσπονδίας δεν σταματούν εκεί. Μια από τις σημαντικότερες είναι ότι ζητάει «τα εθελοντικά μέτρα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης –τα οποία έχουν αποδειχτεί αναποτελεσματικά στην αποτροπή ζημιών– να αξιοποιηθούν ώστε να προστατεύσουν τις εταιρείες από την ευθύνη για ζημίες που προκαλούν». Η συνομοσπονδία ζητάει επίσης από την Επιτροπή οι εταιρείες να έχουν «προστασία από αγωγές εάν έχουν ήδη πραγματοποιήσει μια διαδικασία δέουσας επιμέλειας ή εάν δεν είναι ευθέως υπεύθυνες για ζημία στην αλυσίδα τροφοδοσίας τους.
Επιπλέον, θέλει ο νόμος να μη συμπεριλαμβάνει την κλιματική αλλαγή και να συμπεριλαμβάνει τη “μη αντιστροφή” του βάρους της απόδειξης από τα θύματα στις εταιρείες… Ενας δραματικός τρόπος να πεις ότι τα θύματα δεν πρέπει να έχουν τα εργαλεία που χρειάζονται ώστε να καταστήσουν τις εταιρείες που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα υπόλογες στα δικαστήρια».
Τις νομικές συνέπειες επιδιώκουν να αποφύγουν Bayer και άλλες μεγάλες εταιρείες
Το λόμπινγκ που ασκείται από τη συνομοσπονδία είναι ανηλεές. Ενα από τα μέλη της, η γερμανική πολυεθνική Bayer, που αντιμετωπίζει χιλιάδες αγωγές από χρήστες που καταγγέλλουν ότι εμφάνισαν καρκίνο εξαιτίας ζιζανιοκτόνου που παράγει, πραγματοποίησε ευγενική χορηγία δημόσιας συζήτησης σχετικά με το ζήτημα. Στην εκδήλωση το αφεντικό της Bayer υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι η ΕΕ πρέπει να παραμείνει αφοσιωμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα παρά να ασχολείται «με άλλα πράγματα».
«Αλλα πράγματα… όπως το περιβάλλον;» αναρωτιέται το Παρατηρητήριο. Απορία που φαντάζει ρητορική, αφού η Bayer ως «παραγωγός ζιζανιοκτόνων και φυτοφαρμάκων τα οποία είναι υπεύθυνα για τον ευρείας έκτασης θάνατο επικονιαστών είναι λογικό ότι δεν θέλει υποχρεωτική περιβαλλοντική δέουσα επιμέλεια».
Υπάρχουν όμως κι άλλους είδους εταιρικά λόμπι τα οποία παρουσιάζονται ως δήθεν υποστηρικτές της υποχρεωτικής νομοθεσίας δέουσας επιμέλειας. Ενα από αυτά είναι αυτό της Εμπορικής Ενωσης Ευρωπαϊκών Σημάτων (AIM), στην οποία συμπεριλαμβάνονται εταιρείες όπως οι Coca-Cola, Mars, Nestlé, Nike και Unilever. Ομως παρά τα όσα διατείνεται η AIM, «πρώτη προτεραιότητά της θα ήταν ο νόμος να μην καταστήσει νομικά υπόλογα τα μέλη της επειδή δεν σεβάστηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η δεύτερη προτίμησή της είναι, εφόσον η νομική ευθύνη συμπεριληφθεί στην πρόταση, να μη συμπεριλάβει τις παγκόσμιες αλυσίδες τροφοδοσίας των εταιρειών». Μόνο που «ο περιορισμός της νομικής ευθύνης σχετικά με τις “σοβαρές καταπατήσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων” θα καθιστούσε de facto τις περισσότερες καταπατήσεις νομικά επιτρεπτές. Κι άλλωστε τι σημαίνει “μη σοβαρή” καταπάτηση ανθρώπινου δικαιώματος;».
Παράλληλα, υπάρχουν πολλές πολυεθνικές που δίνουν… αυτοβούλως υποσχέσεις υποστήριξης στην αλλαγή νομοθεσίας. Μια από αυτές είναι η γνωστή εταιρεία μόδας H&M, η οποία «έχει δώσει πολλές υποσχέσεις που δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί κι ενώ συνεχίζονται καταχρήσεις στην επιχειρηματική αλυσίδα της. Εργαζόμενες στα εργοστάσια παραγωγής της, σύμφωνα με πληροφορίες, αντιμετωπίζουν σεξουαλική και σωματική κακοποίηση προκειμένου να επιτύχουν μη ρεαλιστικούς στόχους».
Αντίστοιχες υποσχέσεις έχουν δώσει και γνωστές σοκ ο λα το βιομηχανίες, όπως οι Mars, Mondelez και Nestlé. Παρά τα όσα έχουν ειπωθεί, όμως, η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Κακάου (είναι μέλη της) τον Ιούνιο του 2020 δήλωσε στο τμήμα Δικαιοσύνης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι είναι «κρίσιμο» η νομοθεσία δέουσας επιμέλειας «να μην εκθέσει τις εταιρείες σε υπερβολικό κίνδυνο».
Η ομοσπονδία το ανέφερε επειδή «δεν θέλουν να διευκολυνθούν στην αναζήτηση δικαιοσύνης τα θύματα κακοποιήσεων, όπως τα οχτώ πρώην παιδιά-σκλάβοι που μήνυσαν τη Mars, τη Mondelez, τη Nestlé και άλλες σοκ ο λα το βιομηχανίες επειδή βοήθησαν και υποστήριξαν την παράνομη υποδούλωση χιλιάδων παιδιών στις φάρμες κακάου στις εφοδιαστικές τους αλυσίδες».
«Να μη συμπεριληφθεί η κλιματική αλλαγή»
Υπάρχουν χώρες της ΕΕ, όπως η Γαλλία, που έχουν ενσωματώσει στο εθνικό τους δίκαιο νομοθεσία δέουσας επιμέλειας. Πρόκειται για κάτι που επιτεύχθηκε παρά την έντονη πίεση των γαλλικών εταιρειών, οι οποίες μιλούσαν για «τιμωρητική λογική» που θα τις οδηγήσει να μειονεκτούν έναντι των υπόλοιπων ευρωπαϊκών εταιρειών. Ο επίμαχος γαλλικός νόμος πέρασε τελικά το 2017 κι ενώ οι μεγάλες γαλλικές εταιρείες είχαν σημαντικό λόγο στη διαμόρφωσή του.
Παρ’ όλα αυτά, ο νόμος ορίζει ότι οι γαλλικές εταιρείες οφείλουν να δημοσιεύουν ετησίως σχέδια τα οποία να προσδιορίζουν τους κινδύνους και να καθορίζουν τα μέτρα πρόληψης που αφορούν παραβιάσεις περιβαλλοντικές και ανθρώπινων δικαιωμάτων. Εξαιτίας του νόμου ορισμένες υποθέσεις που σχετίζονται με περιβαλλοντικές επιπτώσεις έχουν οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι μεγάλες γαλλικές εταιρείες αντιτίθενται έστω στο να είναι ο ευρωπαϊκός νόμος πιο αυστηρός από τον γαλλικό. Ως αποτέλεσμα, το μεγάλο γαλλικό λόμπι AFEP αγωνίζεται ώστε να μη συμπεριληφθεί η κλιματική αλλαγή στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι δεν είναι δυνατόν να «αποδοθεί ευθύνη» σε εταιρεία.
Μέλος της AFEP είναι η Total, η οποία αντιμετωπίζει δικαστικές περιπέτειες αφού οι πετρελαϊκές της δραστηριότητες έχουν κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις στην Ουγκάντα. Παράλληλα, η AFEP ζητάει ανερυθρίαστα ο νόμος να γραφτεί σε συνεργασία με τις ευρωπαϊκές εταιρείες. Οι σκοποί του λόμπι είναι ξεκάθαροι: προστασία του κέρδους των εταιρειών, ακόμη κι αν καταστρέφουν το περιβάλλον.