Τα ζόμπι δεν είναι… σανοφάγα

Τα ζόμπι δεν είναι… σανοφάγα
Το «28 χρόνια μετά» πιάνει την ιστορία σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε που ο ιός ξέφυγε από ένα εργαστήριο βιολογικών όπλων

Με αφορμή την έξοδο στις αίθουσες της ταινίας «28 χρόνια μετά» του Ντάνι Μπόιλ στις 19 Ιουνίου ξαναθυμόμαστε ταινίες-σταθμούς με ζόμπι και τους συμβολισμούς τους.

Ολα άρχισαν μια νύχτα του 1968. Τότε ο 28άχρονος Αμερικανός σκηνοθέτης διαφημιστικών Τζορτζ Ρομέρο αποφάσισε να γυρίσει (χάρη στην οικονομική βοήθεια των κολλητών του) την πρώτη του ταινία που κόστισε μόλις 120.000 δολάρια. Τίτλος της ήταν «The night of the living dead» («Η νύχτα των ζωντανών νεκρών») και παρουσίαζε για πρώτη φορά στην ιστορία του σινεμά ορδές από ζόμπι που απειλούν να καταπιούν μια οικογένεια ζωντανών που βρίσκει καταφύγιο σε έρημη αγροικία. Βέβαια, πριν από το συγκεκριμένο φιλμ υπήρξαν οι πρώτες καταγραφές στις ταινίες «White zombie» (1932) του Βίκτορ Χάλπεριν και «Περπάτησα με ένα ζόμπι» του Ζακ Τουρνέρ (1943), όπου η εξήγηση για το ζωντάνεμα ενός νεκρού σχετιζόταν με τις βουντού τελετουργίες της Καραϊβικής. Μάλιστα, στην πρώτη ταινία ο Μπέλα Λουγκόζι είναι ο ιερέας των βουντού που ζωντανεύει μια γυναίκα για να ικανοποιήσει τα σατανικά του σχέδια.

Η «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» είναι μια παραβολή πάνω στον άκρατο καταναλωτισμό της αμερικανικής κοινωνίας τις δεκαετίες του ’50 και του ’60

Ο Ρομέρο όμως –για το δικό του πρότζεκτ– αποκόπηκε από την αρχική μυθολογία των βουντού, προκειμένου να παρουσιάσει ένα φιλμ που είχε ως κύρια έμπνευση το γραμμένο στα 1954 μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Μάθεσον «I am legend», το οποίο περιέγραφε συνταρακτικά το τέλος της ανθρωπότητας. Στο βιβλίο –ο Στίβεν Κινγκ το θεωρεί ως τον θεμελιώδη λίθο για τη δική του συγγραφική εξέλιξη– ύστερα από μια φονική επιδημία οι εναπομείναντες νεκροζώντανοι τρέμουν το φως της μέρας. Ομως το βράδυ βγαίνουν προς αναζήτηση του μοναδικού ζωντανού ανθρώπου που δεν έχει μετατραπεί σε ζόμπι καθώς έχει ανοσία στον ιό (αξιοπρεπέστατη η διασκευή του βιβλίου από τον Φράνσις Λόρενς στην ταινία του 2007 με τίτλο «Ζωντανός θρύλος» με τον Γουίλ Σμιθ στον πρωταγωνιστικό ρόλο).

Πυρηνικός όλεθρος και Γουότεργκεϊτ

Εκείνη την περίοδο η αγωνία μιας πιθανής πυρηνικής καταστροφής (λόγω Ψυχρού Πολέμου) οδήγησε τον Ρομέρο στην απόφαση να φτιάξει ένα αυθεντικό θρίλερ Αποκάλυψης με ζόμπι (αν και στο φιλμ δεν ακούγεται ούτε μια φορά η λέξη). Στην ασπρόμαυρη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» η εκδοχή του Ρομέρο –μια παραβολή πάνω στον άκρατο καταναλωτισμό της αμερικανικής κοινωνίας των 50s και 60s– μάλλον είναι πιο πιθανή από την ερμηνεία που του αποδόθηκε εκ των υστέρων ως μια αλληγορία γύρω από τον Πόλεμο του Βιετνάμ. Οπως και να έχει, ο κόσμος ήταν μάλλον απροετοίμαστος για μια ταινία σαν αυτή. Γνώρισε όμως πρωτοφανή επιτυχία, συγκεντρώνοντας σχεδόν 30 εκατομμύρια δολάρια από τις διεθνείς αγορές.

Ο Ρομέρο δεν θέλησε να δώσει πολλές λεπτομέρειες γύρω από την ιστορία των νεκρών που βγαίνουν χωρίς καμιά εξήγηση από τους τάφους τους. Στάθηκε όμως στους ποικίλους συμβολισμούς της επαναστατικής ταινίας του: στις ολοένα πιο έντονες διαδηλώσεις κατά του Πολέμου στο Βιετνάμ, στο αντιηρωικό κλίμα, το οποίο κουμπώνει με την ανάγκη αμφισβήτησης που κυριαρχεί σε όλη την υφήλιο και, κυρίως, στο πεσιμιστικό σχόλιο για την πληγή που άνοιξε στην αμερικανική κοινωνία και δύσκολα θα επουλωθεί.

Τα αμέσως επόμενα χρόνια οι πολιτικοκοινωνικές επιρροές του φιλμ, σε συνδυασμό με κρίσιμα γεωπολιτικά γεγονότα (σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, διεθνείς πετρελαϊκές κρίσεις, αραβοϊσραηλινή σύγκρουση κ.ά.), καθόρισαν ολοκληρωτικά το νέο πρόσωπο του φανταστικού τρόμου. Πλέον οι επόμενοι σημαιοφόροι του είδους (Χούπερ, Κάρπεντερ, Φρίντκιν, Ντε Πάλμα κ.ά.) θα εστιάσουν στις πολιτικές διαστάσεις των σεναρίων τους προκειμένου να σκιαγραφήσουν το προφίλ του Κακού που κατοικεί όχι μόνο στα βάθη της Ιστορίας («Εξορκιστής») αλλά και στις ρίζες της αμερικανικής ενδοχώρας («Η νύχτα με τις μάσκες», «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι», «Εκρηξη οργής»). Στο παραπάνω πλαίσιο τα ζόμπι έχουν και πάλι λόγο.

Καταναλωτισμός και θατσερισμός

Ο Ρομέρο επανήλθε στο γνώριμο περιβάλλον του το 1978 με το «Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών», σίκουελ της ταινίας του 1968. Τώρα στο φόντο της έγχρωμης πλέον φωτογραφίας του δεν υπάρχει ο ασυναγώνιστος ανοιχτός ορίζοντας της αμερικανικής εξοχής που παραπέμπει στο πολεμικό πεδίο του Βιετνάμ, αλλά το μεγαλόσχημο και κλειστοφοβικό ντεκόρ ενός εμπορικού πολυκαταστήματος στα προάστια, με τα ζόμπι να θυμίζουν «νεκροζώντανους» καταναλωτές που σέρνονται υπνωτισμένοι από τη μια βιτρίνα στην άλλη.

Πλέον ο Ρομέρο έχει ωριμάσει και η κριτική του στον καπιταλισμό είναι αμείλικτη, καθώς άπτεται της ανοιχτής αμφισβήτησης των παραδοσιακών αμερικανικών αξιών (η πυρηνική οικογένεια στο στόχαστρο), ενώ δεν αμελεί να καταδικάσει τον ρατσισμό και να αναδείξει την κρίση του δυτικού μοντέλου ζωής και της μαζικής κουλτούρας. Τα επόμενα ζομποφίλμ του («Day of the dead» (1985), «Land of the dead» (2005), «Diary of the dead» (2007) και «Επιζώντας από τους απέθαντους» 2009) μπορεί να μην είναι ίσης καλλιτεχνικής αξίας με τα δύο πρώτα του έργα, αλλά ολοκληρώνουν εμφατικά τον πολιτικό σχολιασμό του για την εποχή κρούοντας το καμπανάκι κινδύνου. Την ίδια περίοδο που ο Ρομέρο έφτιαχνε τη δεύτερη ταινία του με ζόμπι ο Λούτσιο Φούλτσι επέστρεφε στα πάτρια εδάφη του είδους με το «Νησί των ζωντανών νεκρών», βάζοντας μια νεανική παρέα να ταξιδεύει στην Καραϊβική προκειμένου να εντοπίσει τον εξαφανισμένο πατέρα μιας κοπέλας. Το νησί όμως χορεύει συνεχώς στους ρυθμούς των τελετών βουντού που κάνουν οι ντόπιοι, με συνέπεια να ξυπνήσουν οι νεκροί και να βγουν από τους τάφους τους. Εδώ συναντάμε τη σκηνή ανθολογίας με το ζόμπι που δαγκώνει (!) τον καρχαρία και θεωρήθηκε ως η πληρωμένη απάντηση του 52άχρονου Ιταλού στα «Σαγόνια του καρχαρία» του Στίβεν Σπίλμπεργκ.

Τα ζόμπι για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα απείχαν από τη μαζική κινηματογραφική παραγωγή, καθώς στις λιγοστές ταινίες των 80s και των 90s μεταβλήθηκαν σε άχρηστες κανιβαλικές κωμικές μηχανές («Τα ζόμπι δεν είναι χορτοφάγα», 1986) που σπανίως είχαν κάποια ενδιαφέρουσα σατιρική πλευρά («Cemetery man», 1994, «Το ξύπνημα των νεκρών», 2004), υπηρετώντας ξεκάθαρα την τάση νεοσυντηρητικοποίησης και επιστροφής στην «ανεμελιά» (ή μήπως αποβλάκωση;) που έφερε ο συνδυασμός ριγκανισμού – θατσερισμού. Σε αυτή την περίοδο και κυρίως για εγκυκλοπαιδικούς λόγους μπορεί να χαζέψει σήμερα κάποιος σινεφίλ το χαβαλετζίδικο πόνημα «Braindead» («Εγκεφαλικά νεκρός») του 31χρονου τότε (1992) Πίτερ Τζάκσον, λίγα μόλις χρόνια προτού ασχοληθεί με τα μεγαλόσχημα και επιβλητικά έπη της Μέσης Γης. Στο φιλμ αυτό ένας πίθηκος στη Σουμάτρα δαγκώνει μια γυναίκα και της μεταδίδει ιό που τρώει τον εγκέφαλό της και στο τέλος τη σκοτώνει. Υστερα από λίγες μέρες εκείνη επιστρέφει από τον τάφο της ως ζόμπι.

Tο «28 μέρες μετά» του Ντάνι Μπόιλ με πρωταγωνιστή τον άγνωστο τότε Κίλιαν Μέρφι ήταν η ταινία που αναθέρμανε το ενδιαφέρον για τα ζόμπι, που για ένα μεγάλο διάστημα απείχαν από τη μαζική κινηματογραφική παραγωγή

Ο Ντάνι Μπόιλ ανανέωσε το είδος

Η ταινία που ουσιαστικά αναθέρμανε το ενδιαφέρον για τα ζόμπι ήταν το «28 μέρες μετά» του Ντάνι Μπόιλ το 2002, με πρωταγωνιστή τον άγνωστο τότε Κίλιαν Μέρφι. Το σενάριο του Aλεξ Γκάρλαντ παρουσιάζει ένα ερημικό Λονδίνο, καθώς οικολογικές οργανώσεις και ακτιβιστές υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων διαπράττουν ολέθριο σφάλμα και απελευθερώνουν τα μολυσμένα ζώα «γεννώντας» μια επιδημία τόσο σαρωτική που μετατρέπει το Νησί σε αρένα από αιμοβόρα ζόμπι που χτυπούν τα θύματά τους με ασύλληπτη, φονική οργή. Η νευρώδης ψηφιακή κάμερα και κυρίως η αποστασιοποιημένη αφήγηση του δημιουργού του «Trainspotting» προσέδωσε στην ταινία του ψήγματα μιας σκληρής κριτικής για τη σύγχρονη μάστιγα της εποχής που είναι, σύμφωνα με τους δημιουργούς του φιλμ, η ανεξέλεγκτη βία.

Ταυτόχρονα, αναδεικνύει κι άλλα ζητήματα που έρχονται να προστεθούν στην αλυσίδα προβληματισμού του Ρομέρο. Την αδιαφορία του σύγχρονου ανθρώπου μπροστά σε κοινωνικά προβλήματα όπως οι στρατιές αστέγων, την οικολογική αδιαφορία και το συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Προβλήματα που οδηγούν το μοντέλο της δυτικής κοινωνίας σε βαθιά κρίση και τις περισσότερες χώρες στα όρια της χρεοκοπίας, όχι μόνο οικονομικής, αλλά κυρίως ουμανιστικής, πολιτιστικής και ηθικής, αφού η φράση «ο θάνατός σου η ζωή μου» καθορίζει την πορεία που ακολουθεί πλέον ο άνθρωπος της σύγχρονης εποχής. Πέντε χρόνια μετά ήρθε και το σίκουελ εκείνου του φιλμ με τίτλο «28 εβδομάδες μετά» που σκηνοθέτησε ο Ισπανός Χουάν Κάρλος Φρεσναντίγιο, με τους Ντάνι Μπόιλ και Αλεξ Γκάρλαντ να κάθονται στις καρέκλες των παραγωγών και τους σεναριογράφους να πιάνουν το ίδιο στόρι σχεδόν έξι μήνες μετά το ξέσπασμα της φονικής επιδημίας που μετέτρεψε τους Λονδρέζους σε λυσσασμένα ζόμπι.

Το νέο φιλμ που βγαίνει σε λίγες μέρες στις αίθουσες τιτλοφορείται «28 χρόνια μετά». Το υπογράφουν πάλι ο Ντάνι Μπόιλ (σκηνοθεσία) και ο Αλεξ Γκάρλαντ (σενάριο) πιάνοντας την ιστορία σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε που ο ιός ξέφυγε από ένα εργαστήριο βιολογικών όπλων και τώρα, κατά τη διάρκεια μιας επιβεβλημένης καραντίνας, κάποιοι έχουν βρει τρόπους να ζουν ανάμεσα στους μολυσμένους. Μια τέτοια ομάδα επιζώντων ζει σε ένα μικρό νησί που συνδέεται με την ηπειρωτική χώρα με μια μοναδική, ισχυρά φυλασσόμενη γέφυρα. Οταν ένας από την ομάδα φεύγει από το νησί για μια αποστολή στην καρδιά της ηπειρωτικής χώρας, ανακαλύπτει φρικαλεότητες που αφορούν όχι τόσο τους μολυσμένους όσο τους υπόλοιπους επιζώντες.

Το φιλμ έρχεται να αξιοποιήσει τη νέα δημοφιλία των ταινιών με ζόμπι που άρχισε το 2013 με τον «Παγκόσμιο πόλεμο Ζ» του Μαρκ Φόστερ, με τον Μπραντ Πιτ στον ρόλο ενός υπαλλήλου του ΟΗΕ ο οποίος αναζητά θεραπεία για μια θανατηφόρα επιδημία που μετατρέπει τους ανθρώπους σε ζόμπι, συνεχίστηκε με φιλμ που πειραματίστηκαν με διάφορα είδη (το «Περηφάνια και προκατάληψη και ζόμπι» συνδέει την Τζέιν Οστιν με τους απέθαντους) και κορυφώθηκε με την απήχηση της θαυμάσιας σειράς της ΗΒΟ «The last of us». Εδώ, παρότι έχουμε να κάνουμε με μια μεταφορά video game (της Naughty Dog), το τελικό αποτέλεσμα καθηλώνει προσδίδοντας διαστάσεις ενός μετα-αποκαλυπτικού δράματος σε μια αλληγορία για το τέλος της ανθρωπότητας χωρίς να γίνεται στιγμή διδακτική ή ξεπερασμένη. Η παράδοση του zombie apocalypse κινηματογράφου βασίζεται και πάλι στην αδυναμία του ανθρώπου να ελέγξει την αυτοκαταστροφική φύση του.

$120.000

δολάρια κόστισε το 1968 η «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» («The night of the living dead») του Ρομέρο, που παρουσίαζε για πρώτη φορά στην ιστορία του σινεμά ορδές από ζόμπι να κυνηγούν ανθρώπους

$640.000
κόστισε η δεύτερη ταινία του Ρομέρο για τα ζόμπι το 1978, που απέφερε έσοδα 66 εκατ. δολαρίων

$8
εκατ. κόστισε το «28 μέρες μετά» του Ντάνι Μπόιλ, με τις εισπράξεις να αγγίζουν τα 85 εκατ.

$540
εκατ. συγκέντρωσε το 2013 το «World war Z», που είναι η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στην καριέρα του Μπραντ Πιτ


INFO
Το «28 χρόνια μετά» βγαίνει στις αίθουσες στις 19 Ιουνίου σε διανομή Feelgood

Documento Newsletter