Τέμπη: Πώς κάλυπτε το Μάξιμου τους ιατροδικαστές όταν το Documento αποκάλυψε το σκάνδαλο
Στις περισσότερες σορούς δεν έγιναν τοξικολογικές ούτε ιστολογικές εξετάσεις.

Μεγάλη συζήτηση έχει προκληθεί μετά το «πράσινο φως» για τη διενέργεια τοξικολογικών – βιοχημικών εξετάσεων στα θύματα των Τεμπών, καθώς η δικαιοσύνη κάνει μία ακόμη κυβίστηση, μετά τις σφοδρές κοινωνικές, πολιτικές και νομικές αντιδράσεις και την απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι.
Το Documento είχε φέρει στο φως το ιατροδικαστικό σκάνδαλο στα Τέμπη, αποκαλύπτοντας ότι οι ιατροδικαστές παραβίασαν τα διεθνή πρωτόκολλα, καθώς στις περισσότερες σορούς δεν έγιναν τοξικολογικές ούτε ιστολογικές εξετάσεις – διαδικασίες απαραίτητες για να αποδειχθούν οι πραγματικές αιτίες θανάτου.
Μάλιστα, τον Νοέμβριο του 2024 το Documento είχε επανέλθει με νέα στοιχεία, επισημαίνοντας ότι σε αντίστοιχες περιπτώσεις μαζικών καταστροφών – όπως στην Ηλεία το 2007 και στο Μάτι το 2018 – είχαν πραγματοποιηθεί κανονικά τοξικολογικές και ιστολογικές εξετάσεις, όπως προβλέπει το διεθνές πρωτόκολλο R(99)3 της Ε.Ε..
Επίσης, στις 23 Φεβρουαρίου 2025 έμπειροι ιατροδικαστές είχαν μιλήσει στην εφημερίδα για τη μη διενέργεια τοξικολογικών εξετάσεων από τους ιατροδικαστές των Τεμπών. Ενδεικτικά είναι τα όσα είχε αναφέρει ο ιατροδικαστής Κωνσταντίνος Ανδρέου ο οποίος είχε τονίσει «για την ιατροδικαστική επιστήμη είναι πάγια τακτική η διενέργεια τοξικολογικών εξετάσεων σε θύματα όπου έχει ξεσπάσει πυρκαγιά, ανεξάρτητα από τα αίτια αυτής».
Στις 24 Φεβρουαρίου του 2025 το Documento είχε ρωτήσει τον κυβερνητικό εκπρόσωπο στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών το εξής:
«Κύριε Εκπρόσωπε, όπως ανέδειξε το Κυριακάτικο «Documento», η ιατροδικαστική διαδικασία στα Τέμπη καταστρατήγησε τα διεθνή πρωτόκολλα αντιμετώπισης μαζικών καταστροφών, καθώς παραλείφθηκαν οι σημαντικές εξετάσεις που θα μπορούσαν να εντοπίσουν τα χημικά στοιχεία που βρίσκονταν στον οργανισμό των νεκρών. Τοξικολογικές εξετάσεις έγιναν μόνο στον μηχανοδηγό, γεγονός που αποδόθηκε στο ότι είναι αυτός που χειριζόταν το τραίνο. Ωστόσο, οι εξετάσεις έπρεπε να γίνουν ανεξαιρέτως σε όλες τις σορούς, γεγονός που δεν έγινε, με αποτέλεσμα να συσκοτιστεί ακόμα περισσότερο η τραγική υπόθεση. Όλα αυτά, ενώ οι τοξικολογικές εξετάσεις διενεργήθηκαν σε άλλες περιπτώσεις απανθρακωμένων θυμάτων, όπως στους θανάτους στις πυρκαγιές στην Ηλεία το 2007, στο Μάτι το 2018, αλλά και σε αυτούς από το ναυάγιο στην Πύλο το 2023, όπου, μάλιστα, δεν είχε προηγηθεί ανεξήγητη έκρηξη. Γιατί «μπαζώθηκαν» οι επιστημονικά επιβεβλημένες τοξικολογικές εξετάσεις;
Στην απάντησή του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης είχε πει ότι «αυτή τη στιγμή, η υπόθεση αυτή βρίσκεται σε ένα πολύ κρίσιμο στάδιο, σε επίπεδο προδικασίας, είναι εν εξελίξει η ανάκριση. Δεν μπορώ να γνωρίζω τι έγινε και το τι δεν έγινε και γιατί έγινε η κάθε ανακριτική πράξη. Ούτε μπορώ να υιοθετήσω ένα δημοσίευμα που ξεκινά από μία εικασία, που δεν μπορώ ούτε να την επιβεβαιώσω. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα δεδομένα. Άρα, το να μπούμε στη διαδικασία να κρίνουμε τους κρίνοντες, δηλαδή να αξιολογήσουμε τη δουλειά που κάνουν οι ανακριτές, είναι κάτι το οποίο ούτε έχει νόημα να γίνει, γιατί δεν έχουμε όλα τα δεδομένα, ούτε θα βοηθήσει σε κάτι. Έχουμε εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, έχουμε εμπιστοσύνη στον ανακριτή της υπόθεσης, γιατί οφείλουμε ως πολίτες που θέλουμε μία ισχυρή λειτουργία των θεσμών, θέλουμε να θωρακίσουμε τη Δημοκρατία μας, να εμπιστευόμαστε αυτούς τους ανθρώπους που έχουν στοχοποιηθεί με μια σειρά από αιτιάσεις της αντιπολίτευσης και κάποια δημοσιεύματα, όσο ποτέ άλλοτε. Και πρέπει να υψώσουμε ένα τείχος προστασίας στους δικαστές, στους εισαγγελείς, οι οποίοι ούτε ανήκουν σε κάποιο κόμμα ούτε τοποθετούνται στην Α ή στη Β υπόθεση από κάποια κυβέρνηση ή από κάποιον υπουργό και προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις τις οποίες έχει ανάγκη πριν και πάνω απ’ όλα η κοινωνία και, βέβαια, περισσότερο απ’ όλους, οι συγγενείς των θυμάτων. Άρα, δεν θα μπω ποτέ στη διαδικασία να σχολιάσω ένα δημοσίευμα, που αναφέρεται σε μία ανακριτική πράξη, χωρίς να γνωρίζω ποια είναι η πραγματικότητα. Αυτοί που θα μπορούσαν μόνο να απαντήσουν είναι ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας, αλλά, όπως αντιλαμβάνεστε, εκ του ρόλου τους απαγορεύεται να απαντήσουν. Άρα, γι’ αυτό και είναι άχαρο όλο αυτό που συμβαίνει και συμβάλλει, θεωρώ, στο ότι έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας περί συγκάλυψης. Γιατί ακούγονται διάφορα, αλλά πολλά εξ αυτών, όσα είναι δικαστικού χαρακτήρα, δεν μπορούν να απαντηθούν. Γιατί αν απαντηθούν, τότε θα καταστρατηγηθεί η μυστικότητα της διαδικασίας».
Μετά την απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου είχαμε κάνει και διευκρίνιση πως «αυτά, στο συγκεκριμένο δημοσίευμα, τα είπαν οι ιατροδικαστές. Δηλαδή, άνθρωποι του πεδίου και επιστήμονες. Έχει σημασία, επειδή είπατε για το δημοσίευμα» με τον Παύλο Μαρινάκη να λέει πως δεν αμφισβητώ την επιστημονική κατάρτιση των ανθρώπων αυτών, αλλά σημασία έχει ποιοι είναι στην υπόθεση και ποιοι γνωρίζουν τις λεπτομέρειες της δικογραφίας. Υπάρχουν ιατροδικαστές οι οποίοι είναι διορισμένοι σε μία υπόθεση από έναν κατάλογο και υπάρχουν και κάποιοι οι οποίοι μπορεί να είναι στον ίδιο κατάλογο, αλλά να μην έχουν διοριστεί ως ειδικοί πραγματογνώμονες, είτε έχει να κάνει με μία πραγματογνωμοσύνη τεχνική, όπως για το ερώτημα της έκρηξης, είτε έχει να κάνει με μια πραγματογνωμοσύνη ιατροδικαστική σε άλλες περιπτώσεις. Άρα, δεν αμφισβητώ την επιστημονική επάρκεια, αλλά σημασία έχει τις απαντήσεις να τις δίνουν αυτοί που γνωρίζουν τη δικογραφία».




















