Θέατρο: 5+1 παραγωγές που ξεχωρίσαμε από τη χειμερινή σεζόν

Παραστάσεις που άφησαν το αποτύπωμά τους στη χειμερινή θεατρική σεζόν 2024-2025.

Στη χειμερινή περίοδο 2024-2025 επιβεβαιώθηκαν τα γενικά χαρακτηριστικά της θεατρικής μας πραγματικότητας όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια. Πληθωρισμός παραστάσεων που αφενός πιστοποιεί την ευρύτητα της εγχώριας αγορά, αφετέρου υπογραμμίζει την προχειρότητα των επιλογών της. Παρέλαση τηλεοπτικών προσωπικοτήτων από το φανταχτερό θεατρικό προσκήνιο, εμφανής κυριαρχία του εύπεπτου εντυπωσιασμού αλλά και αξιόλογες θεατρικές διασκευές συνήθως από πολύ γνωστά μυθιστορήματα και μεταμοντέρνες αποδόσεις κλασικών δημιουργών. Παραστάσεις εμπνευσμένες από την τρέχουσα πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα και στρατευμένες σε μία σύγχρονη ηθογραφία, αφθονία μονολόγων και δυναμική παρουσία νεανικών θιάσων με ενίοτε αξιοπρόσεκτα αποτελέσματα. Ακολουθούν οι παραστάσεις που ξεχωρίσαμε από τη σεζόν που ολοκληρώθηκε.

«Νεκρές ψυχές»
Νικολάι Γκόγκολ

Η Σοφία Καραγιάννη αξιοποίησε ως στέρεη γέφυρα μεταξύ των δρώμενων πολλά από τα ψήγματα της λογοτεχνικής δεινότητας του Ουκρανού συγγραφέα. Η σκηνοθεσία της εμφορείται από την οξυδερκή σύμμειξη νατουραλιστικών εντυπώσεων και μονερνιστικής αλληγορίας, υπενθυμίζοντας πως η ώρα της εκκαθάρισης, του αυστηρού ελέγχου και της αναπόφευκτης λογοδοσίας των ζώντων έναντι των απωθημένων νεκρών δεν αργεί. Παράλληλα, υπογραμμίζει τους σαρκοβόρους αστεϊσμούς αλλά και τα χοντρά χωρατά που ξεπηδούν από την ανελέητη πένα του Γκόγκολ για να φτάσουν στα στόματα των ηθοποιών με την παράλογη αμφίεσή τους σε πλήρη εκδίπλωση.


«Οι δούλες»
Ζαν Ζενέ

Ο Σάββας Στρούμπος σκηνοθετεί τις «Δούλες» ως περιπετειώδες χρονικό καταβυθίσεως στον κόσμο του πόθου και του πάθους. Μια ιστορία διαρκών ταπεινώσεων και από μακρού απωθημένων σχεδίων εκδίκησης που ξαφνικά αφυπνίζονται. Οι δούλες διακατέχονται από τη σφοδρή επιθυμία να ανέλθουν στο επίπεδο της κυρίας που υπηρετούν και ο σκηνοθέτης αξιοποιεί για την εικονογράφηση της επιδίωξής τους τις σκηνογραφικές βαθμίδες της Κατερίνας Παπαγεωργίου. Κάθε σκαλοπάτι όμως κρύβει μία καταπακτή και κάθε αναρρίχηση μία επικείμενη πτώση. Οι συνηχήσεις της αναπηδούν από το στόμα των εκλεκτών ηθοποιών μέχρι τον θεατή ως ποιητικές μεταφορές και οι μετατονισμοί του νοήματος αποδίδονται ως χειρονομικές επιβεβαιώσεις.


«Οι τρεις αδελφές»
Αντον Τσέχωφ

Η Μαρία Μαγκανάρη φέρνει σε πρώτο πλάνο την εύθραυστη ονειρική διάσταση της Μόσχας παρασύροντας στη δίνη των αυταπατών τους όλα τα πρόσωπα του έργου. Η παράστασή της εκθέτει τον βίαιο διχασμό πεζής πραγματικότητας και έφιππης ονειροφαντασίας, ρηχής επιβίωσης και βαθύτατης προσδοκίας, τετριμμένων υποσχέσεων και άφθαρτης ελπίδας, αποκαλύπτοντας ότι το εσωτερικό τοπίο των παγιδευμένων ηρώων είναι ασταθές και η περπατησιά τους αβέβαιη. Στη σύλληψη της Μαγκανάρη η έμφαση αποδίδεται όχι μόνο στην ανία αλλά κυρίως στην υπόκωφη, απειλητική φόρτιση των ανήσυχων διαλόγων και την τραυματική πρόσκρουση της αφυπνισμένης συνείδησης στον κυματοθραύστη μιας ανελέητης πραγματικότητας.


«Η κόρη του λοχαγού»
Αλέξανδρος Πούσκιν

Ο σκηνοθέτης που αναλαμβάνει να μεταφέρει στη σκηνή ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα χωρίς τις δυνατότητες ενός κρατικού θεάτρου ή τις πλάτες ενός ισχυρού παραγωγού παίρνει αναμφίβολα μεγάλο ρίσκο. Στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Ασπιώτη εντούτοις το ρίσκο αποδείχθηκε υπολογισμένο και η έκβαση του στοιχήματος επικερδής ως προς τα ουσιώδη. Πράγμα που έγινε αντιληπτό από την εισαγωγική σκηνή, όπου η συμβατική, φαινομενικά παλιομοδίτικη παρουσίαση των ηθοποιών εξισορροπείται από την ειρωνική προθυμία τους να επωμιστούν ρόλους που φαίνεται να ανήκουν σε ρεπερτόριο ελαφρού θιάσου. Η εύθυμη ατμόσφαιρα όμως είναι εν μέρει παραπλανητική και θα επισκιαστεί σταδιακά από σκοτεινές δολοπλοκίες και αιματηρά περιστατικά.


«Προσοχή: εκτελούνται έργα»
Ομάδα Τροχιές

Η ομάδα από τη Θεσσαλονίκη βασίστηκε στην αρχική σύλληψη της σκηνοθέτριας Νοεμή Βασιλειάδου και επεξέτεινε τη γραμμή των παραστάσεών της χωρίς να εκτροχιαστεί. Οι ηθοποιοί, που είναι ταυτόχρονα και οι κειμενογράφοι αποδεικνύονται ιδιαίτερα ευέλικτοι. Μετακινούνται με άνεση από τους ειρωνικούς συσχετισμούς στις θλιβερές διαπιστώσεις και από την καυστική περιγραφή στην εξοργισμένη κριτική. Συγκρίνουν το πάντοτε αναμενόμενο και ουδέποτε ερχόμενο μετρό με τον διαρκώς ετοιμοπαράδοτο και συνεχώς αναβαλλόμενο «Μεγάλο περίπατο» της Πανεπιστημίου, υπενθυμίζοντας πως η εργολαβική βραδυπορία που ταλαιπώρησε τους Αθηναίους ωχριά μπροστά στον νευρικό κλονισμό των Θεσσαλονικέων.