Το ελληνικό στοιχείο ψάχνει χώρο στα γήπεδα της Super League
Η Super League 2025–26 αποτυπώνει ξεκάθαρα την πραγματικότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Έξι αγωνιστικές, σαράντα ένα ματς και περισσότερα από ογδόντα χιλιάδες αγωνιστικά λεπτά έχουν μοιραστεί οι παίκτες στη φετινή Super League 2025–26. Τα δεδομένα αποκαλύπτουν μια ξεκάθαρη εικόνα: το ελληνικό πρωτάθλημα παραμένει έντονα «διεθνές».
Τα στατιστικά είναι αποκαλυπτικά. Παρότι το ισοζύγιο αριθμητικά μοιάζει σχεδόν ισορροπημένο — 245 ξένοι έναντι 199 Έλληνες στα ρόστερ των 14 ομάδων — οι ξένοι παίκτες έχουν καταλάβει το 71% του συνολικού χρόνου συμμετοχής, αφήνοντας στους Έλληνες το υπόλοιπο 29%.
Η φετινή βαθμολογία αποτυπώνει μια τάση: οι ομάδες που βασίζονται περισσότερο σε ξένους πρωταγωνιστούν στην κορυφή, ενώ εκείνες που εμπιστεύονται Έλληνες παίκτες δείχνουν σταθερότητα, αλλά μικρότερη δυναμική.
Πίσω από τους αριθμούς ωστόσο, κάθε ομάδα έχει τη δική της φιλοσοφία και προσέγγιση. Άλλες ομάδες επιλέγουν να δίνουν ευκαιρίες σε νέους Έλληνες, κι άλλες στοχεύουν στο αποτέλεσμα και την διεθνή εμπειρία των ξένων. Και κάπου ανάμεσα, υπάρχουν εκείνες που προσπαθούν να βρουν ισορροπία. Ο φετινός χάρτης της Super League δείχνει ξεκάθαρα ποιοι επιλέγουν ποια διαδρομή.
Η πιο ελληνική ομάδα του πρωταθλήματος είναι ο ΟΦΗ. Με 23 Έλληνες και 12 ξένους, ο ΟΦΗ βασίζει πάνω από το 55% του χρόνου συμμετοχής του σε Έλληνες παίκτες. Ο Μίλαν Ράσταβατς εμπιστεύεται το ντόπιο στοιχείο, κάτι που φαίνεται και στη συνοχή της ομάδας. Οι Κρητικοί παίζουν με ψυχή και στηρίζουν παιδιά από τις ακαδημίες.
Με 21 Έλληνες και 14 ξένους, η ΑΕΛ έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ελληνικής συμμετοχής (σχεδόν 44%). Οι «βυσσινί» έχουν επανέλθει στη Super League με στόχο να θυμίσουν την παλιά τους ταυτότητα. Η ομάδα δεν έχει βρει ωστόσο ακόμη ρυθμό ενώ μετά το βαρύ 2-5 από τον Βόλο βρίσκεται πλέον και υπό τις οδηγίες νέου προπονητή, στο πρόσωπο του Στέλιου Μαλεζά.
Παραδοσιακά «φυτώριο» Ελλήνων παικτών, ο Ατρόμητος στηρίζεται κατά 40% σε Έλληνες σε ένα ρόστερ 12 αλλογενών και 14 ημεδαπών. Τα αποτελέσματα δεν είναι ακόμη θετικά καθώς έχει μόλις μια νίκη και δύο ισοπαλίες, αλλά το πλάνο και η φιλοσοφία δείχνει να παραμένει.
Ο Λεβαδειακός, η ομάδα-έκπληξη της φετινής χρονιάς με 18 ξένους και 14 Έλληνες, διατηρεί μια σχετική ισορροπία (περίπου 64–36% υπέρ των ξένων) και αποδίδει εξαιρετικά. Η άνοδος του στη βαθμολογία αποδεικνύει ότι η «μίξη» ξένων εμπειριών και ελληνικής μαχητικότητας μπορεί να φέρει αποτελέσματα και εξαιρετικό ποδόσφαιρο δυσκολεύοντας μεγάλες ομάδες όπως ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός και η ΑΕΚ.
Νεοφώτιστη και φιλόδοξη, η Κηφισιά δείχνει επίσης μια ισορροπία σαν ομάδα. Με 18 ξένους και 16 Έλληνες με το ποσοστό συμμετοχής των ντόπιων να αγγίζει το 35%. Για μια ομάδα που κάνει τα πρώτα της βήματα στη μεγάλη κατηγορία, πρόκειται για αξιόλογη επίδοση με τον γνώριμο – και από τα ποδοσφαιρικά του χρόνια- Σεμπαστιάν Λέτο να παρουσιάζει ένα σύνολο ανταγωνιστικό αναδεικνύοντας και παίκτες όπως ο Ανδρέας Τετέι και ο Παύλος Παντελίδης.
Ο Βόλος είναι ομάδα με έντονο διεθνές άρωμα καθώς από τους 31 παίκτες παρόλο που μόνο οι 13 είναι ξένοι, αγωνίζονται στο 69% του συνολικού χρόνου με τον 44χρονο Ισπανό τεχνικό Χουάν Φεράντο να τους προτιμάει στις πρώτες έξι στροφές.
Με 18 ξένους και 20 Έλληνες, ο Πανσερραϊκός διατηρεί περίπου 30% ελληνικής συμμετοχής στα παιχνίδια του, με τον Ιταλό προπονητή Κριστιάνο Μπάτσι να ανεβάζει το ποσοστό σταδιακά.
Ο Αστέρας είναι φέτος ο ουραγός, με 15 ξένους και 10 Έλληνες και ποσοστό συμμετοχής 29% στους Έλληνες ποδοσφαιριστές. Η ομάδα έχει ποιότητα, όμως φαίνεται να λείπει ο «ελληνικός κορμός» που του έδινε παλιά σταθερότητα .
Ο νταμπλούχος Ολυμπιακός παρουσιάζει ποσοστό ξένων συμμετοχών κοντά στο 76%, διατηρώντας ωστόσο ένα σεβαστό 24% ελληνικής παρουσίας — ποσοστό που, για μια ομάδα με σταθερή ευρωπαϊκή παρουσία και υψηλές απαιτήσεις, κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι. Ο Μεντιλίμπαρ φαίνεται να έχει βρει μια ισορροπία ανάμεσα στη σταθερότητα των ξένων και τη φρεσκάδα των Ελλήνων, χρησιμοποιώντας ποδοσφαιριστές όπως ο Ρέτσος και ο Τζολάκης σαν βασικές επιλογές με τους Μουζακίτη και Πνευμονίδη να δίνουν πνοή στην ομάδα.
Η AEK του Μάρκο Νίκολιτς κινείται σε παρόμοια ποσοστά με 79% στους ξένους και 21% στους Έλληνες ενώ διαθέτει 22 ξένους ποδοσφαιριστές (δεύτερη στον αριθμό μαζί με τον Άρη, πίσω μόνο από τον Παναθηναϊκό). Το πλάνο είναι ξεκάθαρο με την Ένωση να προηγείται στη βαθμολογία και να παραμένει αήττητη.
Ο Παναιτωλικός διαθέτει 17 ξένους και 14 Έλληνες, αλλά η αναλογία συμμετοχών είναι στο 80–20 υπέρ των ξένων. Οι Αγρινιώτες παλεύουν, με τους Έλληνες να μένουν κυρίως σε ρόλους ροτέισον και την ομάδα να χρειάζεται σταθερότητα και καθαρό αγωνιστικό σχέδιο καθώς βρίσκεται στην 13η θέση μπροστά μόνο από τον Αστέρα. Ο Γιάννης Πετράκης ήταν ένας ακόμα προπονητής που απομακρύνθηκε κατά την διάρκεια της διακοπής των Εθνικών ομάδων και την θέση του ανέλαβε ο Γιάννης Αναστασίου.
Η ομάδα του Λουτσέσκου είναι από τις πιο «ευρωπαϊκές» της κατηγορίας. Με 19 ξένους και 13 Έλληνες, ο ΠΑΟΚ αγωνιζεται με ποσοστό 82% στους ξένους παίκτες. Η συνταγή αποδίδει σε επίπεδο αποτελεσμάτων, αλλά όχι απαραίτητα στην ανάπτυξη ελληνικού κορμού — κάτι που προβληματίζει μακροπρόθεσμα.
Με 24 ξένους και 9 Έλληνες, το «τριφύλλι» έχει φέτος το πιο «πολυεθνικό» ρόστερ. Ο Παναθηναϊκός δεν ξεπερνά το 16% σε ελληνικά λεπτά, δείχνοντας πως ο σχεδιασμός του παραμένει έντονα προσανατολισμένος στους ξένους (έχει και ένα παιχνίδι λιγότερο αυτό απέναντι στο ΟΦΗ για την 1η αγωνιστική) . Ο Παναθηναϊκός δείχνει τις τελευταίες σεζόν μια προτίμηση σε πιο έτοιμες λύσεις από το εξωτερικό, όμως υπάρχει ανάγκη να επιστρέψει στη φιλοσοφία ανάδειξης ταλέντων που κάποτε τον χαρακτήριζε.
Τέλος, ο Άρης είναι ίσως η πιο ακραία περίπτωση, με μόλις 15% ελληνικής συμμετοχής ενώ έχει: 22 ξένους και μόλις 8 Έλληνες. Είναι σαφές ότι η ομάδα ποντάρει σχεδόν αποκλειστικά στην ξένη εμπειρία, κάτι που της δίνει ποιότητα, αλλά ίσως στερεί ταυτότητα.
Αναλύοντας τις πρώτες έξι αγωνιστικές, η εικόνα δεν αλλάζει θεαματικά από εβδομάδα σε εβδομάδα. Οι ξένοι κυριαρχούν σχεδόν σε κάθε ματς. Στις πιο πρόσφατες αγωνιστικές παρατηρείται μια μικρή άνοδος των ποσοστών ελληνικής συμμετοχής, σε αρκετές περιπτώσεις όμως φαίνεται να είναι λόγω ροτέισον και ανάγκης να δοθούν ανάσες στους βασικούς.
Η Super League 2025–26 αποτυπώνει ξεκάθαρα την πραγματικότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου: οι ξένοι κυριαρχούν, οι Έλληνες παλεύουν. Παρόλα αυτά, υπάρχουν ομάδες που αποδεικνύουν πως η ισορροπία δεν είναι ουτοπία.
Το στοίχημα για το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν είναι να μειώσει τους ξένους, αλλά να δώσει ξανά στους Έλληνες τον χώρο που αξίζουν για να σταθούν δίπλα τους. Αυτό το ποσοστό, που σήμερα δείχνει μόλις 29%, μπορεί να γίνει πολύ μεγαλύτερο. Αρκεί οι ομάδες να στηρίξουν το ελληνικό στοιχείο λίγο παραπάνω.















