Το 2016 η παραγωγός Σάντρα Μάισμπεργκερ έλαβε ένα μέιλ που την ενημέρωνε ότι ο σύντροφος της Λένι Ρίφενσταλ, ο 74χρονος Χορστ Κέτνερ, είχε πεθάνει ξαφνικά από καρδιακό επεισόδιο. Η οικιακή βοηθός της Ρίφενσταλ τον βρήκε νεκρό στο κρεβάτι του στις 11 Δεκεμβρίου. Η βίλα της σκηνοθέτριας, που είχε πεθάνει το 2003 σε ηλικία 101 ετών, σφραγίστηκε και προοριζόταν για πώληση. Μέσα σε ένα δωμάτιο υπήρχε ακόμη ολόκληρο το αρχείο της το οποίο είχε κληροδοτήσει στο Ιδρυμα Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Πρωσίας στο Βερολίνο.
Προσωπικά αντικείμενα και κειμήλια της μακράς ζωής της Ρίφενσταλ καθώς και σημαντικά δείγματα της δουλειάς της βρέθηκαν προσεκτικά τοποθετημένα σε 700 κουτιά. Ηταν μια τεράστια ποσότητα μαρτυριών για μια παγκοσμίου φήμης κινηματογραφίστρια και μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στη μεταπολεμική Γερμανία.
Έτσι γεννήθηκε στη Μάισμπεργκερ η ιδέα της δημιουργίας του ντοκιμαντέρ «Ρίφενσταλ – Στην καρδιά του Τρίτου Ράιχ». Η παραγωγός είχε ξεκινήσει την ενασχόλησή της με τη Γερμανίδα σκηνοθέτρια πολύ νωρίτερα και συγκεκριμένα το 2002, όταν της πήρε συνέντευξη για τον τηλεοπτικό σταθμό Αrte, στο ίδιο σπίτι – η τελευταία μεγάλη συνέντευξή της. Το ντοκιμαντέρ του Αντρες Φάιελ όσο περισσότερο προσπαθεί να αποσαφηνίσει το «φαινόμενο Ρίφενσταλ» τόσο πιο βαθιά εισχωρεί σε έναν κυκεώνα υποψιών, φημών και αναπάντητων ερωτημάτων τα οποία ενισχύει η σημαντική σκηνοθέτρια με τα ίδια της τα λόγια.
Μαγεμένη από τον φίρερ
Η ίδια η Ρίφενσταλ ακούγεται να λέει σε μια τηλεοπτική της συνέντευξη από τη δεκαετία του ’70: «Προφανώς και δεν ήξερα τίποτε για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αλλά και ποιος ήξερε; Μόνο όσοι ήταν πολύ κοντά στον Χίτλερ». Οσον αφορά τη σχέση της με εκείνον λέει χωρίς καμιά συστολή ότι την πρώτη φορά που τον είδε από κοντά, το 1932, να μιλά σε ένα μεγάλο πλήθος κυριολεκτικά μαγεύτηκε. «Ναι, ήμουν οπαδός του εθνικοσοσιαλισμού τότε, όπως πάρα πολλοί Γερμανοί που ήθελαν κάτι καλύτερο για τη χώρα τους. Δεν θα το κρύψω. Την πρώτη φορά που είδα τον Χίτλερ να μιλάει σε ένα τεράστιο πλήθος μαγεύτηκα όπως όλοι όσοι ήταν μπροστά σε μια τέτοια σκηνή. Τα επόμενα χρόνια το 90% των Γερμανών τον ακολούθησε. Ηταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης. Τι έπρεπε δηλαδή να κάνω; Να πάω με τη μειοψηφία;».
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω λόγια, η Ρίφενσταλ δεν πτοείται εύκολα και κυρίως δεν απολογείται. «Μου ζήτησαν ο Χίτλερ και ο Γκέμπελς να κάνω τον “Θρίαμβο της θέλησης” για το κομματικό συνέδριο της Νυρεμβέργης το 1934 που θεωρήθηκε ύμνος για τους ναζί. Το έφτιαξα όσο πιο καλά μπορούσα» αναφέρει, ενώ καμαρώνει για τα εντυπωσιακά πλάνα που γύρισε με τον γερανό.
Δηλώνοντας περήφανη για το έργο της συμπληρώνει: «Η πολιτική και η τέχνη δεν συνυπήρχαν στη ζωή μου. Οχι, δεν έκανα τα φιλμ αυτά (σ.σ.: η άλλη ταινία ήταν η περίφημη «Ολυμπιάδα», για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1936) για τον Χίτλερ. Αν μου ανέθετε ο Ρούζβελτ ή ο Στάλιν να κάνω μια ταινία, και πάλι θα έβαζα τα δυνατά μου».
«Με τον Αδόλφο είχαμε καλή συνεργασία»
Στο ντοκιμαντέρ η Ρίφενσταλ αρνείται ότι ήταν αντισημίτρια («η λέξη ελευθερία ήταν η βασική στην ιδεολογία που πρέσβευε ο Χίτλερ και δεν υπήρχαν αναφορές περί ρατσισμού ή κατά των Εβραίων»), ενώ για τις υπόνοιες περί ερωτικής σχέσης με τους ηγέτες των ναζί λέει μόνο ότι με τον Χίτλερ είχε πολύ καλή συνεργασία χωρίς παρατράγουδα, κάτι που δεν ίσχυε με τον Γκέμπελς. Όπως η ίδια ισχυρίζεται, ο τελευταίος είχε γίνει αρκετά πιεστικός ζητώντας της να κάνουν σχέση αλλά εκείνη αρνήθηκε. «Γι’ αυτό μάλιστα έκοψε τη χρηματοδότηση σε μια ταινία μου αλλά απευθύνθηκα στον Χίτλερ κι εκείνος έδωσε τη λύση» εξηγεί.
Το ντοκιμαντέρ αποκαλύπτει όλο το αισθητικό μεγαλείο της δουλειάς της Ρίφενσταλ (ο «Θρίαμβος της θέλησης», ένα πρωτοποριακό τεχνικό επίτευγμα που χάρισε στη δημιουργό του το προσωνύμιο του «Θηλυκού Αϊζενστάιν του Χίτλερ») αλλά και τη σκοτεινή, σχεδόν νοσηρή, ματιά ενός ανθρώπου που δηλώνει αμετανόητος ακόμη και για την έμμεση συμμετοχή του στην κατασκευή ενός χυδαίου ύμνου για τον ναζισμό και τη δολοφονική ιδεολογία του.
Ως απάντηση ο ήχος της σιωπής
Σε ένα στιγμιότυπο του φιλμ ένας Γερμανός δημοσιογράφος, σε συνέντευξη για τη γερμανική τηλεόραση το 1978, ρωτάει τη Ρίφενσταλ αν θα άλλαζε κάτι από το παρελθόν της. Εκείνη αγέρωχη απαντά ότι θα ήθελε να ξαναζούσε την τόσο πλούσια και έντονη σε εμπειρίες ζωή της. Κι όταν εκείνος επιμένει και τη ρωτά αν θεωρεί ότι έχει κάνει λάθη σε εκείνη τη ζωή, εκείνη το μόνο που έχει να προσφέρει ως απάντηση είναι ο ήχος της σιωπής.

















