Το ιστορικό κέντρο και ο δημόσιος χώρος της Αθήνας

Οι νέες εξελίξεις έχουν την ανάγκη ενός νέου στρατηγικού σχεδιασμού, μιας ιδέας-ομπρέλας που θα ορίσει την ταυτότητα, τις πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές ποιότητες του ιστορικού κέντρου ως πυρήνα μέσα στο ευρύτερο μητροπολιτικό κέντρο.

Η αναβάθμιση του δημόσιου χώρου της κεντρικής Αθήνας ξεκίνησε κάπου το ’74. Αρχισε με την ανάπλαση της συνοικίας της Πλάκας. Συνεχίστηκε κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 με το Θησείο και τις εκτεταμένες παρεμβάσεις στο εμπορικό τρίγωνο. Ολοκληρώθηκε στην ολυμπιακή περίοδο με την κατασκευή του μετρό και του τραμ, την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων, το εμβληματικό έργο του Μεγάλου Περιπάτου, τη διαμόρφωση των μεγάλων πλατειών, το Μουσείο Ακροπόλεως, την ολοκλήρωση της Τεχνόπολης και την ανάπλαση του Ψυρρή.

Η συνεχής αυτή πορεία τριών δεκαετιών διακόπηκε βίαια από την οικονομική κρίση. Η περιθωριοποίηση ευρύτατων κοινωνικών ομάδων (άστεγοι, νεόπτωχοι, μετανάστες), η κρίση της κατοικίας, έφεραν λουκέτο σε μεγάλες ή μικρές επιχειρήσεις, τη μαζική διακοπή λειτουργίας χιλιάδων καταστημάτων και γραφείων στο κέντρο της πόλης και στους εμπορικούς άξονες, την ερήμωση κτιρίων και υποδομών. Αυτό ήταν το χωρικό αποτύπωμα της οικονομικής κατάρρευσης. Το ναυάγιο τράβηξε στον βυθό και τον δημόσιο χώρο.

Η συνεχής βίαιη καταστολή οποιασδήποτε πολιτικής διαμαρτυρίας καθ’ όλο το διάστημα 2007-2014, η αντιμετώπιση των απόκληρων με αστυνομικά μέτρα και η έλλειψη προνοιακών δομών συνδυάστηκαν με την υποβάθμιση του χώρου. Αντί για καθαριότητα στους δρόμους κυνηγούσαν οροθετικές γυναίκες. Αντί να φροντίζουν πλατείες, πεζοδρόμια και πάρκα ξαμολούσαν πάνοπλους αστυνομικούς και νεοναζιστικές συμμορίες να κυνηγούν πρόσφυγες.

Έτσι δημιουργήθηκε μια ζοφερή εικόνα πόλης εν πολέμω, η οποία επιδείνωσε την κατάσταση διαλύοντας ακόμη περισσότερο τον κατεστραμμένο κοινωνικό ιστό, παρασύροντας αρνητικά προς τα κάτω την οικονομία, την εργασία, τον αστικό χώρο και τις υποδομές του.

Το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, η καρδιά του ευρύτερου μητροπολιτικού κέντρου, παρήκμασε μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Οι επενδύσεις στον χώρο σχεδόν μισού αιώνα εξαϋλώθηκαν, προγραμματισμένα έργα και σχεδιασμοί εγκαταλείφθηκαν, διαλύθηκαν υποδομές της πόλης, απονεκρώθηκε μεγάλο τμήμα του κτιριακού αποθέματος.

Εδώ και αρκετό καιρό διαπιστώνεται αναστροφή. Εμφανίστηκαν για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια νέες κατασκευές και επισκευές κτιρίων. Επαναλειτούργησαν καταστήματα και κτίρια που είχαν εγκαταλειφθεί. Η Περιφέρεια Αττικής προγραμμάτισε και ο Δήμος Αθηναίων σχεδίασε και υλοποιεί ένα μεγάλο πρόγραμμα ολοκληρωμένων χωρικών επενδύσεων (ΟΧΕ) κυρίως στο κέντρο. Βρίσκεται σε εξέλιξη το επιτυχημένο πρόγραμμα αξιοποίησης κενών ακινήτων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης με κοινωνική ανταπόδοση, το οποίο αναβιώνει εβδομήντα κτίρια του κέντρου. Υπάρχει η βέβαιη εικόνα της σταδιακής αποκατάστασης των αξιών γης. Προχώρησε η δημοπράτηση της 4ης γραμμής του μετρό, η οποία ολοκληρώνει το δίκτυο της κεντρικής Αθήνας συνδέοντάς τη με πολλές συνοικίες και μεγάλους προορισμούς (δικαστήρια, πανεπιστημιουπόλεις, νοσοκομεία κ.ά.) του βόρειου και ανατολικού λεκανοπεδίου. Τέλος, το ισχυρό τουριστικό ρεύμα που κορυφώθηκε το 2018 οδήγησε στην αναθέρμανση της σχετικής αγοράς και την αναβίωση ξενοδοχειακών μονάδων. Αυτά συνιστούν θετική εξέλιξη.

Όμως συνεχίζουν να επιβιώνουν φαινόμενα έντονης υποβάθμισης που σχετίζονται με τη φτώχεια, με τη συνεχιζόμενη έλλειψη στέγης και εργασίας, με την κρίση του μεσαίου και μικρού εμπορίου. Ο δημόσιος χώρος ως υποδομή θέλει πολλά για να επανέλθει σε αξιοπρεπές επίπεδο. Το εγκαταλειμμένο κτιριακό δυναμικό συνεχίζει να είναι τεράστιο, με πιο άσχημη την κατάσταση των ερειπωμένων διατηρητέων νεοκλασικών μνημείων. Η κατοικία έχει εξοριστεί από το κέντρο της Αθήνας. Ο τουρισμός και η μαζική αναψυχή κινούνται με επιθετικούς όρους, επεκτείνοντας τις σχετικές χρήσεις γης (καφέ, μπαρ, Αirbnb) εις βάρος των λιγότερο επικερδών (κατοικία, βιοτεχνία, παραδοσιακό και μικρό εμπόριο). Η επόμενη μέρα της μεγάλης οικονομικής ύφεσης έφερε δυστυχώς πίσω τα αυτοκίνητα στους δρόμους της Αθήνας, με αποτέλεσμα την κυκλοφοριακή συμφόρηση και την ανεξέλεγκτη κατάληψη των δημόσιων χώρων από αυτά, υποβαθμίζοντας την ποιότητα της πόλης, κάνοντας αβίωτη την κίνηση των πεζών και πολύ περισσότερο των παιδιών, των ηλικιωμένων και των ανθρώπων μειωμένης κινητικότητας.

Οι νέες εξελίξεις χρειάζονται νέο στρατηγικό σχεδιασμό, μια ιδέα-ομπρέλα που θα ορίσει την ταυτότητα, τις πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές ποιότητες του ιστορικού κέντρου ως πυρήνα μέσα στο ευρύτερο μητροπολιτικό κέντρο. Που θα δώσει τη δυνατότητα αναδιαμόρφωσής του με ορίζοντα εικοσιπενταετίας, όπως συμβαίνει διεθνώς και όπως έγινε και με τις προηγούμενες μεγάλες αναπλάσεις. Πρόκειται για έναν σχεδιασμό ο οποίος θα επιχειρήσει να συνδυάσει, λαμβάνοντας υπόψη και όχι παρακάμπτοντας ή υποκαθιστώντας, τους παράλληλους σημαντικούς θεσμικά και ουσιαστικά σχεδιασμούς (ΣΟΑΠ, ΟΧΕ, μετρό, επιμέρους αναπλάσεις, προγράμματα ακινήτων) και θα είναι απολύτως συμβατός με τις γενικές κατευθύνσεις του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου και του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας-Αττικής. Ο δημόσιος χώρος της μεταμνημονιακής Αθήνας δεν χρειάζεται απλώς ανάπλαση, χρειάζεται κυριολεκτικά ανοικοδόμηση: οι κατεστραμμένοι πεζόδρομοι και τα πεζοδρόμια, τα πάρκα, οι λόφοι, οι μικρές πλατείες, η άσφαλτος και οι διαβάσεις, τα παρτέρια και το παρόδιο πράσινο, ο φωτισμός, οι σημάνσεις, το αστικό τοπίο ολόκληρο.

Δεν ξεκινάμε σε άγνωστο πεδίο. Ανάλογοι σχεδιασμοί τέτοιας κλίμακας υπήρξαν και εφαρμόστηκαν με επιτυχία. Δυστυχώς, μετά το 2004 υπήρξαν επίσης σημαντικές μελέτες πολεοδομίας, αστικού σχεδιασμού, αρχιτεκτονικής, οι οποίες όμως θάφτηκαν μέσα στη δίνη της κρίσης. Κυριότερο το Rethink Athens, αλλά και άλλα, όπως το Reactivate Athens και το Αθήνα 4×4, ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός της πλατείας Θεάτρου. Ταυτόχρονα, τα τελευταία χρόνια έχει παραχθεί σε ακαδημαϊκό επίπεδο ένα πλούσιο τεκμηριωτικό ερευνητικό υλικό συνδυασμένο με καλές προτάσεις και δέσμες μέτρων. Σήμερα το μοναδικό σχέδιο μεγάλης κλίμακας που αφορά τις δράσεις και τα έργα του Δήμου Αθηναίων είναι το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης του Δήμου Αθηναίων. Πρόκειται για σημαντικό πολεοδομικό και επιχειρησιακό εργαλείο, το οποίο προσανατολίζει τα δημοτικά έργα και τις δράσεις αλλά δεν μπορεί να επέμβει εύκολα ή καθόλου, λόγω θεσμικών επιπέδων σε άλλες δράσεις, έργα και σχεδιασμούς κρατικών φορέων.

Τελευταίο, αλλά ίσως περισσότερο κρίσιμο από τα παραπάνω: ο σχεδιασμός αυτός δεν μπορεί και δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να αφορά μόνο το τρίγωνο Σύνταγμα – Ομόνοια – Τεχνόπολη. Το ίδιο το ιστορικό τρίγωνο των οθωνικών σχεδιασμών του 19ου αιώνα έχει ξεφύγει πια πολύ από τα όρια που του όρισαν ο Σταμάτης Κλεάνθης και ο Εντουαρτ Σάουμπερτ, οι πολεοδόμοι της νεότερης Αθήνας του 1833. Εκτείνεται στις λαϊκές βιοτεχνικές συνοικίες πίσω από την Πειραιώς ως την Ακαδημία Πλάτωνος, τις μεσοπολεμικές συνοικίες του Σταθμού Λαρίσης και τμήματα της Κυψέλης, το Θησείο, το άνω Κουκάκι και τα άνω Πετράλωνα, τα Εξάρχεια και το Κολωνάκι. Περιλαμβάνει το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Πολυτεχνείο, το Χημείο, τη Νομική, την Τριλογία, τις Αρχαιολογικές Σχολές, τις προσφυγικές πολυκατοικίες της Στέγης Πατρίδος και της Αλεξάνδρας, το Πεδίον του Αρεως και τη Σχολή Ευελπίδων, το Ζάππειο και το Ολυμπείο, το Καλλιμάρμαρο και τη γειτονιά των Μουσείων ως την Εθνική Πινακοθήκη. Εμπεριέχει, τέλος, τα ιστορικά άλση και πάρκα της κεντρικής Αθήνας, τους λόφους του Αστεροσκοπείου, του Φιλοπάππου, του Αρδηττού, τα άλση Ριζάρη και Ευαγγελισμού, το πάρκο Ελευθερίας, τον λόφο Στρέφη και το άλσος των Δικαστηρίων. Αυτή είναι η ιστορική κληρονομιά των δύο αιώνων της Αθήνας, συμπλεκόμενη και συμπαγής στο παλιό τρίγωνο με τις αρχαιότητες, απλωμένη ταυτόχρονα σε στρώματα της νεοκλασικής, της προσφυγικής, της μοντερνιστικής Αθήνας στις υπόλοιπες περιοχές. Αυτό είναι και το κέντρο της που πρέπει να φροντίσουμε. Αρχίζοντας από τα απλά, τα μικρά, τα καθημερινά και προχωρώντας στα μεγάλα.

*Ο Νίκος Μπελαβίλας είναι Προέδρος και δ/νων Σύμβουλος της Ανάπλαση Αθήνας ΑΕ