Το πολύωρο μπλακ άουτ σε Ισπανία και Πορτογαλία ήταν μια από τις σοβαρότερες ενεργειακές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας στην Ευρώπη. Ηρθε να υπογραμμίσει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα συστήματα παραγωγής, τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και γενικότερα η σύγχρονη ανάπτυξη και αρχιτεκτονική των δικτύων ηλεκτρικού ρεύματος με όρους χρηματιστηρίου. Η διακοπή, που επηρέασε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου και για περισσότερες από οκτώ ώρες πάνω από 55 εκατομμύρια πολίτες, δεν αποτέλεσε απλώς ακόμη ένα καμπανάκι για τη σταθερότητα των σύγχρονων δικτύων και την ευθύνη που έχουν οι διαχειριστές, αλλά ανέδειξε τις βαθιές αδυναμίες του ευρωπαϊκού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ήπειρος στον δρόμο προς την πολυδιαφημισμένη ενεργειακή μετάβαση.
Οπως καταδεικνύουν τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας, το μπλακ άουτ οφείλεται σε μια απότομη πτώση της συχνότητας του δικτύου, η οποία προκάλεσε την αυτόματη αποσύνδεση σημαντικών τμημάτων του συστήματος. Η Ισπανία έχασε 15 GW μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα (η πηγή εντοπίζεται σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές στη νοτιοδυτική Ισπανία, στην Εστρεμαδούρα), ποσότητα που αντιστοιχεί σε πάνω από το 60% της στιγμιαίας ζήτησης. Η ηλεκτροδότηση επανήλθε πλήρως εντός 18 ωρών, αλλά η ζημιά ήταν ήδη σημαντική, αφού κόστισε τη ζωή σε τουλάχιστον πέντε άτομα και το οικονομικό σκέλος της για το σύνολο της Ιβηρικής αποτιμάται σε 1,6 δισ. ευρώ.
Η κατάρρευση
Μπορεί τα αίτια της κατάρρευσης των συστημάτων των δύο χωρών να παραμένουν υπό διερεύνηση, όμως, όπως ανέφερε και η επικεφαλής του φορέα διαχείρισης του ισπανικού συστήματος ηλεκτροδότησης Red Eléctrica Μπεατρίθ Κορεδόρ, είναι βέβαιο ότι πρόκειται για κάποιο σύστημα που κατέρρευσε. Η Κορεδόρ αλλά και ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Πέδρο Σάντσεθ ξεκαθάρισαν ότι το να κατηγορείται η ενσωμάτωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) για την αποτυχία αυτή είναι απλώς απαράδεκτο. Πράγματι, σύμφωνα με διάφορους ειδικούς, το πρόβλημα δεν είναι οι ΑΠΕ, οι οποίες αποτελούν πλέον «σταθερή» πηγή ενέργειας προσφέροντας μεγαλύτερη ευστάθεια στο σύστημα, όπως αποδείχτηκε και στην περίπτωση της Ισπανίας και της ανάκαμψης από το μπλακ άουτ, αλλά η σωστή διαχείριση των ηλεκτρικών συστημάτων, η οποία έχει γίνει εξαιρετικά πολύπλοκη με βάση τα υπάρχοντα δίκτυα.
Στην Ισπανία το 2024 οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κάλυψαν το 52,5% της παραγωγής, με την αιολική (24%) και την ηλιακή ενέργεια (15%) να είναι οι κύριες πηγές. Η Πορτογαλία μάλιστα τα έχει καταφέρει ακόμη καλύτερα, με το 61% της ηλεκτρικής ενέργειας να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές. Ωστόσο, το υπάρχον δίκτυο, σχεδιασμένο για άλλες πηγές ενέργειας, δυσκολεύεται να ενσωματώσει αυτήν τη μετάβαση.
Τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας της Ευρώπης σχεδιάστηκαν στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 και δεν κρίνονται απολύτως κατάλληλα για να διαχειριστούν τη νέα αρχιτεκτονική του συστήματος. Εξαιτίας ακριβώς αυτού, που αποτελεί γενική διαπίστωση για όλη την Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει υπολογίσει και έχει ανακοινώσει κατά το παρελθόν ότι οι επενδύσεις στην αναβάθμιση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να ανέλθουν στα 584 δισ. ευρώ μέχρι το 2030, καθώς αυτό θα εξασφαλίσει –σύμφωνα με τις Βρυξέλλες πάντα– την ενεργειακή ασφάλεια και θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων που έχει θέσει η ΕΕ για το κλίμα. Πολλοί σπεύδουν να τονίσουν ότι το πρόσφατο μπλακ άουτ έρχεται να επιβεβαιώσει την ανάγκη για περισσότερες επενδύσεις, καθώς η Ευρώπη πρέπει να προετοιμαστεί για τις αυξανόμενες ενεργειακές απαιτήσεις και τις προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης. Το ερώτημα βέβαια είναι γιατί δεν έχουν γίνει τόσα χρόνια τόσο στην Ιβηρική όσο και σε άλλες χώρες, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, οι κατάλληλες επενδύσεις.
Απαιτούνται αναβαθμίσεις
Σε αυτό το πλαίσιο, εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας για την ομαλή λειτουργία των σύγχρονων ηλεκτρικών δικτύων κρίνεται ότι είναι τόσο η αποθήκευση ενέργειας όσο και η ταχεία ενεργοποίηση των όποιων εφεδρικών συστημάτων. Παρά το γεγονός ότι η Ευρώπη διαθέτει αποθηκευτική ικανότητα περίπου 60 GW, μεγάλο μέρος της βρίσκεται σε συστήματα αντλησιοταμίευσης, τα οποία δεν προσφέρουν την απαιτούμενη ευελιξία και ταχύτητα. Οι υποδομές της Ιβηρικής –το ίδιο ισχύει και πέραν αυτής– σύμφωνα με τους ειδικούς έχουν ανάγκη από σημαντικές αναβαθμίσεις για να διασφαλίσουν την αξιοπιστία και την ασφάλεια του δικτύου.
Η απότομη πτώση της συχνότητας του δικτύου της Ιβηρικής ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς παραμέτρων. Η Red Eléctrica υποψιάζεται ότι η αρχική διακοπή ρεύματος οφειλόταν «πολύ πιθανόν» σε ένα εργοστάσιο φωτοβολταϊκών που παρήγαγε λιγότερο από το αναμενόμενο και δευτερόλεπτα αργότερα υπήρξε «μαζική» πτώση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άλλες ανανεώσιμες πηγές. Η Ισπανία και η Πορτογαλία τη στιγμή του συμβάντος «έτρεχαν» το δίκτυό τους με ένα μείγμα παραγωγής που βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στον καιρό – για περισσότερο από το 75% της παραγωγής. Ελάχιστα από τα συστήματα παραγωγής που λειτουργούν με φυσικό αέριο, πυρηνική ενέργεια και υδροηλεκτρικά λειτουργούσαν τη στιγμή της κατάρρευσης. Η πτώση συχνότητας που παρατηρήθηκε ενεργοποίησε εφεδρικά συστήματα προστασίας, προκαλώντας έτσι την απομόνωση ορισμένων τμημάτων του δικτύου για να αποφευχθούν μεγαλύτερες ζημιές. Αυτό, όπως αποδείχτηκε, μπορεί να αποβεί καταστροφικό για το δίκτυο, καθώς μια πτώση συχνότητας της τάξης του 0,2 Hz μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες στα υλικά στοιχεία του δικτύου, ενώ μια πλήρης πτώση 1 Hz είναι εξαιρετικά επικίνδυνη.
Αυτοί οι κίνδυνοι είναι γνωστοί στον κλάδο, αλλά αγνοήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την κυβέρνηση της Μαδρίτης, όπως και από άλλες κυβερνήσεις που δίνουν αφειδώς άδειες για ΑΠΕ, χωρίς να έχουν κάνει τα δέοντα για να διασφαλίσουν ότι υπάρχουν τα τεχνικά μέσα και οι δυνατότητες για την ομαλή λειτουργία του συστήματος, υιοθετώντας μια άναρχη ανάπτυξη προς όφελος της απόκτησης κέρδους. Το καλύτερο που έχουν καταφέρει μέχρι τώρα είναι να «πετάμε» ενέργεια που έχει παραχθεί. Είναι ενδεικτικό ότι η Red Eléctrica στην ετήσια έκθεσή της, που παρουσιάστηκε μόλις τον Φεβρουάριο, τόνιζε: «Η υψηλή διείσδυση της παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες τεχνικές δυνατότητες για τη διατήρηση της ορθής λειτουργίας τους σε περίπτωση διαταραχής, μπορεί να προκαλέσει διακοπές στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες θα μπορούσαν να είναι σοβαρές».
Σύμφωνα με τους ειδικούς του κλάδου, οι διαχειριστές, οι κυβερνήσεις και γενικότερα όσοι συμμετέχουν στην παραγωγή, τη μεταφορά και τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να εστιάσουν στην απόκτηση περισσότερων μπαταριών για αποθήκευση, οι οποίες μπορούν να συμβάλουν στη σταθεροποίηση του δικτύου και να επενδύσουν σε νέα συστήματα που λειτουργούν με «συνθετική αδράνεια» και μπορούν να αναπαράγουν τον ρόλο που έπαιζαν οι παλιές περιστρεφόμενες μονάδες στη νέα εποχή της ηλιακής και αιολικής ενέργειας.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ τον Δεκέμβριο του 2024, το μερίδιο συμμετοχής των μονάδων παραγωγής από ΑΠΕ στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να φτάνει το 75,7% το έτος 2030. Σε αυτό μεταξύ άλλων γίνονται αναφορές σε προβλέψεις για τα θέματα που αναφέρονται παραπάνω για την ασφάλεια και τη σταθερότητα των συστημάτων, με την ελληνική κυβέρνηση να αναφέρει: «Για την περίοδο 2025-2034, προβλέπονται έργα συνολικού προϋπολογισμού περί τα €200 εκατ. που αφορούν σε έργα για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του Συστήματος».
Η αναφορά στην Ελλάδα δεν είναι τυχαία. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εδώ και αρκετά χρόνια έχει προωθήσει άκριτα και σχεδόν χωρίς κανέναν σχεδιασμό τις ΑΠΕ, δίχως όμως να έχει προβλέψει, όπως καταδεικνύεται και από τα 200 εκατ. ευρώ, για την ανθεκτικότητα του συστήματος σε βάθος δεκαετίας ούτε για σοβαρές υποδομές αποθήκευσης και διασύνδεσης με σωστό και ασφαλή τρόπο μονάδων παραγωγής στο σύστημα. Μέσα στα τρία τελευταία χρόνια στη χώρα μας έχουν γίνει συνολικά επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές που ξεπερνούν τα 5,6 δισ. ευρώ. Το αποτέλεσμα είναι ότι η προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας που υπάρχει στο σύστημα τις ώρες της ηλιοφάνειας ξεπερνάει κατά πολύ τη ζήτηση και είναι γνωστό ότι τα μπλακ άουτ προκαλούνται κυρίως από αυτή την ανισορροπία.
Ο κίνδυνος ενός μπλακ άουτ όπως αυτό στην Ιβηρική εμφανίστηκε ως υπαρκτό σενάριο τις ημέρες του Πάσχα. Σήμανε συναγερμός στο υπουργείο Ενέργειας. Μέχρι τώρα η λύση δίνεται ξοδεύοντας πολύτιμη ενέργεια, είτε με τον «αποκλεισμό» από το σύστημα της παραγωγής κυρίως των «μικρών» παραγωγών (δηλαδή μη αξιοποίηση της ενέργειας) είτε με την εξαγωγή πλεοναζουσών ποσοτήτων. Το πολυδιαφημισμένο καλώδιο για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ (Great Sea Interconnector) θα μπορούσε να λειτουργήσει προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά είναι εγκλωβισμένο στα γεωπολιτικά παιχνίδια. Αυτό σημαίνει ότι το σύστημα σταθεροποιείται και εντέλει η ζήτηση καλύπτεται από ενέργεια που παράγεται από άλλες πηγές, δηλαδή υδρογονάνθρακες (ακριβό φυσικό αέριο διότι έχει αποκλειστεί η φτηνότερη χρήση του λιγνίτη παρά την ύπαρξη σημαντικών λιγνιτικών μονάδων).
Το πληρώνουμε ακριβά
Αυτή ακριβώς η κατάσταση είναι εκ των πραγμάτων επιβαρυντική για τους καταναλωτές, καθώς η ενέργεια που καταναλώνεται τελικά είναι ακριβότερη βάσει του αλγόριθμου της κερδοσκοπίας και του Ευρωπαϊκού Χρηματιστηρίου Ενέργειας.
Το ενδιαφέρον είναι ότι στην Ιβηρική, κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης το 2022 με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία (αποτελεί και τον λόγο που τώρα με αφορμή το μπλακ άουτ διακινείται και το σενάριο της κυβερνοεπίθεσης), οι κυβερνήσεις των δύο χωρών είχαν καταφέρει να επιβάλουν ουσιαστικά πλαφόν στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος μέσω ενός μηχανισμού που βασίστηκε στον καθορισμό της μέσης τιμής του φυσικού αερίου και του άνθρακα στα 50 ευρώ/MWh. Αυτό επέτρεψε στις δύο χώρες, με τη σύμφωνη γνώμη της Κομισιόν ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις, να κρατήσουν τις τιμές ενέργειας πολύ πιο χαμηλά από σχεδόν όλες τις άλλες χώρες της Ευρώπης.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, στη σκιά του μπλακ άουτ, οι τιμές ηλεκτρισμού της αγοράς επόμενης ημέρας στην Ισπανία ανέρχονταν σε 31,83 ευρώ/ΜWh, στην Πορτογαλία σε 20,54 ευρώ/ MWh, ενώ στην Ελλάδα στα 64,83 ευρώ/MWh. Μάλιστα, οι τιμές του ρεύματος στις δύο χώρες της Ιβηρικής ήταν οι χαμηλότερες από όλες τις χώρες που βρίσκονται στη σχετική λίστα στην ιστοσελίδα της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ).
Διαβάστε επίσης
Ο Δένδιας τηλεφωνεί στον Χέγκσεθ την ώρα που το Μαξίμου μετρά λομπίστες
Ο Σκανδαλίδης κατά της μονιμότητας στο Δημόσιο – «Νερό στο μύλο της κυβέρνησης», σχολιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ