Το οθωμανικό παρελθόν της Αθήνας

Η Αθήνα κατά την οθωμανική κυριαρχία δεν ήταν πολυπληθής πρωτεύουσα, αλλά αποτελούσε επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που υπαγόταν στο σαντζάκι του Ευρίπου και είχε μόλις μερικές χιλιάδες κατοίκους. 

Οι συνθήκες ζωής

Μετά την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς, στις 4 Ιουνίου 1456, οι μουσουλμάνοι εγκαταστάθηκαν γύρω από την Ακρόπολη και οριοθέτησαν τις γειτονιές τους. Οι ντόπιοι τότε είχαν βγει από το ρωμαϊκό τείχος και είχαν επιστρέψει στις παλιές γειτονιές, την Πλάκα, το Μοναστηράκι και την περιοχή του Ψυρρή. «Η κυρίως τουρκική γειτονιά ήταν γύρω από το Τσαρσί και προς το Ριζόκαστρο. Αρκετοί ζούσαν διασκορπισμένοι και σε άλλες γειτονιές. Ποτέ δεν ήταν πολλοί σε αριθμό, όλοι μαζί δεν ξεπερνούσαν τις δύο τρεις χιλιάδες. Κανένας Οθωμανός δεν ζούσε στη γειτονιά του Ψυρρή· παρέμενε αμιγώς ορθόδοξη» λέει η ξεναγός, ιστορικός τέχνης και συγγραφέας Αρτεμις Σκουμπουρδή στην επικοινωνία που είχαμε μαζί της.

Εκτός από τους Ελληνες και τους Τούρκους στην Αθήνα της οθωμανικής περιόδου ζούσαν Φράγκοι, Αρβανίτες, Εβραίοι, Τσιγγάνοι και Αιθίοπες (σκλάβοι των Οθωμανών αξιωματούχων). «Οι Αρβανίτες της πόλης, περίπου ογδόντα οικογένειες, δεν είχαν σχέση με εκείνους της περιοχής των Μεσογείων· ζούσαν από το τέλος του 16ου αιώνα στην πλευρά της Πλάκας από τη Λυσικράτους προς Μακρυγιάννη. Εκείνη την περιοχή την ονόμασαν πλιάκου Αθήνα, δηλαδή παλιά Αθήνα. Αυτή είναι η πιο λογικοφανής εξήγηση σχετικά με την ετυμολόγηση της λέξης Πλάκα» σύμφωνα με την κ. Σκουμπουρδή.

Η ζωή των Αθηναίων κατά την πρώτη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας ήταν αρκετά καλή λόγω των προνομίων που τους πρόσφερε ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής κατά την επίσκεψή του τον Αύγουστο του 1458. «Ο σουλτάνος είχε ελληνική παιδεία, ήξερε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα και την ιστορία των Αθηνών. Μεταξύ των προνομίων που πρόσφερε ήταν η κήρυξη και πάλι του Παρθενώνα σε ορθόδοξη εκκλησία. Πριν από αυτό ήταν επί δυόμισι αιώνες καθολική».

Στους μη μουσουλμάνους δεν επιτρεπόταν να χτίζουν ψηλότερα σπίτια από εκείνα των μουσουλμάνων, να φέρουν όπλα, να ανεβαίνουν στην Ακρόπολη (εκεί τότε χτίστηκε τζαμί), να ιππεύουν άλογα και να φορούν πολυτελή ρούχα. Αναλογικά με το διάστημα που παρέμειναν στην πόλη, θα περίμενε κάποιος οι Οθωμανοί να έχουν αφήσει πίσω τους αρκετά μνημεία. Αντιθέτως, τα κτίριά τους ήταν λιγοστά και εξυπηρετούσαν κυρίως θρησκευτικούς και διοικητικούς σκοπούς.

(Φωτογραφίες Περικλής Μεράκος)


Τεκέδες και δερβίσηδες

Σημαντικό κτίσμα της εποχής είναι το Φετιχιέ Τζαμί ή τζαμί του Πορθητή, γνωστό και ως τζαμί του σταροπάζαρου ή τζαμί της Αγοράς, το οποίο χτίστηκε στο βόρειο άκρο της Ρωμαϊκής Αγοράς, πιθανώς μετά την άφιξη του Μωάμεθ Β΄. Χτίστηκε πάνω στα απομεινάρια τρίκλιτης μεσοβυζαντινής βασιλικής, μέρος της οποίας υπάρχει ακόμη στη βόρεια πλευρά του τεμένους. Την περίοδο της κατάκτησης της Αθήνας από τους Ενετούς, από το 1687 έως και το 1688, χρησιμοποιήθηκε ως καθολική εκκλησία αφιερωμένη στον Αγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Μετά την αποχώρηση των Ενετών οι Τούρκοι το ξαναέκαναν τζαμί και το 1824 μετατράπηκε σε σχολή αλληλοδιδακτικής της Φιλόμουσου Εταιρείας. Χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτική φυλακή, ως φρουραρχείο και μετά την εγκατάσταση της πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους στην Αθήνα, το 1834, χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό αρτοποιείο, έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Σήμερα χρησιμεύει ως αποθηκευτικός χώρος αρχαιοτήτων. Κατά άλλη εκδοχή, ενδέχεται να είναι κτίσμα της περιόδου 1668-70, δηλαδή σχετίζεται με την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς. Απέναντι από το Φετιχιέ Τζαμί υπήρχε ένας από τους πέντε τεκέδες της πόλης.

Το Ωρολόγιο του Κυρρήστου ή Πύργος των Αέρηδων, αν και δεν αποτελεί οθωμανικό μνημείο, είχε σημαντικό ρόλο κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας λόγω της χρήσης του ως τεκέ (ο Τεκές του Μπραΐμη) από τους μοναχούς (Μεβλεβήδες ή Μπεκτασήδες). Το οκταγωνικό μνημείο χτίστηκε από τον Ανδρόνικο τον Κυρρήστη στο πρώτο μισό του 1ου αιώνα π.Χ. Είναι φτιαγμένο από πεντελικό μάρμαρο και σε κάθε μετόπη του υπάρχουν ανάγλυφοι οι οκτώ κύριοι άνεμοι. Τα παλαιοχριστιανικά χρόνια μετατράπηκε σε βαπτιστήριο μιας βασιλικής που βρισκόταν εκεί κοντά και τον 18ο αιώνα έγινε τεκές, δηλαδή μουσουλμανικό μοναστήρι. Εκείνη την περίοδο στολιζόταν με πράσινες σημαίες και άλλα ιερά σύμβολα του ισλάμ και κάθε Παρασκευή λάμβανε χώρα η τελετουργία των δερβίσηδων, το σεμά. Οι δερβίσηδες που συγκεντρώνονταν στον Τεκέ του Μπραΐμη είχαν καταφτάσει από διάφορα σημεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως από το Ικόνιο.

Επειδή οι δερβίσηδες δημιουργούσαν προβλήματα στην οθωμανική διοίκηση με την ανυπακοή τους, ο βοεβόδας της Αθήνας Χατζή Αλή Χασεκής τους ανάγκασε να περιοριστούν στο κτίριο των Αέρηδων και να συντηρούνται με την οικονομική βοήθεια διάφορων μουσουλμανικών οικογενειών της Αθήνας. Παρέμειναν στον Πύργο των Αέρηδων μέχρι και το 1821, οπότε αναγκάστηκαν να διαφύγουν άλλοι στην Εύβοια και άλλοι στη Μικρά Ασία.

Απέναντι από τον Πύργο των Αέρηδων χτίστηκε το 1721 από τον Μεχμέτ Φαχρί ο Μεντρεσές. Το κτίσμα λειτούργησε αρχικά ως μουσουλμανικό ιεροσπουδαστήριο και στέγαζε τους σοφτάδες, δηλαδή τους μουσουλμάνους φοιτητές που ήταν οικότροφοι. Το σχήμα του ήταν τετράγωνο με μια εσωτερική αυλή. Περιμετρικά υπήρχαν έντεκα κελιά και στη βορειοανατολική γωνία βρισκόταν ο χώρος της διδασκαλίας και της προσευχής. Τα μοναδικά τμήματα που διασώζονται σήμερα μετά την κατεδάφιση του 1914 είναι η πύλη με τη μαρμάρινη επιγραφή και ένα τμήμα της νότιας πτέρυγας.

Ο Μεντρεσές ήταν το σημείο όπου συγκεντρώνονταν οι αγάδες της Αθήνας για να συσκεφθούν. Τον καιρό της Επανάστασης μετατράπηκε σε φυλακή στην οποία κρατούνταν οι αντιφρονούντες του καθεστώτος και στον περίβολο υπήρχε ένας μεγάλος πλάτανος, στα κλαδιά του οποίου οι φύλακες κρεμούσαν τους κατάδικους. Ο πλάτανος αυτός είχε φυτευτεί από τον έγκλειστο ληστή Μπίμπιση και έγινε το σύμβολο της φυλακής: «Στου Μεντρεσέ τον πλάτανο πουλί δεν πάει να κάτσει που έχει ξερά τα φύλλα του, στη ρίζα του φαρμάτσι». Σε αυτό ακριβώς το δέντρο αναφέρεται η έκφραση «Χαιρέτα μου τον πλάτανο!» την οποία έλεγαν όσοι κατάφερναν να αποδράσουν από τα πολύ σκληρά κρατητήρια του Μεντρεσέ.



Η κατάρα του Τζισταράκη

Λίγα μέτρα από τον Μεντρεσέ βρίσκεται το Λουτρό των Αέρηδων ή αλλιώς χαμάμ του Αμπίντ Εφέντη. Πρόκειται για ένα από τα τρία οθωμανικά λουτρά της πόλης (τα άλλα δύο ήταν του Εβλιά Μπέη και του Χατζή Αλί) και το μοναδικό που διασώζεται έως σήμερα. Το κτίσμα δημιουργήθηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη τοποθετείται μεταξύ 15ου και 17ου αιώνα, ενώ η δεύτερη στα τέλη του 19ου αιώνα. Οταν ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί επισκέφθηκε την Αθήνα το 1667, είχε γράψει για το χαμάμ του Αμπίντ Εφέντη ότι ήταν ένα από τα «τρία ευχάριστα χαμάμια». Ο περιηγητής Χόμπχαους έγραφε ότι τα λουτρά είναι το καφενείο της Ανατολής. Το χαμάμ για πολλούς αιώνες αποτέλεσε βασικό χώρο κοινωνικοποίησης για μουσουλμάνους και χριστιανούς. Η ευχή που ακουγόταν όταν κάποιος έπειτα από ώρες πνευματικής και σωματικής χαλάρωσης αποχωρούσε από το χαμάμ ήταν: «Ο Αλλάχ να σε έχει καλά και η Παναγιά». Το Λουτρό των Αέρηδων λειτουργούσε έως και το 1965, ενώ από το 1984 παραχωρήθηκε στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Στην πλατεία Μοναστηρακίου, ακριβώς απέναντι από το μετρό, βρίσκεται το Τζαμί Τζισταράκη, στην παλιά Οθωμανική Αγορά. Το τέμενος, που λεγόταν και τζαμί του Κάτω Συντριβανιού, χτίστηκε το 1759 από τον βοεβόδα Τζισταράκη με στόχο να ικανοποιήσει τον σουλτάνο. Το τζαμί χτίστηκε από αρχαία ερείπια, αλλά επειδή τα υλικά δεν ήταν αρκετά ο βοεβόδας διέταξε να ανατινάξουν τον 17ο στύλο του ναού του Ολυμπίου Διός για να πάρουν τη σκόνη και να τη χρησιμοποιήσουν ως μαρμαροκονίαμα στους τοίχους.

Η πράξη αυτή εξόργισε όχι μόνο τους Αθηναίους αλλά και τον πασά του Ευρίπου, καθώς υπήρχε νόμος που απαγόρευε την καταστροφή των αρχαίων μνημείων επειδή ανήκαν στον σουλτάνο. Ο Τζισταράκης, που δεν είχε φανταστεί τον αντίκτυπο της πράξης του, προσπάθησε να δωροδοκήσει τον πασά στέλνοντάς του 8.000 γρόσια, όμως εκείνος δεν τα δέχτηκε και τον εξόρισε. Εκείνη την εποχή σημειώθηκε έξαρση της πανούκλας στην Αθήνα, γεγονός για το οποίο κατηγορήθηκε ο Τζισταράκης καθώς θεωρήθηκε ότι με την πράξη του αυτή ανέσυρε μια αρχαία κατάρα, σύμφωνα με την οποία κάθε αρχαία κολόνα που πέφτει και καταστρέφεται ξεθάβει μια μεγάλη συμφορά που κοιμάται στη βάση της.


Τζαμιά και Μπενιζέλοι

Το Γενί Τζαμί της Μπεΐνας ή τζαμί του Ροδακιού βρισκόταν μεταξύ των οδών Βουλής, Νικοδήμου, Θουκυδίδου και Απόλλωνος. Στη θέση Πάνω Συντριβάνι υπήρχε το Σοφτά Τζαμί ή το Τζαμί των Σοφτάδων, στη διασταύρωση των σημερινών οδών Πανδρόσου και Καπνικαρέας, το οποίο χρησίμευσε και ως μεντρεσές πριν από την ίδρυση του Μεντρεσέ απέναντι από τους Αέρηδες. Επίσης υπήρχε το Τζαμί της Κολώνας στην Αδριανού, το Κιουτσούκ Τζαμί στην οδό Μουσείου και το Τζαμί του Παρθενώνα, που χτίστηκε μετά την επίθεση του Μοροζίνι μέσα στον Παρθενώνα αλλά γκρεμίστηκε αμέσως μετά την Επανάσταση.

Το παλιότερο σπίτι της Αθήνας και αντιπροσωπευτικό δείγμα αστικής αρχιτεκτονικής της οθωμανικής περιόδου είναι το Αρχοντικό Μπενιζέλου της οδού Αδριανού στην Πλάκα. Το αρχοντικό είναι μια διώροφη κατασκευή με χαγιάτι, στα πρότυπα του οθωμανικού σπιτιού, με πηγάδι στην μπροστινή αυλή του, ενώ στην πίσω αυλή διασώζονται ακόμη το ελαιοτριβείο και το πατητήρι. Το σπίτι περιβάλλεται από ψηλό μαντρότοιχο, όπως όλα τα σπίτια τότε. Χτίστηκε στις αρχές του 17ου αιώνα και ανήκε στην αριστοκρατική οικογένεια του Αθηναίου άρχοντα Αγγελου Μπενιζέλου. Γόνος της οικογενείας είναι και η Ρεγούλα ή Ρηγούλα Μπενιζέλου (1522-89), μετέπειτα Αγία Φιλοθέη.

INF0

Η Αρτεμις Σκουμπουρδή θα δώσει διάλεξη την Τετάρτη 28/11 στις 18.30 στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων (Δομοκού 6, Στ. Λαρίσης) με θέμα «Μνήμες από την Αθήνα του χθες».

Το βιβλίο της «Μοναστηράκι – Πλάκα. Οι γειτονιές των θεών» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη

Ετικέτες