Την περίοδο 1940-1941, όταν στη Γερμανία προετοίμαζαν τον πόλεμο ενάντια στη Σοβιετική Ενωση, προέκυψε ένα πρόβλημα ορολογίας. Ο χαρακτήρας του πολέμου που επρόκειτο να ξεκινήσει δεν χωρούσε στους έως τότε υπάρχοντες ορισμούς. Ακόμα και ο ορισμός «ολοκληρωτικός πόλεμος», που είχε χρησιμοποιήσει ο Λούντεντορφ στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, φαινόταν μετριοπαθής ως προς τους στόχους και τις μεθόδους του «φυλετικού» πολέμου που ετοιμαζόταν. Οι ιθύνοντες του Βερολίνου χρησιμοποίησαν τότε έναν νέο όρο: τον «πόλεμο εξόντωσης». Ηταν μια ακριβής ορολογία – ένα σημαντικό μέρος της απέναντι κοινωνίας έπρεπε να εξοντωθεί, να πεθάνει…
Σήμερα, στον 21ο αιώνα πλέον, πολλές δεκαετίες μετά τα δίσεκτα χρόνια του προηγούμενου παγκόσμιου πολέμου, οι πολεμικές εστίες στις παρυφές της Ευρώπης δείχνουν έτοιμες να υιοθετήσουν το απόλυτο λεξιλόγιο του σχεδίου «Μπαρμπαρόσα» – του γερμανικού σχεδίου εισβολής στη Σοβιετική Ενωση.
Στην Παλαιστίνη, ο πόλεμος του Ισραήλ ενάντια στον λαό της Παλαιστίνης έχει ήδη όλα τα χαρακτηριστικά του «πολέμου εξόντωσης».
Δεν πρόκειται για απλή έκφραση των στόχων των ιθυνόντων του Τελ Αβίβ. Εχουν ήδη περάσει προ πολλού στη θανατηφόρα υλοποίησή τους. Με υπόστρωμα τη γενοκτονία ο πόλεμος έχει στραφεί εναντίον αμάχων, των οποίων η εξόντωση ή ο εκπατρισμός αποτελεί πλέον τη βασική επιδίωξη των πολιτικών και στρατιωτικών επιτελείων του Ισραήλ. Για πολλά εκατομμύρια ανθρώπους πρόκειται, για έναν ολόκληρο λαό…
Στην Ουκρανία, πίσω από τις γραμμές του μετώπου όπου καθημερινά πεθαίνουν στρατιώτες και των δύο πλευρών, επικρατεί πολεμική παράκρουση. Δεν πρόκειται μόνο για τις δηλωμένες θέσεις των εμπολέμων οι οποίες καθορίζουν ως στόχο του πολέμου την απόλυτη ήττα της άλλης πλευράς, υπονομεύοντας έτσι κάθε απόπειρα διαπραγμάτευσης. Πίσω από αυτούς, στις πρωτεύουσες της δυτικής Ευρώπης, η πολεμική υστερία έχει γίνει επίσημη πολιτική. Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία και οι μικρότεροι εταίροι τους μιλούν καθημερινά περί πολέμου και εκταμιεύουν δισεκατομμύρια επί δισεκατομμυρίων στον βωμό της πολεμικής προπαρασκευής. Είναι προφανές ότι οι κυβερνήσεις αυτές, το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν ποικιλόμορφα αναμειχθεί ενεργά στον πόλεμο.
Στο Κίεβο οι Ουκρανοί ιθύνοντες αναζητούν τρόπους κλιμάκωσης του πολέμου, ενθαρρυμένοι από τις δυτικές παραινέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι επιθέσεις σε βάσεις στρατηγικών βομβαρδιστικών της Ρωσίας. Οι επιθέσεις αυτές, στο διπλωματικό επίπεδο, παραβιάζουν τις συμφωνίες περί αμοιβαίου ελέγχου και περιορισμού των πυρηνικών όπλων. Η καταστροφή βομβαρδιστικών-φορέων πυρηνικών όπλων μεταβάλλει τις ισορροπίες σε βάρος της Μόσχας ακυρώνοντας το συμφωνημένο πάγωμα των πυρηνικών εξοπλισμών. Επιπλέον διαπερνούν τις κόκκινες γραμμές του ρωσικού πυρηνικού δόγματος, το οποίο προβλέπει δυναμική απάντηση στην περίπτωση επιθέσεων εναντίον του πυρηνικού οπλοστασίου της Μόσχας. Προφανώς κάποιοι παίζουν με την (πυρηνική) φωτιά.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είναι γνωστά ο τρόπος με τον οποίο θα απαντήσει η ρωσική πλευρά και η κλιμάκωση που ίσως ακολουθήσει. Στη δική μας ελληνική περίπτωση όμως η προθυμία της κυβέρνησης να εμπλακεί ολοένα πιο βαθιά στην πολεμική διαμάχη φαίνεται επικίνδυνη και ακατανόητη. Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πολέμους, ενώ ο ανατολικός της γείτονας την απειλεί «υπαρξιακά» – με την απώλεια κυριαρχίας σε θάλασσες και νησιά. Είναι εγκληματικά ανεύθυνη η πολιτική που εμπλέκει τη χώρα σε πολέμους που δεν την αφορούν και την εκθέτει σε όποια τυχόν κλιμάκωση του πολέμου.
*Oμότιμος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Διαβάστε επίσης
Πληθαίνουν οι τουρίστες αλλά ξοδεύουν λιγότερα – Διαρκώς μειούμενη η μέση τουριστική δαπάνη στη χώρα