Από την ώρα που ανακοινώθηκε ο θάνατος του Διονύση Σαββόπουλου, τα social media κατακλύστηκαν από αναρτήσεις με πολλούς και διάφορους χαρακτηρισμούς για τον ίδιο και το έργο του: «Εθνικός ποιητής», «Πατέρας των Ελλήνων τραγουδοποιών», «Ελληνας Μπομπ Ντίλαν» κ.λπ.
Ενα αίσθημα ορφάνιας για έναν άνθρωπο που έφυγε λίγο προτού συμπληρώσει τα 81 του χρόνια και που γαλούχησε κυριολεκτικά έναν ολόκληρο λαό με τα τραγούδια του. Είναι αλήθεια πως η εικόνα του στο περασμένο Rockwave ήταν αποκαρδιωτική. Μα είναι δυνατόν ο αεικίνητος Σαββόπουλος που σάρωνε τη σκηνή να τραγουδάει αδύναμος πια καθισμένος σε πολυθρόνα; Σαν να είχε ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση…
Θέλω να πω ότι τους τελευταίους μήνες και με αποκορύφωμα την εισαγωγή του στο νοσοκομείο όλοι ήμασταν κάπως προετοιμασμένοι για το οριστικό πέσιμο της αυλαίας. Κι όμως, δεν χωνεύεται εύκολα η απώλεια του Σαββόπουλου. Μένει μόνο το αίσθημα μιας τύχης ή και μιας «ευλογίας» για όλους όσοι υπήρξαμε σύγχρονοί του και αγαπήσαμε τα έργα του στον καιρό τους. Ή και πολύ αργότερα, σημάδι κι αυτό της διαχρονικής αξίας τους.

(Ο Διονύσης Σαββόπουλος με την μπάντα Λαιστρυγόνα)
Εν αρχή ην το «Φορτηγό»
Το μακρινό 1966, τότε που κυκλοφορούσε το «Φορτηγό», ενόσω ήταν μόλις 22 ετών, αυτός ο αναιδής ευφυής νεαρός είχε τολμήσει να πει στον Αλέκο Πατσιφά της Lyra: «Ηρθα για να μ’ εκμεταλλευτείτε». Η ιστορία λέει πως ναι μεν ο Νίκος Μαμαγκάκης οδήγησε τον Σαββόπουλο στη Lyra, εκείνος όμως που τον «πρωτοέτρεξε» στις δισκογραφικές ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης. Ανατρέχω σε μαρτυρία του Μίκη από συνέντευξή μας: «Με πιάνει ο Διονύσης και μου λέει: “Κύριε Μίκη, δεν με παίρνετε μαζί σας στο πρόγραμμα με την Ντόρα Γιαννακοπούλου να παίζω τα τραγούδια μου;’’. Eτσι κι έγινε, έτσι άκουσα το συγκλονιστικό “Φορτηγό’’ του διά ζώσης κι έτσι μίλησα στον Λαμπρόπουλο της Columbia. Ο Λαμπρόπουλος όμως ήταν περίεργος άνθρωπος. “Δεν μου αρέσει’’ μου λέει. “Καλά, δεν σ’ αρέσει αυτός ο άνθρωπος;’’ του κάνω εγώ κι έτσι μετά μίλησα του Πατσιφά της Lyra, όπου και βγήκε τελικά το έργο του Σαββόπουλου με τη βοήθεια επίσης του Μαμαγκάκη».
Τι είχε εκείνο το πρώτο έργο του Σαββόπουλου που δεν το ήθελε ο Λαμπρόπουλος και τελικά το αγκάλιασε ο Πατσιφάς; Πρώτα απ’ όλα είχε μια «ζουληγμένη» φωνή (έτσι αποκαλούσε ο Σαββόπουλος τη φωνή του στα τραγούδια του) που απείχε πολύ από τις αιθέριες γυναικείες φωνές στις νεοκυματικές μπαλάντες του Μαυρουδή και του Σπανού. Είχε έναν λόγο ποιητικό, άλλοτε ερωτικό και άλλοτε βαθιά πολιτικό, από τη «Συννεφούλα» μέχρι το «Βιετνάμ γιε – γιε». Ενα ύφος μελαγχολικό που συναντούσαμε στις άλλες μπαλάντες του Ζορζ Μπρασένς. Και έναν μόνο στίχο, εκείνο το «Η βροχούλα αν δεν έκαιγε καλύβια», που φανέρωνε πόσο καλοχωνεμένο είχε μέσα του τον Ντίλαν, τον «πατέρα» όλων των τραγουδοποιών επί της γης αυτής που έβαλε την ποίηση στο τραγούδι, κάνοντάς το ικανό να λέει βαθύτερα πράγματα.

(Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον Διονύση Σαββόπουλο το 2004 στο σπίτι του Μίκη (φωτογραφία Αντώνης Μποσκοΐτης)
Επειτα ήρθε «Το περιβόλι του τρελού» το 1969 με το περίφημο χίπικο εξώφυλλο του Δελιαλή. Μαζί του ο Σαββόπουλος έχει πλέον τα Μπουρμπούλια, ένα δυνατό ροκ συγκρότημα, αν και τις ενορχηστρώσεις σε εκείνα τα τραγούδια υπέγραφε ο συνθέτης Γιώργος Κοντογιώργος. Και πάλι ο Ντίλαν παρών. «Οι πίσω μου σελίδες» τραγούδησε ο Σαββόπουλος, «My back pages» είχε γράψει ο Ντίλαν. Εκεί μέσα υπήρχαν η ψυχεδελική «Θαλασσογραφία», το σπαραξικάρδιο «Είδα την Αννα κάποτε» και η αθάνατη «Ωδή στο Γεώργιο Καραϊσκάκη».
Ακολουθεί ο «Μπάλλος» το 1971, ένα έξοχο δείγμα ελληνικού prog rock. Παίζουν ξανά τα Μπουρμπούλια μαζί και μ’ άλλους μουσικούς. Βλέπουμε στο οπισθόφυλλο το όνομα του Δημήτρη Πουλικάκου ως μουσικού στα κρουστά. Στο ίδιο εξώφυλλο διαβάζουμε και τους στίχους του Νίκου Εγγονόπουλου που ακούγονται στον «Μπάλλο»: «Εδώ είναι Μπαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε». Και μέσα, εκτός από τον «Μπάλλο» με τα μουσικά μοτίβα δάνεια από την ουγγρική μουσική παράδοση (είναι σίγουρο πως ο Ούγγρος Γιάνος Λαμπίτσι, που ήταν βασικό μέλος στα Μπουρμπούλια, έμαθε στον Σαββόπουλο τη συγκεκριμένη μελωδία), συναντάμε το ηλεκτρικό και άκρως επαναστατικό «Κιλελέρ», όπως και το «Ο παλιάτσος και ο ληστής» – να τος πάλι ο Ντίλαν! Κι εδώ η ιστορία λέει πως ο Σαββόπουλος είχε δει live στην Yδρα το 1969 τον Πουλικάκο με το συγκρότημα MGC να παίζουν το «All along the watchtower» του Ντίλαν ως «Γύρω γύρω στη σκοπιά». Το «τσίμπησε» και έφτιαξε τη δική του εκδοχή.
Από τον Ντίλαν στην Μπέλλου
Επόμενο μεγάλο άλμπουμ το «Βρώμικο ψωμί» το 1973. Εδώ δεν υπάρχουν τα Μπουρμπούλια, που έχουν χωριστεί από τον Σαββόπουλο, υπάρχει όμως η νέα μπάντα, η Λαιστρυγόνα, με Βαγγέλη Γερμανό, Θεολόγο Στρατηγό, Στέλλα Γαδέδη, Γιώργο Γαβαλά και Γιάννη Μπαχ Σπυρόπουλο. Και αριστουργηματικές συνθέσεις όπως η «Δημοσθένους λέξις», το «Ζεϊμπέκικο (Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια)» στην πρώτη ηχογράφησή του με τον ίδιο τον Σαββόπουλο και, βέβαια, το ροκ έπος «Μαύρη Θάλασσα», που είχε πρωτοηχογραφηθεί μόνο ως οργανικό στο θρυλικό «Ζωντανοί στο Κύτταρο» του 1971.
Ακόμη έναν εξελληνισμό τραγουδιού του Ντίλαν συναντάμε στο «Βρώμικο ψωμί», το «Αγγελος εξάγγελος» που είναι το «The wicked messenger» από το άλμπουμ «John Wesley Harding». Η διασκευή του Σαββόπουλου είναι πολύ πιο όμορφη από την πρωτότυπη σύνθεση του Ντίλαν.
Το 1975 βγαίνει το «Δέκα χρόνια κομμάτια» με ηχογραφήσεις live από το Κύτταρο και όχι μόνο. Η Δόμνα Σαμίου τραγουδάει «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας» σε ποίηση Ντίνου Χριστιανόπουλου (το είχε ηχογραφήσει πρώτος ο Νιόνιος σε 45άρι δισκάκι πριν από το «Φορτηγό») και η Σωτηρία Μπέλλου το «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια» που ακόμη τραγουδάει όλη η Ελλάδα. Στο ένθετο του δίσκου υπάρχουν φωτογραφίες από τις παραστάσεις του Σαββόπουλου στο Κύτταρο με τον Σπαθάρη και την μπάντα του. Ενα από τα ομορφότερα τραγούδια που έγραψε ποτέ ο Σαββόπουλος, «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη», επίσης συμπεριλήφθηκε στα «Δέκα χρόνια κομμάτια».
Εναν χρόνο μετά κυκλοφορεί το σάουντρακ του Σαββόπουλου για το κινηματογραφικό «Χάππυ Νταίη» του Παντελή Βούλγαρη, με τον «Λαϊκό τραγουδιστή» για τη φωνή του Μιχάλη Μενιδιάτη, και το 1977 έρχονται οι «Αχαρνής» για μια παράσταση με το Θέατρο Τέχνης. Δεν τα βρήκε όμως ο Νιόνιος με τον Κουν κι έτσι ο πρώτος προτίμησε να παρουσιάσει τα νέα του τραγούδια ως παράσταση σε στέκι της Πλάκας. Είναι ο δίσκος μέσα απ’ τον οποίο ξεπήδησε η νεότερη γενιά τραγουδιστών και τραγουδοποιών, από τον Νίκο Παπάζογλου και τη Μελίνα Τανάγρη μέχρι τον χατζιδακικό Ηλία Λιούγκο και τον Σάκη Μπουλά.

(Η Μαρίζα Κωχ συνομιλεί με τον Διονύση Σαββόπουλο το 1974 (αρχείο Μαρίζας Κωχ, από τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ «Τραγούδια της φωτιάς» του Νίκου Κούνδουρου)
Η «Ρεζέρβα» του 1979, διπλό βινύλιο, κατά προσωπική εκτίμηση αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους –μετά το «Φορτηγό»– δίσκους του Σαββόπουλου. Ξεχωρίζουν τα τραγούδια πολιτικής κριτικής και το τρυφερό άσμα του δημιουργού, αφιερωμένο στη γυναίκα του («Ασπα»), που πάλι είναι ένα κλείσιμο του ματιού του Σαββόπουλου στον Ντίλαν (το 1975 ο Ντίλαν στο «Desire» είχε γράψει το τραγούδι «Sara» για τη σύντροφο της ζωής του). Βέβαια, η «Ρεζέρβα», στην οποία έπαιξαν για πρώτη φορά σε έργο του Σαββόπουλου λόγιοι μουσικοί, πέρασε στην ιστορία για το αριστουργηματικό «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», αφιερωμένο στον Νίκο Κοεμτζή. Είναι το κομμάτι που είχε δώσει εντολή ο Μάνος Χατζιδάκις να παίζεται ξανά και ξανά από το Τρίτο Πρόγραμμα με σκοπό μάλλον να προβοκάρει τις αντιδράσεις διαμαρτυρίας της τότε δεξιάς κυβέρνησης.
Πάμε πάλι στον Ντίλαν, αφού εκείνος είχε γράψει στο «Desire» το περίφημο «Hurricane», τραγούδι διαμαρτυρίας για τη ρατσιστική και άδικη φυλάκιση του Αφροαμερικανού μποξέρ Ρούμπιν Κάρτερ. Ο Σαββόπουλος εμπνεύστηκε από τον Ντίλαν για ακόμη μία φορά και κατέθεσε το δικό του τραγούδι για έναν Ελληνα παράνομο. Συμμετείχαν ερμηνευτικά η Ελένη Βιτάλη, η Αλκηστις Πρωτοψάλτη, η Αφροδίτη Μάνου και ο Νίκος Παπάζογλου. Τον ίδιο ακριβώς καιρό ο Σαββόπουλος, ως παραγωγός, υπογράφει την «Εκδίκηση της γυφτιάς» των Ξυδάκη – Ρασούλη, ένα έργο που σφράγισε το νέο λαϊκό τραγούδι και σύστησε σ’ ένα μαζικό κοινό τον Θεσσαλονικιό Παπάζογλου.
Με τα «Τραπεζάκια έξω» του 1983 ο Σαββόπουλος εμπνέεται από τον Μπομπ Ντίλαν αυτήν τη φορά ως στάση ζωής. Στο «Slow train comin’» του 1979 ο Ντίλαν είχε γίνει πια χριστιανός. Ο Σαββόπουλος, που τον ακολουθούσε φανατικά, υιοθετεί το νεοορθόδοξο προφίλ του. Το «Ας κρατήσουν οι χοροί» με το ελληνοκεντρικό τους στιχουργικό αφήγημα διαθέτει όμως μια μουσική ικανή μέχρι σήμερα να οδηγεί τον λαό σε γλεντοκόπι. Το «Μυστικό τοπίο», επίσης μια αριστουργηματική μπαλάντα του Σαββόπουλου, κάνει τη διαφορά στο σύνολο του άλμπουμ.
Από το 1983 μέχρι το1988 κυκλοφορούν ακόμη τρεις δίσκοι του Σαββόπουλου, δύο live («20 χρόνια δρόμος» και «Ο κύριος Σαββόπουλος ευχαριστεί τον κύριο Χατζιδάκι και θάρθη οπωσδήποτε»), όπως και το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» από την καλύτερη μουσική εκπομπή στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης με παρουσιαστή τον ίδιο.
Μετά το «Κούρεμα»
Το 1989 κυκλοφορεί το «Κούρεμα», ο δίσκος που έκανε ολοφάνερη την ιδεολογική στροφή του δημιουργού. Με χονδροειδείς χαρακτηρισμούς για τον Ανδρέα Παπανδρέου και με τραγούδια σαν την «Αποτυχία της Αριστεράς» και «Το Μητσοτάκ», ο Νιόνιος έκοβε οριστικά τους δεσμούς με το αριστερίστικο παρελθόν του. Ο κόσμος πληγώθηκε και αυτό ήταν δικαίωμά του (τόσο του κόσμου όσο και του Σαββόπουλου αυτοπροσώπως). Το επόμενο live άλμπουμ του με τίτλο «Αναδρομή ’63-’89» στέκεται σαν μια συλλογή τραγουδιών του με την απίστευτη ερμηνεία της Λένας Πλάτωνος στο πιάνο και στο τραγούδι του «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια». Τελευταίος δίσκος με πρωτότυπα τραγούδια ήταν ο «Χρονοποιός» το 1999, με κομμάτια, όπως το «Σου μιλώ και κοκκινίζεις», να κινούνται στο ύφος του παλιότερου «Ας κρατήσουν οι χοροί».
Μέχρι το τέλος του ο Σαββόπουλος συνεργάστηκε με πολλούς νεότερους συναδέλφους του: Αλκίνοο Ιωαννίδη, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Onirama, Στάθη Δρογώση, Νίκο Πορτοκάλογλου κ.ά., ενώ δεν δίστασε να συμπράξει με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου ως ερμηνευτής του «Σαμάνου» του το 2008.
Τώρα που ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν είναι πια μαζί μας, ας μείνουν τα τραγούδια του να θυμίζουν το πέρασμά του απ’ τον τόπο αυτό με όλη την ιστορική τους βαρύτητα.






















