Το Τείχος έχει τις δικές του ταινίες

Με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την πτώση του αναζητάμε τις ταινίες που συνδέθηκαν απόλυτα με το Τείχος και το διχασμένο Βερολίνο.

Εν αρχή ην ο «Κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» (The spy who came in from the cold, 1965) του Μάρτιν Ριτ ο οποίος αποτύπωσε την εικόνα ενός διχασμένου μα τόσο όμοιου κόσμου με όχημα το μυθιστόρημα του Τζον λε Καρέ. Ο κατάσκοπος Αλεκ Λίμας (Ρίτσαρντ Μπάρτον) δεν εκφράζει την κυρίαρχη ιδεολογία της Δύσης που θεωρεί πως ό,τι προέρχεται από την άλλη πλευρά του Τείχους αποτελεί πρωτογενή απειλή για την ανθρωπότητα. 

Ο Λίμας είναι κουρασμένος, σαρκαστικός και αδιάφορος απέναντι στη χωρίς ουσία αντιπαλότητα των δύο μπλοκ αλλά και απέναντι στους κατασκόπους: «Είναι απλώς ένα μάτσο άθλιων, ελεεινών μπάσταρδων σαν εμένα». Θέση στην οποία υπερθεματίζει ο Ανατολικογερμανός πράκτορας Φίντλερ (Οσκαρ Βέρνερ): «Μικροπρεπείς άντρες, μέθυσοι, αλλόκοτοι, σύζυγοι που φοβούνται τις γυναίκες τους, δημόσιοι υπάλληλοι που παίζουν τους καουμπόηδες και Ινδιάνους για να φωτίσουν τις σάπιες μικρές ζωές τους». Μαύρο εναντίον άσπρου; Οχι, ένα υποτονισμένο γκρι που έχει τυλίξει την Ευρώπη από το ένα άκρο της έως το άλλο. Η τελική πράξη (όπως και η εναρκτήρια) του δράματος θα δοθεί στο όριο/τοπόσημο, στο Τείχος του Βερολίνου, που χωρίζει τη Δύση από την Ανατολή, καθώς πουθενά αλλού στον κόσμο δεν υπάρχει θέση για το ανθρώπινο ράκος που άκουγε στο όνομα Αλεκ Λίμας.

Το ατόπημα του Χίτσκοκ και ο γυαλάκιας πράκτορας

Έναν χρόνο αργότερα στο «Αποστολή στο Βερολίνο» (Funeral in Berlin, 1966) του Γκάι Χάμιλτον ο διοπτροφόρος Χάρι Πάλμερ (Μάικλ Κέιν), μια πληκτική εκδοχή του σούπερ πράκτορα που αντί για Martini shaken not stirred βολεύεται με διουρητικά αφεψήματα, αναλαμβάνει την τρίτη κινηματογραφική αποστολή του: προορισμός του το Ανατολικό Βερολίνο όπου θα ελέγξει την περίπτωση της αποστασίας του στρατηγού Στοκ (Οσκαρ Χομόλκα), αξιωματούχου της αντίπαλης υπηρεσίας πληροφοριών. Κανένα ιδεολογικό κίνητρο δεν ενεργοποιεί τον Πάλμερ, που δεν βασανίζει το μυαλό του με τις θεωρίες για τον κόσμο της ελευθερίας που κινδυνεύει από εκείνον του «κόκκινου ολοκληρωτισμού»· το τρίπτυχο που ακολουθεί πιστά είναι «επιβίωση, επιβίωση και πάνω απ’ όλα επιβίωση». Το Τείχος του Βερολίνου είναι άλλο ένα τείχος κάπου στον κόσμο. Καμιά έκπληξη για τον πράκτορα ο οποίος ως γνήσιος Βρετανός ξέρει ότι για να διοικείς απρόσκοπτα πρέπει να διαιρείς σε βάθος. Μέρος των γυρισμάτων έγινε στο Τείχος του Βερολίνου από τη μεριά της Δύσης και καθώς το σετ βρισκόταν στο Checkpoint Charlie οι Ανατολικογερμανοί προσπάθησαν να καταστρέψουν τις σκηνές κατευθύνοντας την αντανάκλαση του ήλιου στις κάμερες.

Ο Αμερικανός επιστήμονας πυραύλων Μάικλ Αρμστρονγκ (Πολ Νιούμαν) αυτομολεί στην Ανατολική Γερμανία. Στην πραγματικότητα βρίσκεται σε διατεταγμένη αποστολή με στόχο να ανακαλύψει μαθηματική φόρμουλα που επινόησε επιστήμονας στη Λειψία. Κατασκοπική ίντριγκα, υπόγειος σαρκασμός, ωμή προπαγάνδα, κλιμακούμενο σασπένς, μελέτη χαρακτήρων και ένα αίσθημα κυρίαρχης ματαιότητας που στο τέλος υποσκάπτει το παιχνίδι του ιδεολογικού μπρα ντε φερ με επιβλέποντα το Τείχος. Κι όμως δεν πρόκειται για κάποιο επεισόδιο των «Επικίνδυνων αποστολών» αλλά για την ταινία του Αλφρεντ Χίτσκοκ «Το σχισμένο παραπέτασμα» (Torn curtain, 1966).

Πέτα τη γιαγιά από το Τείχος και αντίο, σύντροφε Λένιν

Τις επόμενες δεκαετίες το Τείχος αποτέλεσε σκηνικό που έλαβε φολκλορικές διαστάσεις σε αρκετές μέτριες ως επί το πλείστον ταινίες προκειμένου να παγιωθεί η αντικομμουνιστική υστερία. Ετσι o Τζέιμς Μποντ (Ρότζερ Μουρ) στην «Επιχείρηση Οκτόπουσι» (Octopussy, 1983) ταξίδεψε έως το Ανατολικό Βερολίνο για να δει τις «θηριωδίες» των Ανατολικογερμανών (η εναρκτήρια σεκάνς γυρίστηκε στο Checkpoint Charlie). Πρόσφατα ο Στίβεν Σπίλμπεργκ με τη «Γέφυρα των κατασκόπων» (Bridge of spies, 2015) συνέθεσε την προσωπική του διήγηση για τον διχασμένο κόσμο του Βερολίνου. Οξυδερκής ισορροπιστής ο οποίος γνωρίζει πώς μπορεί να οδηγήσει με ασφάλεια τα βήματά του στο σχοινί που βρίσκεται πάνω ακριβώς από τη γραμμή που χωρίζει τη Δύση από την Ανατολή.

Δύο χρόνια πριν από την πτώση του Τείχους ο Βιμ Βέντερς σκηνοθετεί τα «Φτερά του έρωτα» (Der Himmel über Berlin: O ουρανός πάνω από το Βερολίνο, 1987). Δύο άγγελοι –ο Ντάμιελ (Μπρούνο Γκαντς) και ο Κάσιελ (Οτο Σάντερ)– κατεβαίνουν από τον ουρανό και περιδιαβαίνουν το μελαγχολικό Βερολίνο συλλέγοντας τα παράπονα και τα αγκομαχητά μοναχικών ηλικιωμένων, θυμωμένων εργατών, απογοητευμένων συζύγων για να προσφέρουν τη δική τους παρηγοριά. Ο Ντάμιελ βλέπει τον άγγελο μέσα στους ανθρώπους και συναισθάνεται τη χαρά, τη λύπη, την αγωνία, την ανθρώπινη συνθήκη. Το Τείχος χωρίζει τους ανθρώπους, όμως όχι και την κοινή τους επιδίωξη: την αναζήτηση της σοφίας.

Ο Βόλφγκανγκ Μπέκερ στο «Goodbye, Lenin» (2003) μιλάει για την απουσία του Τείχους και στήνει μια ευφάνταστη κωμωδία, ενώ ο Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ ραπίζει τη νοσταλγία των Ανατολικογερμανών για το κράτος που έχασαν (Ostalgie) με τις «Ζωές των άλλων» (The lives of others, 2006). 1984 και η Στάζι έχει στήσει ένα πυκνό δίκτυο παρακολούθησης όλων των πολιτών. Δυστοπικό, αποπνικτικό, εφιαλτικό. Και το Τείχος; Αυτό είναι φρουρός της δυσώδους κατάστασης καθολικής διαφθοράς. Σε έναν τέτοιο κόσμο κανείς δεν μπορεί να είναι αθώος. Και δεν είναι…