Μία από τις διασημότερες ταινίες στην ιστορία του σινεμά είναι το «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι με πρωταγωνιστές τον Μάρλον Μπράντο και την άγνωστη τότε (1972) Μαρία Σνάιντερ. Όμως τη συνοδεύει μία σοκαριστική αποκάλυψη για τα παρασκήνια της, που αφορά στην περιπέτεια κακοποίησης της πρωταγωνίστριας του φιλμ.
Η ταινία «Την έλεγαν Μαρία» που παίζεται αυτές τις μέρες στις ελληνικές αίθουσες αφηγείται την ιστορία της Μαρία Σνάιντερ με επίκεντρο φυσικά την περιβόητη σκηνή του «βιασμού» της νεαρής ηθοποιού στο «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι». Όμως δεν μένει μόνο σε αυτή. Το σενάριο βασίζεται στο βιβλίο της ξαδέλφης της ηθοποιού Βανέσα Σνάιντερ, «Tu t’appelais Maria Schneider».
Η σκηνοθέτρια του φιλμ Τζεσικά Παλίντ προτίμησε να αλλάξει την οπτική γωνία αφήγησης, που στο βιβλίο προέρχεται από τα λόγια ενός μέλους της οικογένειας της Σνάιντερ. Ο κινηματογραφικός φακός επικεντρώνεται στην πρωταγωνίστρια του «Τελευταίου τανγκό στο Παρίσι» και δεν την εγκαταλείπει ποτέ. Η Σνάιντερ ήταν από τις πρώτες ηθοποιούς που τόλμησε να καταγγείλει δημόσια την κακοποίηση της αλλά κανείς δεν ήθελε να την ακούσει. Μίλησε, αρκετά νωρίς μάλιστα, τόσο στο ντοκιμαντέρ της Ντελφίν Σερίγκ, «Sois belle et tais-toi» ενώ και σε κάποιες συνεντεύξεις της αναφέρθηκε στην επίμαχη σκηνή. Μάλιστα δεν σταμάταγε να στηλιτεύει τη συστημική πραγματικότητα μιας εποχής όπου «οι ταινίες γράφονται από άνδρες για άνδρες».
Σήμερα τα λόγια της βρίσκουν επιτέλους αποδέκτες καθώς η εποχή του #metoo πριμοδοτεί την αμφισβήτηση του λόγου του παντοδύναμου καλλιτέχνη-δημιουργού και ενισχύει την κριτική κάθε ενέργειας παρέκκλισης ή εκτροπής από τα όρια της αξιοπρέπειας και του σεβασμού. Η σκηνοθέτρια έχει και προσωπική εμπειρία από τον σκηνοθέτη καθώς εργάστηκε στο πλευρό του όταν ξεκινούσε την καριέρα της στο σινεμά.
«Ήμουν στην ίδια ηλικία με τη Μαρία Σνάιντερ όταν γύρισε το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», δηλαδή στα 19 μου» λέει η Παλίντ. «Τότε γνώρισα τον Μπερτολούτσι από τη θέση της μαθητευόμενης στους «Ονειροπόλους». Ως μεγάλη θαυμάστρια του έργου του αναρωτιόμουν συχνά πώς σκηνοθέτησε τη Μαρία στο «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι». Η ιστορία της Σνάιντερ με άγγιξε, ίσως επειδή απηχούσε την εμπειρία μου από τα κινηματογραφικά πλατό όταν εργαζόμουν ως βοηθός. Μέχρι πριν από περίπου δέκα χρόνια, δεν υπήρχαν πολλές γυναίκες σε ένα πλατό. Ήμουν συχνά η νεότερη και πάντα περιτριγυρισμένη από άνδρες. Ήμουν μάρτυρας διάφορων περίεργων σκηνών, με ηθοποιούς να ταπεινώνονται σε κάποιες από αυτές, και βρέθηκα σε καταστάσεις που σήμερα θα χαρακτήριζα αφύσικες, αλλά τότε δεν μπόρεσα να εκφραστώ. Με την ταινία που έκανα δεν προσπαθώ να κατηγορήσω ή να κρίνω κανέναν, αλλά να έρθω αντιμέτωπη με αυτήν τη βαριά κληρονομιά, να προσφέρω ένα πορτρέτο αυτής της κοινωνίας μέσα από μια νέα οπτική γωνία, αυτή της Μαρίας. Παρόλο που είναι έργο μυθοπλασίας, είναι σαφές ότι το σενάριο γράφτηκε με βάση προσωπικές συναντήσεις και έρευνα. Διάβασα και είδα έναν τεράστιο αριθμό συνεντεύξεων της Μαρίας στα γαλλικά και ξένα μέσα ενημέρωσης. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι κάθε φορά έλεγε πράγματα που κανείς άλλος δεν φαινόταν να ακούει. Το 2024, τα λόγια της φαίνονται πολύ σύγχρονα, παρόλο που χρονολογούνται από τη δεκαετία του ’70!»
Όσον αφορά την περίφημη σκηνή και το πώς την μετέφερε στη δική της ταινία, η Τζεσικά Παλίντ σημειώνει: «Είχα πρόσβαση στο πρωτότυπο σενάριο του «Τελευταίου Τανγκό στο Παρίσι», την εκδοχή που χρησιμοποιήθηκε στα γυρίσματα. Η σκηνή δεν υπήρχε στο σενάριο. Στο σενάριο, η σκηνή τελείωνε με μια βίαιη χειρονομία. Όμως την ημέρα των γυρισμάτων, η υπεύθυνη σεναρίου έκανε σημειώσεις στα περιθώρια των σελίδων για να καταγράψει όλα όσα είχαν προστεθεί. Πριν από τα γυρίσματα, ο Μπερτολούτσι είπε στη Μαρία μόνο ότι θα προχωρούσε πέρα από ό,τι ήταν στη σελίδα. Είχε συνηθίσει να προσθέτει σκηνές και να ενθαρρύνει τον αυτοσχεδιασμό, σε αναζήτηση του «τυχαίου» που τρέφει τη δημιουργία. Όμως εδώ, με τον αυτοσχεδιασμό με το βούτυρο, ξεπερνιούνται τα όρια. Όταν ο Μπράντο κατεβάζει το παντελόνι της Μαρία και μαζεύει βούτυρο στα δάχτυλά του, η νεαρή γυναίκα αιφνιδιάζεται και πέφτει στο έδαφος. Ο ίδιος ο Μπερτολούτσι, μιλώντας αργότερα, το αναγνώρισε ξεκάθαρα αυτό: είπε ότι ήθελε τα πραγματικά δάκρυα της Μαρίας, την πραγματική ταπείνωσή της. Αποφάσισα να επικεντρωθώ στα μάτια και τα συναισθήματα της Μαρίας, όχι στην κίνηση του Μπερτολούτσι και του Μπράντο – δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Ήθελα να μείνω με τη Μαρία και μόνο με αυτήν, ώστε να νιώσουμε την εμπειρία της ως ηθοποιού που υποδουλώνεται από τα δύο ανδρικά βλέμματα. Έπρεπε να νιώσουμε την αλλαγή στη δυναμική της σκηνή, από την υποκριτική στην αληθινή κακοποίηση χωρίς να πει κανείς λέξη. Βλέπουμε και νιώθουμε τι συμβαίνει: μια σωματική επίθεση μπροστά στα μάτια όλων, που παρακολουθούν ανήσυχοι, χωρίς όμως να παρεμβαίνουν. Σήμερα, το 2024, αυτό μοιάζει αδύνατο – όμως έτσι ήταν τότε. Τι μπορείς να πεις στον μεγαλύτερο ηθοποιό του κόσμου, σε έναν καταξιωμένο σκηνοθέτη; Η Μαρία Σνάιντερ ήταν 19 ετών, ανήλικη τότε (η ηλικία ενηλικίωσης ήταν 21 μέχρι το 1974), και δεν υπήρχε κανείς να την προστατεύσει».
Διαβάστε επίσης:
Φρίντα Κάλο: 241 αδημοσίευτες φωτογραφίες της σε έκθεση στο MOMus