Τον νταλκά μου πώς να σβήσω…

Τον νταλκά μου πώς να σβήσω…

Ένα αφιέρωμα για τον πόνο τον άπονο, με αφορμή την παράσταση χορού «Dalga» που ανεβαίνει στις 18 Μαρτίου στο Χαλκιάς Palace

Η παράσταση της ομάδας σύγχρονου χορού Στέρεο Νερό που παρουσιάζεται αποτελεί μια απόπειρα σωματικής έρευνας πάνω στο λαϊκό ιδίωμα. Η Εύη Σούλη στην οποία ανήκει η ιδέα και η χορογραφία εμπνέεται από την έκφραση, την εξωτερίκευση ενός συναισθήματος που έρχεται σφοδρό σαν κύμα να ταράξει τον εσωτερικό μας κόσμο. Ερμηνεύουν οι: Κατερίνα Φώτη, Ηλίας Χατζηγεωργίου, Μαργαρίτα Τρίκκα, Δημόκριτος Σηφάκης.

Θωμάς Κοροβίνης, Συγγραφέας – Νταλγκάδες και σεβντάδες

«Νταλγκαδιασμένος και βαρύς

γυρνάει τα στενορρύμια

της πολιτείας της άχαρης που

τρώει τα σωθικά του…»

Ετσι αρχίζει του ποίημά του «Σύντομος βιογραφία του Κωνσταντίνου Καβάφη» ο Νίκος Εγγονόπουλος. Η ερωτοτροπία, ο ερωτισμός, η ερωτομανία, η ερωτοπληξία είναι καταστάσεις διηνεκώς προσφιλείς στον λαό μας, όπως και σε άλλους ανατολικούς λαούς. Γιατί στον έρωτα –όπως και αλλού– εμείς, οι κάτοικοι της χώρας του Βάκχου, είμαστε Ανατολίτες.

Πολλές είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούν οι ανατολικές γλώσσες για να αποδώσουν τις διαβαθμίσεις και τις αποχρώσεις του ερωτικού αισθήματος. Στους Τούρκους απ’ όλες η πιο εκφραστική και ρωμαλέα είναι ο σεβντάς (sevda), ο οποίος στην απολυτότητα του δυναμισμού του γίνεται καράσεβντας (kara sevda). Η δημώδης ερωτικολυρική τουρκική λογοτεχνία της Ανατολίας (Aşk Edebiyatı) έχει δώσει δείγματα υψηλής ποίησης – από τα ερωτικά έπη των ασίκηδων, των περιπλανώμενων τροβαδούρων που μελοποιούσαν τα ποιήματά τους και τα έπαιζαν με το σάζι τους ακολουθώντας μια μακραίωνη παράδοση, όπως ο Γιουνούς Εμρέ (13ος αι.) και ο Καρατζάογλαν (17ος αι.), μέχρι τον κορυφαίο τυφλό βάρδο του 20ού αι. Ασίκ Βεϊσέλ.

Ιδού πως εκφράζει τον ερωτικό ίμερο ισορροπώντας ανάμεσα στη δραματικότητα και τον λυρισμό ο μέγιστος Οθωμανός λυρικοθρησκευτικός ποιητής Γιουνούς Εμρέ:

Εγώ περπατώ και καίγομαι,

μέσα στο αίμα μ’ έβαψε η αγάπη,

μου ’μεινε και δε μου ’μεινε μυαλό,

έλα να δεις πώς μ’ έκανε η αγάπη.

Ο «σεβντάς» ανήκει στις εκ της τουρκικής δάνειες λέξεις που πολιτογραφήθηκαν και απέκτησαν βαρύνουσα σημασία και στη γλώσσα μας, έτσι που ακούγονται πια ως «ειδικοί όροι» και η ιδιαίτερη αξία τους θα μπορούσε να υπολογιστεί μόνο με την υποθετική απουσία τους ή την αντικατάστασή τους στο λεξιλόγιό μας με άλλες παρεμφερείς έννοιες. Ως «σεβδάς» και «σεβντάς», λέξη σε ευρύτατη και ιδιάζουσα καθημερινή και λογοτεχνική χρήση και στη χώρα μας, ορίζεται «ο εξ έρωτος διακαής πόθος» («να κατακάτσει ο σεβντάς, σεβντάς που ’χω για σένα»), η ερωτοπάθεια, ο εμμανής έρως («έχω σεβντά, έχω καημό, έχω μεγάλο πόνο»), «η ερωτοληψία, η εξ έρωτος θλίψις («με του σεβδά τα κάρβουνα, όποιος καεί, δε ’γιαίνει»). Σεβνταλής είναι ο ερωτιάρης, ο ερωτοχτυπημένος, ο ερωτοπαθής, ο ερωτόκριτος. Σεβνταλού είναι η παθιασμένη ερωτικά, η ερωτιάρα γυναίκα («τον αγάπησε, λέει, μια σεβνταλού χανούμη», Διδώ Σωτηρίου). Και ως σεβνταλίδικα –και νταλγκαδιάρικα– λογαριάζονται τα παθιάρικα ποιήματα και τραγούδια, εκείνα που εμπνέονται και περιγράφουν τον βαρύ και βαθύ έρωτα. Ο σεβντάς και ο νταλγκάς –ο ερωτικός καημός στις διάφορες εκφάνσεις του είτε εκφράζει θηλυκή παθητικότητα, είτε αρρενωπό ερωτικό μένος, είτε οίστρο λαγνείας, είτε βαριά μελαγχολία, είτε απόλυτη και τυφλή προς ένα πρόσωπο λατρεία– ανήκουν στις αγαπημένες έννοιες και των ποιητών του αιώνα μας.

Οι ποιητές μας υμνούν το απόλυτο δόσιμο στον έρωτα:

«Παντού γραπώνεται ο έρωτας κισσός

περιζώνει και σκεπάζει το όποιο σώμα»

(Μάτση Χατζηλαζάρου)

Αλλά κυρίως τραγουδούν γι’ αυτούς που κρυφολιώνουν, που μαραίνονται σαν το κεράκι σε μια νύχτα, για όλα τα ακούσια θύματα του σεβντά· για τον άνθρωπο όταν τον πιάνει ερωτικό μεράκι, ντέρτι από έρωτα, νταλγκάς βαρύς που γίνεται καρασεβντάς.

«Μες στον έρωτα θα κλάψεις, θα πονέσεις, θα καείς,

δύσκολο να τη γλιτώσεις, δεν την γλίτωσε κανείς»

τραγούδησε ο Τσιτσάνης.

Και ο Βίρβος φτάνει στην απόλυτη ιερή ικεσία στη σπουδαία σύνθεση του Τζουανάκου:

«Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω

κι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω».

Ο γνήσιος έρωτας είναι τρελός, είναι αδάμαστος:

«Εδώ είν’ αγάπη, εδώ σεβντάς, εδώ καημός μεγάλος» (Βασίλης Ρώτας).

Ο αιχμάλωτος του ερωτικού ίμερου έχει επίγνωση της ορφάνιας που συνοδεύει συχνά το φινάλε του ερωτικού παιχνιδιού. Η μία από τις βασικές ερμηνείες του «σεβντά» στην τουρκική γλώσσα είναι «θλίψη», θλίψη ως παράγωγο ερωτοληψίας που δεν οδηγείται σε αίσιον αποτέλεσμα. Τα ερωτικό πάθος είναι η πιο σαγηνευτική και έντονη συναισθηματική κατάσταση μα γίνεται συχνά παιχνίδι οδυνηρό, ένα παιχνίδι που παίζεται αιώνες τώρα σε απαράλλαχτη επανάληψη, ένα παιχνίδι της άφευκτης μοίρας που ορίζει την ανθρώπινη φύση.

Αλλά χωρίς τον έρωτα η ανθρώπινη ζωή είναι ανολοκλήρωτη, χωρίς περιπάθεια η ανθρώπινη προσωπικότητα μένει λειψή, κολοβή. Μα κι όποιος δεν αγαπήθηκε είναι ανύπαρκτος: «Ο,τι δεν αγαπούμε δεν υπάρχει» (Παλαμάς). Πολύ καίρια στοχάστηκε πάνω στο θέμα και μίλησε αφοριστικά ο Δημήτριος Καπετανάκης στο έξοχο δοκίμιό του «Η μυθολογία του ωραίου»: «Το ωραίον βρίσκεται στον έρωτα» γράφει, «ο εαυτός μας μόνο με τον έρωτα πραγματοποιείται. Ο ανέραστος δεν έχει καμιάν υπόσταση».

Νίκος Σαραντάκος, συγγραφέας –  Λεξιλογώντας για τον νταλκά

Σύμφωνα με το λεξικό, νταλκάς είναι η μεγάλη, δυνατή επιθυμία, συνήθως ερωτική και συχνά ανεκπλήρωτη. Ο νταλκάς ή νταλγκάς είναι μια από τις πολλές τουρκικής προέλευσης λέξεις που δηλώνουν ψυχικό πάθος, κυρίως ερωτικό· μετρήστε: μεράκι, σεβντάς, σεκλέτι, ντέρτι, νταλκάς, μαράζι, όλες λέξεις βαριές, πρώτης γραμμής· από τις αυτόχθονες μονάχα ο καημός στέκει ισάξια πλάι τους και ο πόθος λίγο παρακάτω.

Νταλκάς, σεβντάς, και ντέρτι και σεκλέτι

– α, γλώσσα ωραία, πλούσια η ελληνική.

γράφει ο Παντελής Μπουκάλας στο ποίημά του «Νταλκάς»

Ο νταλκάς μπήκε ορμητικά στο λεξιλόγιό μας με τα ρεμπέτικα. Εχω σεβντά έχω νταλκά, έχω για σένα πόνο, τραγουδούσε ο Κερομύτης το άφθαστο προπολεμικό τραγούδι του Τσιτσάνη, αλλά οι ρεμπέτες τον ζούσαν κιόλας τον νταλκά: δεν μου είχε φύγει τελείως ο νταλκάς, αν κι επέρασε ένας χρόνος, θυμάται στην Αυτοβιογραφία του ο Μάρκος για τη γυναίκα του που τον εγκατέλειψε.

Ο νταλκάς είναι πόθος συνήθως ερωτικός, αλλά όχι πάντα. «Πατρίδα μου καπρίτσο και νταλκά» έγραψε ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας για την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μεσολόγγι, ενώ ο ρεμπέτης Γιάννης Παπαϊωάννου εξομολογήθηκε πως «είναι μεγάλος νταλκάς αυτό το παλιόξυλο» – εννοώντας το μπουζούκι φυσικά.

Είπαμε πως είναι δάνειο: προέρχεται από το τουρκικό dalga, που θα πει «κύμα, ρεύμα», αλλά στην τουρκική αργκό έχει πάρει ποικίλες σημασίες, ανάμεσα στις οποίες και η δόση του ναρκωτικού και το περαστικό ερωτοχτύπημα. Πάντως, ο μεγάλος Μικρασιάτης συνθέτης και τραγουδιστής Αντώνης Διαμαντίδης, που έγινε διάσημος με το παρατσούκλι του, Νταλγκάς, ονομάστηκε έτσι από την κυματιστή φωνή του. Είτε ετυμολογικά σωστό είτε όχι, μπορούμε να σκεφτούμε τον νταλκά σαν ένα κύμα εσωτερικό, που φέρνει τρικυμία στην καρδιά…

Εύη Σούλη, χορογράφος – Ο νταλκάς στη φόρμα του σύγχρονου χορού

Αυτή η δουλειά κουβαλάει τις ρίζες τις δικές μου αλλά και την πραγματικότητα που βλέπω γύρω μου καθημερινά. Με αφορά πολύ το κομμάτι της ιστορικής μνήμης και ο τρόπος που καταγράφεται στο σώμα. Ολα αυτά τα στοιχεία έπειτα από συζήτηση με την υπόλοιπη ομάδα μάς οδήγησαν στην έννοια του νταλκά. Κάπως έτσι ξεκινήσαμε μια μεγάλη έρευνα με υλικό που αντλήσαμε μέσα από ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, διαβάσματα από τα βιβλία του Πετρόπουλου, λαϊκά ακούσματα και συζητήσεις πάνω στις προσωπικές μας μνήμες. Ο νταλκάς για μένα είναι μια έννοια που περικλείει τη μοναξιά, την απώλεια, όλα αυτά που ποθούμε, που δεν θα καταφέρουμε ποτέ να αποκτήσουμε. Είναι πολύ βαθιά η ρίζα. Πιστεύω πως αφορά σε μεγάλο βαθμό και τις χαμένες πατρίδες, την ταυτότητά μας που ακροβατεί ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. Ταυτόχρονα ωστόσο είναι και κάτι πάρα πολύ προσωπικό, ένας εαυτός που κι αυτός αμφιταλαντεύεται σε ξένες πατρίδες μέσα του.

Αλέκος Πούλος, ναυτεργάτης και ποιητής – Δύο ναυτικές ιστορίες

Ήμασταν στην Μπουένα Βεντούρα στην Κολομβία. Για δέκα μέρες συχνάζαμε στο μπαρ Βένους και φυσικά ερωτευτήκαμε όλοι εκεί. Αγάπησε και ο δεύτερος μηχανικός κι έχασε το μυαλό του. Κάθε μέρα ψώνιζε στο κορίτσι του ρούχα, κοσμήματα, ένα ραδιόφωνο, μέχρι και συρταριέρα της είχε πάρει δώρο. Την τελευταία ώρα προτού φύγουμε όλο το πλήρωμα ήταν μέσα στο καράβι. Ο δεύτερος μηχανικός ήταν κάτω στο μηχανοστάσιο για να ξεκινήσουμε. Ο πρώτος μηχανικός όμως μπήκε ξαφνικά μέσα και του λέει: «Βρε Γιάννη, είδα τη δικιά σου αγκαλιά με έναν άλλον». Παράτησε τότε το μηχανοστάσιο, έφυγε από το καράβι, περίμενε ο καπετάνιος, περίμενε το πλήρωμα, «πάει ο δεύτερος μηχανικός» λέγαμε εμείς. Πήγε κάτω από το σπίτι της κοπέλας και της φώναζε «με πρόδωσες, ρουφιάνα, σε είδαν με άλλον». Της ζητούσε να του επιστρέψει όλα τα δώρα που της είχε κάνει. Του πέταξε και η κοπέλα το ραδιόφωνο από το μπαλκόνι και έγινε κομμάτια. Το έβαλε ο Γιάννης σε μια σακούλα και γύρισε πίσω. Τελικά έμεινε εκεί το πλοίο και όλο το πλήρωμα παρηγορούσε για ώρες τον δεύτερο μηχανικό. «Μα ήταν ο άντρας μου» του έλεγε η κοπέλα, εκείνος όμως την είχε ερωτευτεί.

Στο Ελ Σαλβαντόρ είχαμε μείνει έναν μήνα περίπου, σε μια δύσκολη εποχή που υπήρχε και εμφύλιος πόλεμος με τους αντάρτες. Εκεί αγάπησε ένας ναύτης μια πανέμορφη κοπέλα, τη Μάργκαρετ. Μεγάλο πάθος και έρωτας. Κάθε μέρα κάθονταν αγκαλιασμένοι στα τραπεζάκια που συχνάζαμε και είχαν δώσει όρκο να παντρευτούν. Τις τελευταίες μέρες ο ναύτης δεν έβγαινε από το καράβι. Η κοπέλα τον είχε εγκαταλείψει ξαφνικά και δεν το είχε πει σε κανέναν. Φεύγοντας από το Ελ Σαλβαντόρ βγήκε στην πρύμνη και έδωσε μια βουτιά στη θάλασσα. Τον ψάχναμε όλη τη νύχτα, ανάψαμε τα φώτα, αλλά δεν τον βρήκαμε ποτέ. Μέσα στα πράγματά του άφησε ένα σημείωμα: «Εγώ την αγαπούσα». Βασίλη τον έλεγαν και ήταν από τα Γιάννενα. Πάει ο Βασιλάκης από έρωτα.

Πάολα Ρεβενιώτη, τρανς, ακτιβίστρια – Νταλκάς στο στρατόπεδο

Για πολλά χρόνια πήγαινα κάποια βράδια την εβδομάδα στο Μεγάλο Πεύκο, ένα στρατόπεδο στην Αττική όπου παρουσιάζονταν αγόρια από όλη την Ελλάδα. Αυτό ήταν μεγάλος νταλκάς για μένα γιατί ήμουν τρανς. Και όταν είσαι τρανς, πού αλλού θα μπορέσεις να επιβεβαιωθείς, να βιώσεις τον ερωτισμό σου; Ολο αυτό ήταν για μένα μια ιεροτελεστία. Από πολύ νωρίς ξεκινούσα να ετοιμάζομαι, να βάφομαι, να φτιάχνομαι και γύρω στις εννιά το βράδυ ήμουν εκεί. Μια όμορφη συνήθεια που οι περισσότεροι μπορεί να την αντιλαμβάνονται ως απλή σεξουαλική εμπειρία, για μένα όμως ήταν μια βαθιά ερωτική διαδικασία. Ενα βράδυ γυρνούσα από την Κόρινθο και είχα βάλει το αυτοκίνητό μου κοντά στη θάλασσα για να ξεκουραστώ. Ηξερα ότι τα αγόρια ήταν μέσα. Και ξαφνικά μέσα στην ερημιά σταματάει ένα REO και κατεβαίνουν από μέσα περίπου 60 φαντάροι. Με κυκλώσανε, με πειράζανε, κάνανε χαβαλέ, «γεια σου, Πάολα» φώναζαν, αυτά που κάνουν όλα τα αγόρια της ηλικίας τους. Κάποια στιγμή μπήκε μπροστά τους ο επικεφαλής και τους διέταξε να κάνουν μπροστά μου push-ups. Φανταστείτε την εικόνα. Για πέντε δέκα λεπτά σε ένα έρημο τοπίο να αντηχεί η φωνή «ένα, δύο, τρία, για την Πάολα». Στον γυρισμό για πρώτη φορά στη ζωή μου σκέφτηκα αυτή την τελετουργία και ένιωσα μέσα μου βαθιά συγκίνηση, έναν νταλκά που λένε. Και μετά κάθισα και σκέφτηκα ότι όσο ρατσισμό και να έχω αντιμετωπίσει αν δεν ήμουν αυτό που είμαι και ακολουθούσα μια «κανονική» ζωή, τέτοιους νταλκάδες δεν θα βίωνα ποτέ.

Θόδωρος Παπαδόπουλος – Μπερλινάς  – Μια νταλκαδιάρικη ιστορία από το μπαρ Μπερλίν

– Εχει κι αυτός τον νταλκά του…

– Τι θες να ’χει, ρε φίλε; Μ’ αυτήν που έπλεξε πώς να μην τον έχει; Το μυαλό του είναι μόνιμα αλλού, σαν να ’χει φύγει από την υδρόγειο σφαίρα. Δεν επανέρχεται με τίποτε. Του μιλάς, δεν ακούει και άλλα σου λέει. Θέλει να πάει κάπου, αλλού βρίσκεται και όλο γι’ αυτήν σου μιλάει. Σαν φτιαγμένος και κολλημένος είναι, κάτι σαν πρεζόνι. Πίνει για να ξεχάσει και όταν ξεσουρώνει επανέρχεται στο κόλλημα. Η καψούρα τον φτιάχνει. Ενα βράδυ μου ’πε την ιστορία του.

Τη γνώρισε ξημερώματα στο Μπερλίν. Η σερβιτόρα κουνούσε τον πισινό της και έπαιζε το μάτι της. «Ελα να πιούμε ένα σφηνάκι» της λέει. «Καλά» τον έλεγε αυτή αλλά δεν ερχόταν. «Εχω δουλειά», «άσ’ το τώρα» και άλλα τέτοια, τον έπρηζε. Νύχτα στο Μπερλίν, σκοτάδι, την έψαχνε μέσα στον κόσμο και τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν από πάνω της. Ξαφνικά τον πλησιάζει από πίσω του και κολλάει πάνω του. Στριμώχνονται. «Ελα, τώρα πίνουμε!» του λέει και παραγγέλνει δυο αβάνα στον μπάρμαν. Τα πίνουν μονοκοπανιά. «Αντε γεια» του φωνάζει και χάνεται. Τρομοκρατήθηκε αυτός, λύθηκαν τα γόνατά του. Προσπαθούσε να τη βρει μέσα στο μισοσκόταδο του μπαρ. Κόσμος, γκόμενες, φρικιά, κυριλέδες και η γαμημένη η μουσική σαν να του την έλεγε για την καψούρα του.

«Πού ’σαι, ρε μπάρμαν, βάλε άλλα δυο σφηνάκια». Τα παίρνει, την ψάχνει αλλά αυτή μπερδεύεται μέσα στον κόσμο. Τη χάνει συνέχεια. Τα πίνει και τα δυο μόνος του. Φτιάχνεται λίγο και ακούει από τα ηχεία τον Αγγελάκα: «Τρέμουν τα πόδια μου, το σώμα μου δειλιάζει, κάθε φορά που πλησιάζεις προς τα ’δώ…» από τις Τρύπες στο «Ερωτευμένοι σχιζοφρενείς».

Η σερβιτόρα είναι καρφωμένη στο μυαλό του. «Πω πω, τι κούνημα, τι κώλος» αναφωνεί. Δεν ξεκολλάει τα μάτια του από πάνω της. Μια τη βρίσκει, μια τη χάνει.

Ξαφνικά του ’ρχεται. «Τι έγινε;» του λέει κοφτά. «Στα πρώτα θα μείνουμε;». Και φωνάζει στον μπάρμαν να φέρει το μπουκάλι. «Μωρό μου, σε βλέπω και χάνομαι» της λέει αυτός. «Αντε ρε, μη κολλάς! Ακου τι μουσικάρες παίζει ο DJ!» του απαντά αυτή. Και εκεί που μιλάνε, στριμώχνονται από τον κόσμο και πέφτει πάνω της. Του ’ρθε λιποθυμιά. Ευτυχώς ξεκολλήσανε γρήγορα. «Θα σου ’ρχομαι κάθε βράδυ» προλαβαίνει να της πει αλλά αυτή έχει πάλι εξαφανιστεί.

Ψιλοχάζεψε, τη βλέπει κάπου ανάμεσα στον κόσμο θολά, ψάχνει τον μπάρμαν και παραγγέλνει άλλα δυο σφηνάκια. «Βάλε και δυο για σένα και κέρνα και το μπαρ» του λέει. Πίνει, πάει και σφηνάκια στον DJ και τι να δει… Η σερβιτόρα παραδίπλα κουλαντρίζεται και χορεύει με έναν ψηλό. Τα ’χασε, μένει σαν μάρμαρο με τα σφηνάκια στα χέρια. «Πάει, την έχασα» μονολογεί και γυρίζει στο μπαρ. «Θα την περιμένω μέχρι να κλείσει το μαγαζί» αποφασίζει και συνεχίζει να πίνει. Κατουριέται και πάει προς την τουαλέτα. Η σερβιτόρα ανεβαίνει κι αυτή τις σκάλες μαζί με τον ψηλό. «Ρε συ, λες να κάνουν κάτι στις τουαλέτες;» αναρωτιέται και τρελαίνεται. Ανεβαίνει και ψάχνει να δει τι γίνεται. Μάλλον όμως ιδέα του ήταν.

Ψιλοηρέμησε, κατούρησε και κατέβηκε στο μπαρ. Την ώρα που παραγγέλνει περνάει η σερβιτόρα και στριμώχνεται πάνω του. Την κοιτάει μέσα στα μαύρα μάτια της και προτού εξαφανιστεί πάλι της λέει: «Θα σε περιμένω έξω όταν σχολάσεις». Οταν έκλεισε το μαγαζί, η σερβιτόρα δεν είναι πουθενά. Του είπαν ότι έφυγε. Του την έκανε. Εμεινε κάγκελο. Φεύγει λιώμα για το σπίτι του μόνος του και με τη σερβιτόρα στο μυαλό του. Ευτυχώς έχει τον δίσκο του Αγγελόπουλου «Τα μαύρα μάτια σου», τον έβαλε να παίζει και ακούγοντάς τον αποκοιμήθηκε…

Βασίλης Χαραλάμπους, τραγουδιστής – Καψουροκαταστροφές

Υπήρχαν πολλοί νταλκάδες στα μαγαζιά τα δικά μας. Ζημιές μεγάλες γίνανε, καταστροφές. Λεφτά χαλιόνταν σε καθημερινή βάση, γιατί όπως είναι γνωστό η τσιπούρα κι η καψούρα πληρώνεται. Καταστράφηκε πάρα πολύς κόσμος. Μιλάμε για κολοσσούς, όχι για απλά πράγματα. Ερχόταν ας πούμε ένας στο Χρυσό Βαρέλι, στις Τζιτζιφιές, και χάλαγε τότε σε μια νύχτα ένα εκατομμύριο – μιλάμε για δραχμές, όχι για ευρώ. Αυτούς τους λέγαμε λαγούς. Την άλλη μέρα ξαναρχότανε, άλλο ένα εκατομμύριο. Την επομένη ξανά και μετά ξανά μέχρι να κερδίσει την τραγουδίστρια. Σκέψου το ίδιο σκηνικό να επαναλαμβάνεται στο διπλανό τραπέζι και στο παραδιπλανό. Και να γίνεται κόντρα. Να ξέρεις, όλα τα λεφτά χαλιόνται στην κόντρα πάνω. Ολο τέτοια γινόντανε. Αλλά υπήρχαν και γυναίκες τότε οι οποίες ξέραν το αντικείμενο, πώς να καψουρέψουν τον άλλον δηλαδή. Τώρα δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα, έχουν τελειώσει. Είναι χρόνια τώρα που έχουν χαθεί. Δεν υπάρχουν και τα λεφτά που υπήρχαν. Χαλάγανε τότε επί καθημερινή βάση. Χάνανε το μέτρο. Χαλάγανε, χαλάγανε, χαλάγανε κι ερχόταν η ώρα που συνειδητοποιούσαν ότι έχουν χαλάσει 200-300 εκατομμύρια. Και καταστρέφονταν. Εκεί εξαφανίζονταν από το μαγαζί. Μπορεί ύστερα από τέσσερα πέντε χρόνια να πετύχαινες κανέναν. Ηταν εντελώς κατεστραμμένος. Σε απελπιστική κατάσταση λέμε. Αυτές τις γυναίκες δεν μπορούσε κάποιος να τις έχει εύκολα. Κάποιες με τίποτε. Γιατί αν κάποια από αυτές έφευγε μετά το πρόγραμμα με κάποιον, χάλαγε το σκηνικό για τους άλλους. Εχαναν αμέσως το ενδιαφέρον τους. Σταματάγανε να χαλάνε. Ολο το θέμα γινόταν όσο οι από κάτω ήταν στην καψούρα. Εν τω μεταξύ μπορεί για πάρτη της να γίνονταν καταστροφές κι εκείνη να είχε σε ένα τραπέζι το αγόρι της και να έφευγε μαζί του.

Ρομίνα Πουλικάκου, τραγουδίστρια – Ο νταλκαδιασμένος Αϊ-Βασίλης

Μου είχε συμβεί κάποια στιγμή κάτι περίεργο. Με είχαν ερωτευτεί δύο αδέρφια επώνυμα, πολύ γνωστοί αυτήν τη στιγμή. Δεν το ήξεραν μεταξύ τους. Μια ερχόταν ο ένας, μια ο άλλος στο μαγαζί. Εγώ νόμιζα ότι ο ένας αδερφός ήξερε ότι ενδιαφέρεται ο άλλος, δεν είχα καταλάβει ότι ενδιαφέρονταν και οι δύο. Αυτό γινόταν έναν ενάμιση χρόνο. Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς λοιπόν ήρθαν και οι δύο στο μαγαζί έχοντας κλείσει ξεχωριστά τραπέζια, γιατί δεν ήξερε ο ένας ότι θα ερχόταν κι ο άλλος. Τότε κατάλαβαν τι συνέβαινε. Εγώ μέχρι τότε δεν είχα καταλάβει, μέχρι που είδα τα μούτρα. Ο ένας από τους δύο ήρθε και μου μίλησε γι’ αυτά που ένιωθε. Του εξήγησα ότι δεν ήθελα να συμβεί κάτι μεταξύ μας γιατί ήταν παντρεμένος και το κατάλαβε. Ημουν απολύτως ειλικρινής και καθαρή μαζί του. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα είμαστε φίλοι.

Το πιο τρελό που μου έχει συμβεί. Τραγουδάγαμε κάποτε με μια ωραία ομάδα στην Πάτρα, σε ένα πολύ ωραίο μαγαζί, την Παριζιάνα. Το πρόγραμμα είχε ξεκινήσει τέλη Οκτωβρίου και πλέον πλησίαζαν Χριστούγεννα. Εκανα τότε παρέα με τον γιο ενός εφοπλιστή, ήμασταν φίλοι όμως, όχι κάτι περισσότερο. Καθώς πλησίαζαν γιορτές λοιπόν, με ρώτησε τι δώρο ήθελα να μου κάνει. Του είπα πως δεν ήθελα κάτι. Μόλις είχαν βγει τα κινητά τότε και πήγε και μου πήρε δώρο ένα κινητό και μου το έφερε δώρο στο μαγαζί. Προπαραμονή Πρωτοχρονιάς αυτό και είχε κλείσει και τραπέζι για είκοσι άτομα. Την παραμονή θα μας έκανε το τραπέζι σε ένα από τα πλοία του και πήγα σε ένα μαγαζί και του πήρα δώρο μια εικόνα πολύ ωραία. Ημουν στο δωμάτιό μου στον Αστέρα και την κρατούσα να του τη δώσω. Μιλάμε για έντεκα το πρωί. Ξαφνικά άκουσα θόρυβο στο τζάμι, έμενα στον τέταρτο όροφο. «Τι στο καλό είναι;» σκέφτηκα. Ο θόρυβος συνεχίστηκε. Ανοιξα το παράθυρο και είδα στο μπαλκόνι μου κάποιον ντυμένο Αγιο Βασίλη. Ηταν εκείνος. Και κρατούσε μια σακούλα με δώρα. Τον είχε ανεβάσει ειδικό μηχάνημα. Δεν σου περιγράφω τι έγινε από κάτω. Της τρελής! Όλη η Πάτρα έγινε μύλος.

INFO

Η παράσταση «Dalga» παρουσιάζεται στις 18 Μαρτίου στο Χαλκιάς Palace (Ψαρρών 4, Μεταξουργείο/πλ. Καραϊσκάκη). Ωρα έναρξης 21.30 

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter