Τραμπ – Βανς επαναφέρουν τις πυρηνικές δοκιμές: Η ισορροπία του τρόμου επιστρέφει
«Οι πυρηνικές δοκιμές είναι αναγκαίες για τη λειτουργία του πυρηνικού οπλοστασίου»

Ανησυχία για την πορεία του διεθνούς καθεστώτος πυρηνικής ασφάλειας προκαλεί η απόφαση του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ να εξετάσει την επανέναρξη των πυρηνικών δοκιμών, για πρώτη φορά από το 1992. Ο αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς εμφανίστηκε σήμερα να στηρίζει ανοιχτά αυτήν την προοπτική, δηλώνοντας ότι «η διασφάλιση της λειτουργικότητας του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου» αποτελεί θεμελιώδη παράγοντα εθνικής ασφάλειας. Η δήλωση ειπώθηκε έξω από τον Λευκό Οίκο, σε μια περίοδο όπου η αντιπαράθεση με τη Ρωσία και την Κίνα βρίσκεται σε νέα φάση ισχύος και συμβολισμών.
Και το μήνυμα που εκπέμπεται είναι επικίνδυνο.
Η διεθνής αρχιτεκτονική ελέγχου όπλων έχει ήδη υποχωρήσει
Από το 2023, η Ρωσία έχει αναστείλει την επικύρωση της Συνθήκης για την Πλήρη Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών. Η Συνθήκη δεν έχει ποτέ κυρωθεί από τις ΗΠΑ, παρότι τυπικά σέβονταν την εθελοντική παύση των δοκιμών από το 1992. Η Κίνα, παρά την τυπική δέσμευση, αναβαθμίζει τις εγκαταστάσεις της στο πεδίο Lop Nur, επενδύοντας σε υποδομές που επιτρέπουν δοκιμές χαμηλής απόδοσης χωρίς πλήρη πυρηνική έκρηξη.
Το περιβάλλον δεν είναι σταθερό. Η ισορροπία είναι λεπτή. Με την επανέναρξη δοκιμών, αυτή η ισορροπία δεν θα αμφισβητηθεί απλώς. Θα καταρρεύσει.
Ο Οργανισμός CTBTO προειδοποίησε ξεκάθαρα ότι «η διεξαγωγή εκρηκτικής πυρηνικής δοκιμής από οποιοδήποτε κράτος θα είχε αρνητικές συνέπειες για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια». Δεν πρόκειται για λεκτικό σχήμα. Το σύστημα παγκόσμιας παρακολούθησης του CTBTO βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία. Το νόημα της δήλωσης είναι σαφές: αν γίνει δοκιμή, θα το ξέρουν όλοι. Και τότε, θα πρέπει να φανεί ποιος θα απαντήσει.
Πολιτική επιλογή
Οι πυρηνικοί επιστήμονες και οι αναλυτές ελέγχου εξοπλισμών έχουν τοποθετηθεί: Οι ΗΠΑ ξοδεύουν κάθε χρόνο δισεκατομμύρια δολάρια για δοκιμές σε υπόγειες εγκαταστάσεις χωρίς πυρηνική αντίδραση, για προσομοιώσεις υψηλής απόδοσης και για ανάλυση της μικροδομής των υλικών.
Η επιλογή επιστροφής στις εκρηκτικές δοκιμές δεν προσθέτει ασφάλεια. Είναι επίδειξη ισχύος και μάλιστα ιδιαίτερα επικίνδυνη.
Στη διεθνή πολιτική, τέτοιου είδους μηνύματα σπάνια μένουν αναπάντητα. Αν οι ΗΠΑ προβούν σε δοκιμή, θα δώσουν πολιτικό επιχείρημα στη Ρωσία να πράξει το ίδιο. Αν η Ρωσία το πράξει, η Κίνα δεν θα μείνει ουδέτερη. Το ντόμινο είναι προβλέψιμο. Η επαναφορά των δοκιμών δεν θα επαναφέρει «ισορροπία». Θα επιταχύνει τον ανταγωνισμό.
Στη Γαλλία, όπου η πυρηνική στρατηγική αποτελεί βασικό πυλώνα εθνικής ισχύος, η κάλυψη ήταν προσεκτική αλλά αιχμηρή. Το Le Monde συνέδεσε ευθέως τη δήλωση Τραμπ με την ανάγκη του να εμφανιστεί σε θέση ισχύος λίγο πριν τη συνάντηση με τον Σι Τζινπίνγκ.
Το France 24 επεσήμανε ότι η φράση περί «ισοτιμίας» απέναντι σε Ρωσία και Κίνα δημιουργεί ένα νέο, πιο επιθετικό πλαίσιο ανταγωνισμού. Το L’Express μίλησε για «στρατηγικό ρίσκο χωρίς σαφή απόδοση ασφαλείας».
Στο Le Point, ο στρατιωτικός αναλυτής Μισέλ Γκογιά έγραψε ότι η επιλογή θυμίζει «πολιτικό θέατρο υψηλού κινδύνου» και ότι οι πυρηνικές δοκιμές δεν είναι σύμβολο ισχύος αλλά ένδειξη ανασφάλειας.
Όλα αυτά στη χώρα που, αν ήθελε, θα μπορούσε να υπερασπιστεί την πυρηνική επίδειξη ως δόγμα ισχύος. Δεν το κάνει.
Η Rosa-Luxemburg-Stiftung, με σταθερά προσανατολισμένη αντιμιλιταριστική και αντιπυρηνική γραμμή, υπενθυμίζει ότι η έννοια της «πυρηνικής αποτροπής» δεν είναι φυσικός νόμος. Είναι πολιτική κατασκευή. Η αύξηση ή η επίδειξη πυρηνικής ισχύος δεν αποτρέπει συγκρούσεις. Αποτρέπει μόνο την ομολογία ότι δεν υπάρχουν πολιτικές λύσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατες θέσεις της RLS, η πυρηνική αναβάθμιση των μεγάλων δυνάμεων οδηγεί σε «κανονικοποίηση της προσδοκίας σύγκρουσης». Με απλά λόγια, αν η δυνατότητα χρήσης πυρηνικών μπαίνει ξανά στο τραπέζι ως κάτι «το πιθανό», αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο οι κυβερνήσεις σταθμίζουν ρίσκο και απόφαση. Αυτή η αλλαγή δεν είναι αφηρημένη. Είναι επικίνδυνη. Γιατί η κρίση που θα απαιτούσε ψυχραιμία, μπορεί να βρει ηγεσίες που είναι ήδη προετοιμασμένες να επιδείξουν, όχι να διαχειριστούν.
Η σταθερότητα που χτίστηκε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο στηρίχθηκε όχι σε εμπιστοσύνη αλλά σε αποτροπή. Αυτή η αποτροπή είχε μία σιωπηρή συμφωνία: δεν κάνουμε εκρήξεις. Δεν τις βλέπουμε. Δεν τις νομιμοποιούμε ξανά.
Αν η συμφωνία αυτή σπάσει, δεν θα επιστρέψουμε στο 1990. Θα πάμε σε κάτι χειρότερο. Σε μια εποχή όπου οι δυνατότητες, τα συστήματα αυτοματισμών, οι κυβερνοεπεμβάσεις και οι αντιδράσεις κρίσης είναι πολύ πιο ευάλωτες σε παρερμηνείες και λάθη.
Το ερώτημα δεν είναι αν οι ΗΠΑ «μπορούν» να κάνουν πυρηνική δοκιμή. Το ερώτημα είναι αν αναγνωρίζουν ότι κάποια όρια δεν υπάρχουν για να αποδεικνύουν ποιος είναι ισχυρός. Υπάρχουν για να διασφαλίζουν ότι κανείς δεν χρειάζεται να το αποδείξει.




















