Ο εισαγγελέας του Μανχάταν, Άλβιν Μπραγκ, ανακοίνωσε τις κατηγορίες σε βάρος του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, κάνοντας λόγο για παραποίηση επιχειρηματικών αρχείων στη Νέα Υόρκη, με στόχο την απόκρυψη επιζήμιων πληροφοριών αλλά και παράνομης δραστηριότητας από τους ψηφοφόρους τόσο πριν, όσο και μετά τις εκλογές του 2016.
«Η πολιτεία της Νέας Υόρκης υποστηρίζει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ παραποίησε επανειλημμένως και με δόλο επιχειρηματικά αρχεία στη Νέα Υόρκη, με σκοπό να αποκρύψει επιζήμιες πληροφορίες από το εκλογικό κοινό κατά τις προεδρικές εκλογές του 2016. Το Μανχάταν φιλοξενεί τη σημαντικότερη επιχειρηματική αγορά στη χώρα. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε επιχειρήσεις της Νέας Υόρκης να χειραγωγούν τα αρχεία τους για να καλύψουν εγκληματικές συμπεριφορές. Έχουμε την ευθύνη να διασφαλίσουμε ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», δήλωσε ο εισαγγελέας.
Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίασης, ο Τραμπ καθοδήγησε σχέδιο για την εξαγορά «σιωπής» μέσω πληρωμών τις οποίες στις συνέχεια απέκρυψε με ψευδείς καταχωρήσεις, από τον Αύγουστο του 2015 έως τον Δεκέμβριο του 2017. Μεταξύ αυτών, η American Media Inc (ΑΜΙ) που κατέβαλε 30.000 δολάρια σε έναν πρώην θυρωρό στον Πύργο Τραμπ, ο οποίος ισχυριζόταν ότι γνώριζε την ιστορία ενός παιδιού που ο 76χρονος μεγιστάνας είχε αποκτήσει εκτός γάμου.
Σε άλλη περίπτωση, η AMI πλήρωσε 150.000 δολάρια σε μια γυναίκα που ισχυρίστηκε ότι είχε σεξουαλική σχέση με τον Τραμπ. Όταν εκείνος ζήτησε από δικηγόρο που εργαζόταν τότε ως «ειδικός σύμβουλος» για τον Οργανισμό Τραμπ να επιστρέψει τα χρήματα στην AMI, ο ειδικός σύμβουλος συμβούλευσε τον Τραμπ ότι η καταβολή θα έπρεπε να γίνει από μια εταιρία-κέλυφος και όχι με μετρητά.
Η AMI αρνήθηκε τελικά την αποζημίωση, κατόπιν διαβούλευσης με τον νομικό της σύμβουλο. Η AMI – η οποία αργότερα παραδέχθηκε, στο πλαίσιο συμφωνίας με ομοσπονδιακούς εισαγγελείς, ότι η συμπεριφορά της ήταν παράνομη – έκανε ψευδείς καταχωρήσεις στα επιχειρηματικά αρχεία της σχετικά με τον πραγματικό σκοπό της καταβολής των 150.000 δολαρίων.
Σε μια τρίτη περίπτωση – 12 ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές – ο ειδικός σύμβουλος (του Οργανισμού Τραμπ) έστειλε 130.000 δολάρια σε δικηγόρο μιας ηθοποιού ταινιών για ενηλίκους. Η πληρωμή είχε γίνει από μια εταιρία-κέλυφος που χρηματοδοτήθηκε μέσω τράπεζας του Μανχάταν. Ο ειδικός σύμβουλος ομολόγησε αργότερα την ενοχή του και εξέτισε ποινή φυλάκισης για την παράνομη καταβολή χρημάτων στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Μετά τη νίκη του στις εκλογές, ο Τραμπ αποζημίωσε τον ειδικό σύμβουλο με μια σειρά μηνιαίων επιταγών, αρχικά από ανακλητό καταπίστευμα του Ντόναλντ Τραμπ και αργότερα από προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του 76χρονου επιχειρηματία. Συνολικά εκδόθηκαν 11 επιταγές με ψευδή αιτιολόγηση. Εννέα από αυτές τις επιταγές υπογράφηκαν από τον Τραμπ. Όλες τις επιταγές διαχειρίστηκε ο Οργανισμός Τραμπ και έφεραν τον μανδύα της πληρωμής για νομικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν δυνάμει ανύπαρκτης συμφωνίας.
Έγιναν συνολικά 34 ψευδείς καταχωρήσεις σε επιχειρηματικά αρχεία στη Νέα Υόρκη, για να μείνει κρυφή η αρχική πληρωμή των 130.000 δολαρίων. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες στο σχέδιο έλαβαν μέτρα για να παραποιήσουν για φορολογικούς σκοπούς την πραγματική φύση των αποζημιώσεων.
Επέμβαση στις εκλογές του 2024 «βλέπει» ο Τραμπ
«Δεν φανταζόμουν ποτέ πως είναι δυνατό κάτι τέτοιο στην Αμερική»: μερικές ώρες αφού του απαγγέλθηκαν κατηγορίες από δικαστήριο της Νέας Υόρκης, ο ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κατήγγειλε «επέμβαση» της δικαιοσύνης στις προεδρικές εκλογές του 2024, στις οποίες ονειρεύεται να «ανακαταλάβει» τον Λευκό Οίκο.
«Το μόνο έγκλημα που διέπραξα ποτέ ήταν πως υπερασπίστηκα το έθνος μας εναντίον αυτών που επιδιώκουν να το καταστρέψουν», πέταξε ο μεγιστάνας των ακινήτων σε ομιλία του με ακροατήριο υποστηρικτές του στην κατοικία του στο Μαρ-α-Λάγκο, στο Παλμ Μπιτς, στη Φλόριντα, καταφερόμενος εναντίον του εισαγγελέα του Μανχάταν Άλβιν Μπραγκ, που του άσκησε τη δίωξη.