Τσογλάνια

Tο «τσογλάνι» δεν είναι χαρακτηρισμός αλλά θέμα οπτικής. Για τον ταγματασφαλίτη τσογλάνι ήταν ο αντάρτης, για τον δειλό τσογλάνι είναι όποιος σηκώνει τη φωνή, για τον βολεμένο τσογλάνι είναι όποιος τον ξεβολεύει

Πέρασαν υπουργοί και υπουργοί από την Ελλάδα. Πολιτεύτηκαν, κυβέρνησαν, ψευδολόγησαν και πολλοί έκλεψαν κιόλας. Ο υπουργός όμως ήταν πάντα υπουργός και η αγκινάρα αγκινάρα. Δηλαδή, σε βαθμό παρεξηγήσεως, οι δημοσιογράφοι σπάνια ήταν επιθετικοί όταν βρίσκονταν απέναντι σε έναν υπουργό και αυτό δεν ήταν μόνο θέμα τύπων και ευγένειας αλλά και αντίληψης. Για πολλούς δημοσιογράφους ο υπουργός ήταν το χέρι που τους τάιζε, το οποίο όπως είναι γνωστό δεν δαγκώνεις. Οσο περνούσαν τα χρόνια οι δημοσιογράφοι έμοιαζαν όλο και περισσότερο με τους υπουργούς. Φορούσαν τα ίδια ρούχα και γραβάτες, επισκέπτονταν τα ίδια μέρη, ενθουσιάζονταν με τα ίδια πράγματα και τελικά πηδούσαν από το ένα βάθρο της εξουσίας στο άλλο – για να μη θυμηθώ τις περιπτώσεις που ξάπλωναν κιόλας.

Είτε το επέβαλλε το πρωτόκολλο είτε το απαιτούσε η μεταξύ τους ώσμωση, δημοσιογράφοι, ειδικά αυτοί που έμοιαζαν με τους πολιτικούς (και όχι τα αλάνια του πεζοδρομίου), δημόσια δεν έλεγαν κακή κουβέντα για τους πολιτικούς. Εχουμε ζήσει σκηνές με τον Πάγκαλο να διαλύει τα στούντιο, με τον Βενιζέλο να κανιβαλίζει, με τον Αδωνη να γαβγίζει, αλλά δημοσιογράφος δεν τόλμησε να τους αποκαλέσει ούτε να υπονοήσει ότι είναι τσογλάνια. Τα «κύριε υπουργέ μου» έδιναν και έπαιρναν, ενώ τα μικρόφωνα μπούκωναν από τα σάλια ακόμη και όταν ο «κύριος υπουργός τους» μόλις είχε αποκαλυφθεί ότι τα ’παιρνε.

Δεν ρώτησε ποτέ κανένας τον Βενιζέλο γιατί έκανε νόμο κατάφορης αδικίας, ούτε τον Αθανασίου γιατί έδωσε χάρη σε εμπόρους ναρκωτικών. Οπως δεν ρωτάει σήμερα για τις συμπτώσεις στις σχέσεις Αδώνιδος και Novartιδος.

Αποκάλεσε όμως δημοσιογράφος τον Παύλο Πολάκη «τσογλάνι» από ραδιοφώνου, με ύφος και αυταρέσκεια μοιρασμένη ανάμεσα σε δύο μουσικά χαλιά για να το εμπεδώσουν. Ο λόγος ήταν ότι ο Πολάκης, υπουργός και αυτός, γέλασε ενώ ο πρώην πρωθυπουργός Πικραμμένος έκλαιγε στη Βουλή την ώρα της τοποθέτησής του για την εμπλοκή του στην υπόθεση Novartis. Λίγο αργότερα βέβαια γελούσε και ο ίδιος συνομιλώντας με τον Στουρνάρα, αλλά δεν έχει τόση σημασία. Τι κι αν στην ίδια συνεδρίαση ο Πολάκης εξήγησε ότι γέλασε γιατί ο Πικραμμένος έκανε την παραδοχή ότι στα νοσοκομεία υπήρχαν τραγικές ελλείψεις ενώ σήμερα κατηγορούν ότι αυτές είναι αποτέλεσμα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ο γνωστός δημοσιογράφος είχε τη δική του άποψη: ότι ο Πολάκης ήταν ένα τσογλάνι που γέλασε. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ούτε γιατί γέλασε ο Πολάκης ούτε γιατί έκλαψε ο Πικραμμένος και αν έκλαψε πραγματικά γιατί τον έπνιγε το δίκιο.

Προφανώς υπάρχει μια κατηγορία δημοσιογράφων που εκτός από καταγραφείς της πραγματικότητας είναι και ψυχολόγοι και χαρτορίχτρες και φίλτρα της επιτρεπόμενης συμπεριφοράς, με μέτρο πάντα τους ίδιους. Ετσι, ο Πάγκαλος μπορεί να αποκαλεί τον Τσίπρα «τσογλάνι» και αυτό να αποτελεί πολιτικό πολιτισμό και ο Πολάκης να αποκαλείται «τσογλάνι» και να είναι δημοσιογραφική αποκατάσταση του δίκιου.

Αλλά ας αφήσουμε τις αναλύσεις για την ευγένεια και τα μέτρα της, που καμιά φορά δεν είναι παρά μέτρα για τον ενταφιασμό της. Ο Πολάκης δεν ενοχλεί την αισθητική τους ούτε την ηθική τους. Ο Πολάκης ενοχλεί και ξύνει τη μνήμη τους, θυμίζοντας ότι δεν είναι πια στην εξουσία, ότι άλλαξε η ζωή τους και ότι υπάρχει ο κίνδυνος να εκτεθούν ανεπανόρθωτα. Οι Πολάκηδες, και αυτοί με τους οποίους συμφωνεί κάποιος και αυτοί με τους οποίους διαφωνεί, είναι ο σκληρός συμβολισμός της κατρακύλας τους. Της αναστατωμένης τους ζωής που δεν μπορεί να είναι όπως παλιά και που (το κυριότερο) έχει συμπαρασύρει στην κατρακύλα της όλη τη φήμη και την επιτηδευμένη τους μόστρα. Κανένας δεν τους σέβεται, κανένας δεν τους υπολογίζει, πουθενά δεν μπορούν να απευθύνουν τα λογοπαίγνιά τους και τις περικοκλάδες τους και έτσι πρέπει να υπομένουν το αποκαλυπτικό τέλος τους ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, την αλλαγή της κυβέρνησης, που ευελπιστούν ότι θα τους αποκαταστήσει. Ξέρουν όμως ότι αυτό είναι αυταπάτη. Γιατί αν καταλήξεις να γίνεις υποτιμητικά σύνθημα στον τοίχο, έχεις ήδη ορθώσει τοίχο ανάμεσα σε σένα και την κοινωνική πραγματικότητα. Την εποχή που ο άλλος χάνει τη ζωή του επειδή υπάρχουν συγκεκριμένες επιλογές, το να πουλάς μετριοπάθεια και τηλεοπτική ανησυχία πολυτελείας δεν σε κάνει αρεστό –όπως ίσως υποθέτεις από κεκτημένη ταχύτητα δεκαετιών–, αλλά ανόητο.

Το «τσογλάνι» δεν είναι χαρακτηρισμός αλλά θέμα οπτικής. Για τον ταγματασφαλίτη τσογλάνι ήταν ο αντάρτης, για τον δειλό τσογλάνι είναι όποιος σηκώνει τη φωνή, για τον βολεμένο τσογλάνι είναι όποιος τον ξεβολεύει. Αυτή η σχετικότητα που τις περισσότερες φορές δεν είναι τίποτε άλλο από ταξικότητα ή διαφορά πολιτισμού και άλλη θεώρηση, είναι επίσης ένας λόγος που η πολιτική πρέπει να κάνει κάποιες αποδοχές ευγένειας και να αποφεύγει τους τσογλανισμούς. Οσο για τη δημοσιογραφία, είναι καταδικασμένη εδώ και χρόνια από κάτι τσογλάνια που κοιτούν τον καθρέφτη τους και αναφωνούν ότι κάπως έτσι πρέπει να είναι ο κόσμος. Το χειρότερο είναι ότι δεν είναι καν τσογλάνια, αλλά κάτι άλλο τουρκογενές. Γενίτσαροι.