Τσολιάδες και κοκορόφτεροι: Σκηνές μάχης και εκλάμψεις ανθρωπιάς (Photos)

«Δειλοί» και «γενναίοι» δεν υπήρξαν μόνο στο ένα στρατόπεδο. Πέρα από τα προπαγανδιστικά στερότυπα οι αντίπαλοι αναγνώρισαν ο ένας την αξία του άλλου.

Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος του 1940-41 αποτελεί ίσως την περίοδο της ελληνικής Ιστορίας, που έχει αναλυθεί περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο και σίγουρα έχει σημαδέψει την ιστορική συνείδηση των Ελλήνων και των Ιταλών. Είναι πράγματι εντυπωσιακή η ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού πηγών και δημοσιευμάτων που αφορούν την ελληνοϊταλική σύγκρουση και παρ’ όλα αυτά παρατηρούνται σημαντικά κενά σε βασικά ζητήματα. Μεταξύ αυτών των ζητημάτων είναι η ψυχολογία, η νοοτροπία, το ηθικό και η εκπαίδευση των δύο αντιπάλων, του Έλληνα και του Ιταλού στρατιώτη. Έτσι, έχει σχηματιστεί μια εικόνα πως στα βουνά της Ηπείρου, «τσολιάδες» φωνάζοντας «αέρα», κυνηγούσαν «κοκορόφτερους» και «μακαρονάδες». Άραγε, οι Ιταλοί στρατιώτες ήταν δειλοί, μαλθακοί και οι Έλληνες στρατιώτες ήταν ήρωες, στρατιώτες με υπεράνθρωπες ικανότητες; Άραγε, η συντριπτική πολεμική υπεροχή του Ιταλικού Στρατού συνθλίφθηκε μονομιάς όταν ήρθε αντιμέτωπη με τον ψυχωμένο Έλληνα στρατιώτη;

Στην ελληνική βιβλιογραφία, το σκηνικό πριν την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου παρουσιάζεται ως εξής: Ο ελληνικός λαός δέχεται με στωική διάθεση κάθε ιταλική πρόκληση και νιώθει έντονα την αδικία που συμβαίνει, αλλά δεν μπορεί να αντιδράσει, καθώς πρέπει να τηρήσει την ουδετερότητα. Στις 15 Αυγούστου 1940, ο τορπιλισμός της «Έλλης» γίνεται η αφορμή για την αλλαγή της κατάστασης. Ο θυμός και η οργή διαδέχονται την υπομονή και την ψυχραιμία και οι Έλληνες επιθυμούν να ‘ρθει πολύ γρήγορα η ευκαιρία για μια νικηφόρα απάντηση στις ύπουλες προκλήσεις των Ιταλών. Η ευκαιρία δίνεται τελικά με την επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940.

Η «συνωμοσία» των στοιχείων της φύσης

Αμέσως μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, η προπαγάνδα της μεταξικής κυβέρνησης πετυχαίνει να παρουσιάζει με επιδέξιο τρόπο το δίκαιο του ελληνικού λαού που απορρέει από τη θέληση να υπερασπίσει την πατρίδα του από τους εισβολείς. Κερδίζει γρήγορα τον θαυμασμό της αμερικανικής και ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και επιπλέον έχει τη σιωπηρή αναγνώριση της αξίας του από τους Γερμανούς, τον σύμμαχο των Ιταλών Ιταλών. Επιπρόσθετα, αναδεικνύεται η σύνδεση με το ένδοξο παρελθόν, τους ηρωικούς αγώνες και τις ηρωικές νίκες των προγόνων. Οι Έλληνες στρατιώτες προβάλλονται ως άξιοι συνεχιστές, οι οποίοι μάχονται με ανδρεία εναντίον του σκοταδισμού και της βαρβαρότητας. Και ενώ διεξάγονται σκληρές μάχες στο αλβανικό μέτωπο, η μεταξική προπαγάνδα παρουσιάζει τον Ιταλό στρατιώτη να πολεμάει με δειλία και ηττοπάθεια, χωρίς ενθουσιασμό και χωρίς ιδιαίτερες αντοχές. Επιπλέον, οι Έλληνες στρατιώτες είχαν να αντιμετωπίσουν δυο ακόμη εχθρούς: τις σκληρές καιρικές συνθήκες και τις δύσβατες ορεινές περιοχές. Την ίδια στιγμή, απ’ την άλλη μεριά του μετώπου, έμοιαζε σα να πολεμούσαν με καλό καιρό οι Ιταλοί στρατιώτες και σα να μην υπήρχαν φυσικά εμπόδια γι’ αυτούς ή αν υπήρχαν τότε αγκομαχούσαν για να τα καταφέρουν. Ειδικά γι’ αυτό το θέμα, της συνωμοσίας των στοιχειών της φύσης, ακόμη και η ιταλική βιβλιογραφία μπαίνει αντίστοιχα στον πειρασμό να τονίσει με υπερβολικό τρόπο τα φυσικά εμπόδια και να προβάλλει τις φυσικές ικανότητες του Ιταλού στρατιώτη.

Οι Έλληνες στρατιώτες είχαν να αντιμετωπίσουν τις σκληρές καιρικές συνθήκες. Το ίδιο ίσχυε βεβαίως και για τους εισβολείς Ιταλούς

 

Κατά τη διάρκεια των σκληρών μαχών, διεξαγόταν παράλληλα και μακριά από το μέτωπο ένας ακόμη πόλεμος. Έτσι, επιστρατεύτηκε η σάτιρα για την γελοιοποίηση του εχθρού και διαμορφώθηκε ένα νέο σκηνικό, όπου οι καυστικές γελοιογραφίες, τα σατιρικά ποιήματα και τραγούδια, τα πύρινα άρθρα, οι σπαρταριστές θεατρικές επιθεωρήσεις, τα ειρωνικά επίθετα, οι υποτιμητικοί υπαινιγμοί αποδείχτηκαν τα τέλεια όπλα για να πλήξουν την εικόνα του αντίπαλου και χρησιμοποιήθηκαν με αμείωτη ένταση για την επίτευξη αυτού του στόχου.  Οικοδομήθηκε πολύ εύκολα η αντίληψη πως στο αλβανικό μέτωπο, οι «κοκορόφτεροι», οι «μακαρόναδες» βρήκαν για τα καλά το μπελά τους από τους «τσολιάδες», παρ’ όλο που οι γραπτές και οι προφορικές μαρτυρίες των πρωταγωνιστών του μετώπου βεβαιώνουν πως ήταν μια δύσκολη υπόθεση και πως χύθηκε άφθονο αίμα για να επιτευχθεί το έπος του ‘40.  

Η σάτιρα, οι καυστικές γελοιογραφίες, τα σκωπτικά τραγούδια επιστρατεύτηκαν για την τόνωση του ηθικού. Γελοιογραφία του Βρετανού αντιφασίστα Ιllingworth το 1942

 

Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Ζαχαρία Τσιρπανλή, με την οποία δίνει με συμπυκνωμένο τρόπο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του Ιταλού στρατιώτη: «το συμπέρασμα που απορρέει από αυτή την πρώτη φάση των επιχειρήσεων είναι ότι ο Ιταλός στρατιώτης διέθετε τα προσόντα ενός αληθινού μαχητή. Ήταν ορμητικός, τολμηρός και ξεπερνούσε με σχετική ευκολία τις αναμφισβήτητες δυσκολίες του δυσπρόσιτου εδάφους της Ηπείρου». 

Ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, ο  Έλληνας στρατηγός που διακρίθηκε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940 και κυρίως για την οργάνωση της υποδειγματικής άμυνας στο Καλπάκι, κατέγραψε την εμπειρία που αποκόμισε σχετικά με την ποιότητα του εχθρού: «το ιταλικό πεζικό υπό ικανή διοίκηση πολέμησε καλά, ο δε Ιταλός στρατιώτης κατά την άμυνα ιδίως και υπό καλή διοίκηση υπήρξε πολύ καλός μαχητής». 

Η ανταπόκριση του δημοσιογράφου Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου (ο οποίος είχε μεταπηδήσει από τον κομμουνισμό στον εθνικισμό) από το μέτωπο (Φεβρουάριος 1941) αποτελεί ίσως την πιο αυθεντική μαρτυρία για τη μαχητικότητα του Ιταλού στρατιώτη: «Θα ήταν ψέμα και ασέβεια προς τα χαλύβδινα τέκνα του ελληνικού λαού, που μάχονται εδώ επάνω, ο ισχυρισμός ότι αντιμετωπίζουν έναν άμαχο εχθρό. Επεισόδια, βέβαια, που μαρτυρούν δειλία και φυγομαχία του εχθρού δεν λείπουν. Αλλά είναι απλά επεισόδια. Κάθε νίκη μας ως τώρα υπήρξε καρπός υπεράνθρωπου μόχθου».

Ο ο αρχηγός της Ιταλικής Αεροπορίας, Φραντσέσκο Πρίκολο (στη μέση με τα λευκα). Αριστερα ο πτέραρχος Αλμπέρτο Μπριγκάντι

 

Μια ξαφνική επίσκεψη του Μουσολίνι στην Αλβανία (2 Μαρτίου 1941) έκανε τους ιθύνοντες της ιταλικής ηγεσίας να δοκιμάσουν κάποια έκπληξη. Τον δικτάτορα συνόδευε ο αρχηγός της Ιταλικής Αεροπορίας, Φραντσέσκο Πρίκολο. Σκοπός του Ντούτσε ήταν να διαπιστώσει προσωπικά το ηθικό των στρατευμένων συμπατριωτών του. Περίμενε να συναντήσει ακόμα και δυσάρεστες εκδηλώσεις προς το πρόσωπό του ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια παγερή αδιαφορία. Επισκέφθηκε γρήγορα και εντελώς απροειδοποίητα τα στρατόπεδα με σκοπό να αποφύγει κατευθυνόμενες εκδηλώσεις υποδοχής. Στη διήγησή του ο Πρίκολο, χωρίς να αποσιωπά κάποιες μεμονωμένες αντιδράσεις, δεν κρύβει τη μεγάλη του έκπληξη από την αυθόρμητη αποθεωτική υποδοχή που επεφύλαξε το σύνολο του Ιταλικού Στρατού στον αρχηγό του. «Δεν περίμενα βέβαια να υποδεχθούν τον αρχηγό της κυβέρνησης με έκδηλη εχθρότητα ή προπηλακισμούς, αν και θα ήταν πλήρως δικαιολογημένοι αν το έπρατταν, περίμενα όμως τουλάχιστον εκ μέρους τους μια ψυχρότητα ή εκείνη τη φοβερή απαθή αδιαφορία που είναι πιο εύγλωττη από οποιαδήποτε αποδοκιμασία. Αντίθετα μου φάνηκαν να τρέχουν για να χειροκροτήσουν και να φέρουν εν θριάμβω τον Αρχηγό Νικητή, σαν να τους είχε οδηγήσει στις πιο λαμπρές στρατιωτικές δόξες…Η ενθουσιώδης επιδοκιμασία τους δεν ήταν ίσως παρά η έκφραση της απεριόριστης εμπιστοσύνης στην παρέμβαση του και της λανθάνουσας αδημονίας για μια ρεβάνς που θα τους λύτρωνε από το άλγος, από τις ταπεινώσεις από την ντροπή της ήττας…Έφθασαν μάλιστα στο σημείο να φωνάζουν στον Μουσολίνι: Θέλομε επίθεση! Δώστε μας τη διαταγή».

Χαρακτηριστικό είναι επίσης το παρακάτω απόσπασμα από το ημερολόγιο του Κ. Αντωνάκη: «Επίθεση του εχθρού στο ύψωμα-Σκληρός αγώνας-απώθησή του. Πέρασαν τα μεσάνυκτα, τα πυρά όμως εξακολουθούσαν… Μαύρες σκιές που ολοένα και πλήθαιναν παρουσιάζοντο μπροστά μας και σε απόσταση μόλις 50 μέτρων…Οι Ιταλοί μας ρίχνουν χειροβομβίδες και προχωρούν κατά πάνω μας. Τα πολυβόλα και τα οπλοπολυβόλα παλαιά, τύπου 1915 δεν λειτουργούν από τον πάγο. Την ώρα αυτή φωνάζω δυνατά: «Παιδιά μη φοβάστε, είναι λίγοι και θα τους φάμε…μην αργούμε γιατί θα βγουν και άλλοι στο ύψωμα»…Είκοσι μάλινχερ στα χέρια διαλεκτών παλικαριών λειτουργούν δαιμονιωδώς. Τα πυρά μας είναι εύστοχα και αποτελεσματικά. Δεν πέφτει σφαίρα μας χωρίς να διαπεράσει εχθρικά σώματα και η ευστοχία της στιγμής μας, το θάρρος και η αποφασιστικότητα των είκοσι πολεμιστών μας σώζουν το ύψωμα και μαζί μ’ αυτό και την τιμή των όπλων και την ιστορία του Συντάγματός μας… Αυτό που εξασφάλισε τη μεγαλύτερη μας επιτυχία και έσωσε το ύψωμα, ήτο ο τραυματισμός του Ιταλού αξιωματικού, τον οποίο μόλις είδαν νεκρό άρχισαν να υποχωρούν. Εσκέφτηκα τότε πως είναι ψυχολογικά κατάλληλη η στιγμή να κάνομε επίθεση με εφ’ όπλου λόγχη και αέρα. Η βροντώδης φωνή μας «αέρα» τους έκαμε κυριολεκτικά να τρομοκρατηθούν και να φύγουν για να γλιτώσουν. Πολλοί σκοτώθηκαν και άλλοι τραυματίστηκαν με τις χειροβομβίδες που τους εκσφενδονίζαμε. Ο Ιταλός αξιωματικός ήταν πραγματικά ατρόμητος και παρέσυρε τους στρατιώτες που τους ανέβασε στο ύψωμα και δεν τους άφηνε να φύγουν».

Η μαρτυρία του Angelo del Santo από την πόλη Pordenone, επιλοχία της 14ης πυροβολαρχίας της Ομάδας «Conigliano» καταδεικνύει με εύλογο τρόπο τη φρίκη του πολέμου και τα συναισθήματα συμπόνοιας για τον αντίπαλο: «Κατά τις 4 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 σπάει η σιωπή από τις εκρήξεις των χειροβομβίδων, από τους όλμους, και από το κροτάλισμα των ριπών των αυτομάτων όπλων. Ο θόρυβος ξεχωρίζει παρ’ όλο που είναι σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων. Με τον κρότο των εκρήξεων ενώνονται και μερικές κραυγές: άρχισε ο πόλεμος. Ο συναγερμός δίνεται άμεσα και αμέσως όλα τριγύρω αρχίζουν να ενεργοποιούνται παρ’ όλο που το σκοτάδι είναι ακόμα πυκνό και η βροχή συνεχίζει να πέφτει. Όλος ο καταυλισμός είναι στο πόδι, άλλος στα μουλάρια, άλλος στα σαμάρια, άλλος στα υλικά: σε λιγότερη από μισή ώρα η πυροβολαρχία είναι έτοιμη να αναχωρήσει. Η διαταγή να κινηθούμε δίνεται όταν αρχίζει να φέγγει, ενώ, όλο και πιο μακριά ακούγονται ριπές και εκρήξεις χειροβομβίδων. Στις 9 το πρωί η πυροβολαρχία μου παίρνει θέση κοντά σε ένα μικρό πέτρινο κτίσμα με στέγη από τρύπιες λαμαρίνες. Θα μάθουμε μετά ό,τι ήταν ένας μικρός ελληνικός συνοριακός στρατώνας. Ήταν ο πρώτος που δέχθηκε επίθεση από τους αλπινιστές.

Το πυροβολικό μας ακόμα δεν μπήκε σε δράση και οι αλπινιστές προελαύνουν αφού προσπέρασαν την παρακείμενη κοιλάδα, και ετοιμάζονται να καταλάβουν την πλαγιά του απέναντι βουνού μας. Μας δόθηκε διαταγή να ερευνήσουμε τον στρατώνα ο οποίος έχει ένα μόνο όροφο. Το θέαμα που παρουσιάζεται στα μάτια μας είναι τρομακτικό: δοκοί σπασμένες, λαμαρίνες παραμορφωμένες, σοβάδες, έπιπλα ξεχαρβαλωμένα, και γενικά οικιακός εξοπλισμός ξεριζωμένος. Και όλα στο πάτωμα σε μεγάλη ακαταστασία, πράγμα που δυσκολεύει πολύ την είσοδο μας. Μετά από μία γρήγορη έρευνα αντιλαμβανόμαστε ό,τι κάτω από τα ερείπια βρίσκονται Έλληνες στρατιωτικοί με σκισμένες στολές και λερωμένες με αίμα: είναι νεκροί, νομίζω ό,τι ήταν έξι. Δεν ξέρω τι συναίσθημα δοκίμασα εκείνη τη στιγμή βλέποντας εκείνους τους νεκρούς άνδρες, οι πρώτοι  σε εκείνη τη κατάσταση, οι πρώτοι νεκροί του πολέμου. Ψάχνουμε ξανά, πιο ‘κει έχει ένα δωματιάκι που χρησίμευε σαν κουζίνα γιατί σε μία γωνιά βλέπουμε ένα νεροχύτη. Από κάτω φαίνεται κάτι που κινείται, αφαιρούμε κάτι σανίδες και βλέπουμε από κάτω, ξαπλωμένους κατά γης, μερικούς Έλληνες φαντάρους τους οποίους βοηθάμε να βγουν από την παγίδα. Δεν βγάζουν λέξη, ένας από αυτούς είναι πληγωμένος στο στόμα, έχει ακόμα ένα κομμάτι ξύλου καρφωμένο στο μάγουλο. Οι άλλοι δύο δεν έχουν κανένα τραύμα. Ο γιατρός μας φροντίζει πρόχειρα τον τραυματισμένο και μετά τους απομακρύνουμε. Κατά τις 10 το πρωί η πυροβολαρχία μας καλείται να παρέμβει για να πυροβολήσει προς το απέναντι βουνό όπου οι Έλληνες έχουν οργανώσει την άμυνα τους με θέσεις πολυβόλων. Τα πυρά μας είναι πολύ αποτελεσματικά και επιτρέπουν στους αλπινιστές να καταλάβουν το ύψωμα και σε μας να προωθηθούμε. Η μεγάλη φάλαγγα της πυροβολαρχίας μου, υπό τις διαταγές του λοχαγού Baldizzone αρχίζει την πορεία προς το ελληνικό έδαφος. Κοντά σε ένα μικρό χαράκωμα, με το πρόσωπο γεμάτο αίματα, ένας Έλληνας στρατιώτης είναι ξαπλωμένος στο έδαφος, με ανοιχτά τα μάτια να κοιτούν το ουρανό. Το κράνος, που ακόμα φορά, έχει μία τρύπα στο κέντρο, στο ύψος του μετώπου».

Ελληνες στρατιώτες μεταφέρουν τραυματισμένο συμπολεμιστή τους

 

Ο Giovanni Roba, ανθυπολοχαγός του 2ου Τάγματος του 41ου Συντάγματος Πεζικού «Modena» καταγράφει την τραγικότητα του πολέμου στο ημερολόγιο του: «14 Ιανουαρίου 1941. Μας ανεβάζουν σε ένα φορτηγό. Το ταξίδι είναι μεγάλο. Σκοτεινιάζει. Να επιτέλους η Πρέβεζα, ένα πλέγμα μισοκαταστραμμένων σπιτιών στην όχθη της θάλασσας. Ένα τμήμα του στρατοπέδου που μας φιλοξενεί κατέρρευσε την προηγούμενη ημέρα μετά από ένα αεροπορικό βομβαρδισμό. Κλεισμένοι σε ένα βρώμικο δωμάτιο, ένα μακάβριο και τρομακτικό θέαμα, εμφανίζεται στα απίστευτα μάτια μας. Το δωματιάκι είναι γεμάτο από τραυματισμένους ή άρρωστους αιχμαλώτους. Μερικοί είναι από εκείνους που είχαν συλληφθεί με εμάς προηγουμένως. Ξαπλωμένα ανάσκελα στο γυμνό πάτωμα, εγκαταλειμμένα και μόνα τους, εκείνα τα ακρωτηριασμένα σώματα κακοποιημένα από τα τραύματα της γάγγραινας κείτονται ανάμεσα στα σκουπίδια, χωρίς καμία βοήθεια, μην μπορώντας να κινηθούν, σε επαφή με τα περιττώματα τους. Μαστιζόμενη από τη δίψα, το κρύο, τον πόνο, εκείνη η ανθρώπινη μάζα σε αποσύνθεση,  ανυψώνει εν χορώ στον ουρανό, ένα παράπονο που σου ξεσχίζει τη ψυχή. Μερικοί ζητούν την μητέρα τους. Άλλοι παραληρούν. Αδύναμος να κάνω κάτι, επιθεωρώ εκείνα τα άθλια σώματα. Τα χείλη ξεθωριασμένα. Τα μάτια βαθουλωμένα. Τα δόντια να εξέχουν. Τα στόματα τεράστια. Οι περισσότεροι έχουν τα άκρα τους ξεπαγιασμένα. Οι τραυματίες έχουν κοκκινίσει το πάτωμα με το αίμα τους που κυλάει και αναμιγνύεται με τα ούρα τους. Μερικοί με αναγνωρίζουν. Με φωνάζουν. Δεν μου μένει να κάνω τίποτε άλλο από το να ανάψω τα λίγα τσιγάρα που μου έχουν μείνει και να τα χαρίσω στους λιγότερο τραυματισμένους αλλά τα τσιγάρα γρήγορα σβήνουν σε εκείνα τα χείλη που ψήνονται από τον πυρετό. Το βάσανο είναι πολύ βαρύ. Καταφεύγω σε ένα διπλανό δωματιάκι. Η δυσοσμία από τις πληγές έχει καταστήσει την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Εδώ, περισσότερο από το μέτωπο, ο πόλεμος μου εμφανίζεται με όλη του τη τραγικότητα». 

Μια απροσδόκητη ελληνοϊταλική εκεχειρία

«Ηχήσαμε το “παύσατε πυρ” και πήγαμε, Έλληνες και Ιταλοί, ο καθένας να μαζέψει τους άνδρες του, σαν να μην συνέβαινε τίποτε και δεν πυροβόλησε πλέον κανείς», αφηγείται ο ανθυπολοχαγός Domenico Antonio Quattrini

 

Στη μαρτυρία του Domenico Antonio Quattrini από τη Φλωρεντία, ανθυπολοχαγού του 69ου λόχου του Τάγματος «Gemona» του 8ου Συντάγματος Αλπινιστών φαίνεται μέσα από μια μικρή ανάπαυλα η φυσική κούραση και των δυο εμπολέμων μερών: «Ήταν ένα βράδυ στη Σαμαρίνα της Πίνδου, 3 Νοεμβρίου 1940, ένα μαγευτικό χωριουδάκι σε μία καταπράσινη κοιλάδα. Έβρεχε. Μια βροχούλα φθινοπωρινή, παγωμένη, που μας μούσκευε μέχρι το κόκκαλο. Είμαστε κουρασμένοι, μετά από μια σκληρή μάχη, όχι όμως με κακό πόλεμο ακόμα, σκέψου ό,τι σε κάποια στιγμή επειδή είχαμε πολλούς τραυματίες έξω από τις γραμμές μας σε μια περιοχή στο κέντρο της μάχης και επειδή οι φωνές από παρακαλετά πραγματικά προκαλούσαν οίκτο, σαν να είχαμε περάσει το σύνθημα, ηχήσαμε το «παύσατε πυρ» και πήγαμε, Έλληνες και Ιταλοί, ο καθένας να μαζέψει τους άνδρες του, σαν να μην συνέβαινε τίποτε. Ποιος ήχησε τη σάλπιγγα πρώτος δεν το ξέρω, ξέρω μόνο ό,τι έγινε, και δεν πυροβόλησε πλέον κανείς. Και μόλις όλοι γύρισαν πίσω, ένα μακρύς ήχος ελληνικής σάλπιγγας ακούστηκε (αυτό το θυμάμαι) και η μάχη ξανάρχισε. Σου λέω ό,τι ήμασταν κουρασμένοι, άσχημη μάχη, με λανθασμένες βολές όλμων δικών μας και δικών τους, να πέφτουν στα στρατόπεδα της κάθε πλευράς. Ήμασταν όμως και ευχαριστημένοι, ο Paveglio και εγώ, γιατί, με πολύ τύχη αλλά και με λίγη σωστή σκόπευση, είχαμε καταφέρει να καταρρίψουμε ένα μικρό ελληνικό αεροσκάφος, που το άμοιρο είχε την απαίτηση να ρίχνει χειροβομβίδες από την άτρακτο στους αλπινιστές. Για να πω την αλήθεια πολυβολούσαν κιόλας  και ήταν θαύμα που δεν μας χτύπησαν αλλά για ένα αλπινιστή κυνηγό όπως ήταν ο Paveglio η προσβολή ήταν λίγο υπερβολική, και έτσι το καταρρίψαμε φλεγόμενο. Οι φουκαράδες οι Έλληνες δεν πρόλαβαν να πέσουν με το αλεξίπτωτο γιατί πέταγαν πολύ χαμηλά. Ο παππούς και o Paveglio είπαν, όταν νύχτωσε για τα καλά, ό,τι πρέπει  να ξεκουραστούμε λίγο, τον κερδίσαμε αυτό τον ύπνο. Και έκαναν μέσα στο πιο απόλυτο σκοτάδι, με πέτρες ένα κυκλικό τοιχάκι, κουλούριασαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου για να είναι ζεστοί, έφαγαν μια κονσέρβα κρέας -εφόδιο του παππού- και σίγουροι για την ασφάλεια που τους προσέφερε αυτή η ξερολιθιά, αποκοιμήθηκαν σαν κούτσουρα. Μόνο που το πρωί εξακολούθησαν να κοιμούνται μέχρις ότου ανακάλυψαν ό,τι βρίσκονταν σε ένα ωραίο λιβάδι, μόνοι, ακάλυπτοι στο κέντρο ενός ωραίου στρογγυλού στόχου, το τοιχάκι τους, απέναντι από τους  Έλληνες που βρίσκονταν όχι μακρύτερα από 200 μέτρα, σε μια δενδρόφυτη ράχη. Και υπήρξε ένα άλλο Να πάρει…του αλπινιστή Osvaldo Pavaglio αλλά τίποτε παραπάνω, Και εάν σήμερα μπορούν να σου το διηγούμαι, σημαίνει ό,τι οι Έλληνες νύσταζαν πιο πολύ από εμάς και κυρίως ό,τι ο Θεός μας είχε σκεπάσει με το χέρι του».

Σ’ άλλο σημείο ο Quattrini, ο ανθυπολοχαγός αναφέρει: «Έφθασαν και έφυγαν οι Έλληνες [στην Μπρεάτζα], 9-11 Νοεμβρίου 1940, και ο διοικητής της φάλαγγας, συνταγματάρχης Μεταξάς και ο λοχαγός Δουκάκης, διοικητής ενός συντάγματος ιππικού χωρίς άλογα, θέλησαν να γνωρίσουν τον αλπινιστή Paveglio γιατί ο «παππούς» είχε μιλήσει γι’ αυτόν. Να μπορούσες να έβλεπες τον αλπινιστή Οsvaldo Paveglio, κλάση 1919, από τη πόλη Navarons, κατακουρελιασμένο. Ήταν εκεί ακίνητος, προσοχή, αλλά με το μαύρο του φτερό ολόισιο στο καπέλο προσοχή, γιατί ο άλλος ήταν ναι μεν Έλληνας, αλλά ήταν συνταγματάρχης και ο Έλληνας του άπλωσε το χέρι και του το έσφιξε λέγοντας: «Μπράβο Ιταλέ στρατιώτη, είσαι αληθινός άντρας. Ο Θεός να σε προστατεύει, τι τρέλα να σας πάνε στον πόλεμο!». Και ο Paveglio κοκκίνισε σαν αστακός! Και ο Έλληνας αξιωματικός τον άφησε με τη σαφή εντολή να μην απομακρυνθεί από τον πατέρα Ferrari που θα τον βοηθούσε μια που και αυτοί θα μας άφηναν για να τρέξουν πίσω από την Julia που οπισθοχωρούσε. Και έτσι στο Δίστρατο έμειναν 47 τραυματίες με τον πατέρα Ferrari και τον Paveglio και ένα γεροντάκι Έλληνα φύλακα (έτσι κι’ αλλιώς ποιος θα μπορούσε να δραπετεύσει; Είμαστε όλοι κομμάτια). 

Ιταλός αλπινιστής σε βουνοκορφή

 

Οι μόνοι που έφυγαν ήταν οι νεκροί και ο Paveglio τους έθαψε βοηθώντας τον πατέρα Ferrari, πανταχού παρών, εύσπλαχνος, αδελφικός, παρηγορητής, φίλος, πατέρας. Και έτσι ο «παππούς» είναι ζωντανός, γιατί ο Καλός Θεός του χάρισε την τύχη να συναντήσει την κατάλληλη στιγμή τον πατέρα Ferrari και τον Paveglio και ο Paveglio δεν ήταν πια μια ορντίναντσα αλλά ένας αδελφός. Και όλα αυτά εν μέσω απερίγραπτων βασάνων, με τη γάγγραινα που θέριζε τους τραυματίες και τον Ferrari και τον Paveglio να μην μπορούν να κάνουν τίποτε απέναντι στο κακό, ο ένας με την ώριμη και κηρυγμένη πίστη του ιεραπόστολου, του και ο άλλος που κάνοντας το καλό –χωρίς κέρδος- θα κέρδιζε μόνο τη μεγάλη φιλία των αλπινιστών. Ποτέ ένας λόγος παραπάνω, ποτέ μια στάση ενδοτική, ποτέ δουλοπρέπεια, αλλά μια μεγάλη και άπειρη αξιοπρέπεια, αυτοσυγκράτηση αλλά κυρίως μεγάλη γενναιοδωρία, όταν η ακέραιη του δύναμη (ο μόνος υγιής μεταξύ των εξουθενωμένων) θα μπορούσε να τον είχε οδηγήσει, εάν δεν στηριζόταν στη μεγάλη του ανθρωπιά, να επωφεληθεί της τέλειας κατάστασης της υγείας του. Ποτέ ένα σημάδι αυταρχικότητας. Ήταν εκείνος που μάζευε ρίζες, δημητριακά, κρεμμύδια, πατάτες, καμιά φορά και κρέας, κυνήγι, ήταν τα πάντα για τους Φριουλάνους του, με πρώτο τον υπολοχαγό του».

Ο «πόλεμος της λάσπης», όπως ονομάστηκε δείχνει το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετώπισαν οι Ιταλοί

 

Στο Ημερολόγιο Πολέμου, ο Γρηγόρης Αγγελόπουλος, ο οποίος υπηρέτησε με τον βαθμό του Ανθυπίατρου στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, στην πρώτη γραμμή αναφέρει: Μαλιμάδι, 31 Οκτωβρίου 1940: Τα αεροπλάνα δεν έχουν δείξει μέχρι σήμερα καμμία δράση εγγύς του μετώπου. Ξεκινάμε υπό βροχή στις 8 το πρωί, ανεβαίνουμε ένα πετρώδη ανήφορο με λάσπες και γλίστρες. Πολλοί εξαντλημένοι ελονοσούντες πέφτουν. Απομεσήμερο φθάνουμε στην κορυφή – αληθινό φυσικό φρούριο. Κρύο, πείνα. Όλο το Τάγμα βρίσκεται εις κίνηση. Το βράδυ παίρνω διαταγή να πάρω τραυματιοφορείς και φορεία, να πάρω τη χαράδρα που γίνεται από το Μαλιμάδι και Σαμοβίτσα Γρέκα και να τραβήξω απέναντι στην πυραμίδα, όπου το ύψωμα Σμαρδέσι. Σιωπηλός και σύννους, δίχως προσανατολισμό, προχωρούμε έως 1 ώρα έναν απαίσιο κατήφορο μες στο δάσος. Ο Ντορής μου τρομάζει να περπατεί. Από ενωρίτερα η πυραμίδα που είχε καταληφθεί από τους δικούς μας – με αιχμαλώτους, λάφυρα και κατορθώματα!, εβομβαρδίστη αγρίως από τους Ιταλούς. Η Διμοιρία μας διελύθη, εγκαταλείψασα το ύψωμα. Συναντούμε στο δρόμο στρατιώτες που ερχόντουσαν φοβισμένοι μιλούν πως εσώθηκαν ως εκ θαύματος αλλά δεν ξέρουν αν υπάρχουν θύματα. Στην πυραμίδα πια δεν υπάρχει κανείς. Για πρώτη φορά με έπιασε το όξος του αγνώστου. Όπως είμαστε ακροβολισμένοι, οι τραυματιοφορείς μ’ άφησαν σχεδόν μόνον. Βρισκόμουν στη χαράδρα, σ’ ένα άλσος προ του υψώματος, όταν έπεσαν επάνω στην πλαγιά του υψώματος τρεις βόμπες. Σκέφτηκα πως δεν είχα λόγο να προχωρώ πλέον· τραυματίας κανείς δεν φαινόταν· γυρίζω, συμμαζεύω τους τραυματιοφορείς, και στις 10 η ώρα φθάνω στην αφετηρία μου. Πόσο με απογοήτευσε αυτή η περιπέτεια… Ανάφερα ό,τι είχα στο διοικητή του Συντάγματος, και έφαγα ψωμί και ελιές μαζί με τον Κώστα, ο οποίος μου είπε ότι την επομένη το Τάγμα μας επιτίθεται στα προ του 38 Φυλακίου υψώματα Ταλίκ. Με ανησυχία αλλά και εξάντληση έπεσα να κοιμηθώ λίγο σε μια πρόχειρη σκηνή, επάνω στα νερά. 

Ένα θεσπέσιο γεύμα – ο θάνατος τώρα θα ήταν λιγότερο οδυνηρός

Σ’ άλλο σημείο περιγράφει την εναλλαγή των εικόνων, ηρεμία-φρίκη και την τραγική κατάσταση των τραυματιών: Μαλιμάδι 5 Νοεμβρίου 1940: Η πείνα μ’ έσπρωξε το μεσημέρι ως την έδρα του Συντάγματος. Βρήκα τυρί, ελιές και μαύρο κρασί. Τα ‘φερα στη σκηνή μου και με το νοσοκόμο μου στρώθηκα στο θεσπέσιο αυτό γεύμα. Μόλις τέλειωσα είπα πως ο θάνατος τώρα θα μου ήταν λιγότερο οδυνηρός. Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη σκέψη μου και μια βόμπα αεροπλάνου σφυρίζει κοντά και πέφτει στο δάσος, 20 μέτρα κάτου ‘πό τη σκηνή μου. Αντιλήφτηκα τις πέτρες που πέφταν στο αντίσκηνο και βγήκα με τα εφόδιά μου να ιδώ τα’ αποτελέσματα. Ένας φαντάρος φώναζε για το πόδι του και καλούσε βοήθεια. Τον επέδεσα υπό την αεροπορικήν βοήν (συντριπτικό κάταγμα κνήμης). Άλλος τραύμα του κρανίου ελαφρό και της οσφύος. Τρίτος, του κρανίου. Πλησιάζω στο λάκκο που άνοιξε η βόμπα. Ένα πτώμα πνιγμένο στα αίματα, δίχως κρανίο και μυαλά. Δίπλα ένας δεκανέας από τους Γαργαλιάνους. Αναγνωστόπουλος, ζούσε […] του άνοιξε από πίσω την οσφύν ένα πελώριο χάσμα, απ’ όπου ξεχύθηκαν τα άντερά του. Πέθανε στα χέρια μου! Η καρδιά μου πια είχε (γίνει) σπάσει τελείως από τη φρίκη…Ηθικό στους στρατιώτες μηδέν! Το βράδυ ο συνταγματάρχης μίλησε με πόνο και ζητούσε από τους στρατιώτες εκδίκηση. Το ίδιο και ο ταγματάρχης ενεθάρρυνε και υπήσχετο πλιάτσικο, και γα… στους Ιταλούς! – Έπεσα σ’ ένα ύπνο απελπισμένο. 

«Η αεροπορία τους επαναστάτησε» γράφει ο Ανθυπίατρος Γρηγόρης Αγγελόπουλος και διαπιστώνει «διαφορές μεταξύ ιταλικού στρατού και φασιστών»

 

Τέλος, σ’ ένα άλλο απόσπασμα του ημερολογίου, ο Έλληνας Ανθυπίατρος περιγράφει στιγμές ανάπαυλας και την ανησυχία για τις εξελίξεις στο μέτωπο, παρά τα νικηφόρα αποτελέσματα: 26 Νοεμβρίου 1940: Σήμερα μαθαίνουμε την προϊούσα διάλυση των ιταλικών δυνάμεων. Η αεροπορία τους επαναστάτησε. Διαφορές μεταξύ στρατού και φασιστών. Βλέπουμε και εφημερίδες. Το πλήγμα του Ντούτσε είναι θανάσιμο. Μα πως βλέπει η Ρωσία την Αγγλική νίκη στη Μεσόγειο; Τι θα κάμει η Γερμανία που δεν έχει κανένα μέτωπο τώρα; Σίγουρα είμαστε στην αρχή μεγαλύτερων γεγονότων. Πάντως έχει χρυσή παρέα δίπλα στο ευλογημένο παραγώνι. Η γλύκα της εστίας δεν μ’ αφήνει διόλου να βγω από το χουζούρι μου. Η Μονάδα μας δεν ξέρουμε ακόμη που και αν θα μετακινηθούμε. Πάντως έχουμε μια ησυχία που δε μιλάει διόλου για πόλεμο. Αρχίσαμε και συναλλαγές με τους Αρβανίτες σε ελληνικό νόμισμα. 

Όλα μιλούν πλέον ότι είναι ζήτημα αν οι Ιταλοί σκοπεύουν να αντισταθούν σε νέες γραμμές. Και μεις που φάγαμε όλη την πρώτη μπόρα, ανοίγοντας το δρόμο σε καινούργιες δυνάμεις που προελαύνουν, σκεφτόμαστε με άνεργο το νου, όπως σκέφτονται και στα καφενεία του εσωτερικού μας. Μαθαίνουμε ακόμη ότι σήμερα έπεσε το Αργυρόκαστρο (!;).

Σήμερα είχα γράμμα από τη μανούλα μου, από τη Βίτω, κι από το θείο μου. Θα της γράψω πως επροτάθην και για το αριστείον ανδρείας, ότι τώρα πλέον χουζουρεύω για να συνέλθει.-

Πηγές: 

  • Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας – Μαρτυρίες – Περίοδος Β΄ – Γρηγόρης Αγγελόπουλος – Ημερολόγιο Πολέμου (1940-1941), μεταγραφή-επιμέλεια: Κώστας Γ. Τσικάκης, εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2011
  • Πόσο Αλήθεια Γνωρίζουμε το 1940; – Άγνωστες Πτυχές του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, Νίκος Γιαννόπουλος, εκδ. Historical Quest, Αθήνα 2016
  • Ο Πικρός Πόλεμος – Η ελληνοϊταλική σύγκρουση (1940-1941), Giorgo Rizzo, εκδ. Historical Quest, Αθήνα 2014.
Η βροντώδης φωνή «αέρα» τους έκαμε κυριολεκτικά να τρομοκρατηθούν και να φύγουν για να γλιτώσουν

Ετικέτες