Τζανακόπουλος: Δεν θα δεχτούμε ψήφιση νέων μέτρων, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος

Την απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης να μην δεχτεί την ψήφιση νέων μέτρων, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, τονίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα “Εποχή” και στους δημοσιογράφους Ιωάννα Δρόσου και Παύλο Κλαυδιανό

Ο υπουργός αποκλείει επίσης οποιαδήποτε αύξηση του ΦΠΑ και μείωση των συντάξεων, διαψεύδοντας σχετικά δημοσιεύματα. Παράλληλα υποστηρίζει ότι πρέπει να επιστρέψουμε στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, βάζοντας τέρμα στην εξαίρεση στην αγορά εργασίας.

Για το Κυπριακό αναφέρει ότι έχει γίνει σημαντική πρόοδος στις διακοινοτικές συνομιλίες και πως αυτή η πρόοδος πρέπει να διαφυλαχθεί

Αναλυτικά η συνέντευξη του κυβερνητικού εκπροσώπου:

Η διαπραγμάτευση βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Δίνεται η αίσθηση πως αυτή δεν προχωρά, κυριαρχεί σιωπή. Ποια η προοπτική της και ποιες πρωτοβουλίες παίρνει η ελληνική πλευρά;

Ακόμα και οι περίοδοι της σιωπής σε επίσημο επίπεδο είναι περίοδοι διαπραγμάτευσης. Πέραν των συζητήσεων με τεχνικά κλιμάκια ή συνεδριάσεων κορυφής, η διαπραγμάτευση είναι μια διαρκής διαδικασία, η οποία συχνά λαμβάνει χώρα και πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε τώρα. Το βασικό θέμα που δεν μας επιτρέπει να κλείσει η αξιολόγηση τις επόμενες μέρες είναι πολιτικό και αναφέρομαι στις διαφωνίες μεταξύ ευρωπαίων και ΔΝΤ, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ρύθμισης του ελληνικού χρέους, αλλά και του δημοσιονομικού μονοπατιού που πρέπει να ακολουθήσει η ελληνική οικονομία μετά το 2018. Μετά τις συναντήσεις του Ευκλείδη Τσακαλώτου με τον κ. Σαπέν και τον κ. Μοσκοβισί, έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι θα ανοίξει ο δρόμος για το κλείσιμο της αξιολόγησης. Εξάλλου υπάρχει ανοιχτό και το ενδεχόμενο της παραμονής του Ταμείου μόνο ως τεχνικού συμβούλου στο Πρόγραμμα πράγμα που είναι πιθανό να δώσει λύση στο δομικό πρόβλημα ασυμφωνίας. Φαίνεται εξάλλου ότι η συγκεκριμένη άποψη κερδίζει έδαφος στην Ευρώπη ενώ συζητείται και από δυνάμεις που την προηγούμενη περίοδο παρουσιάζονταν πλήρως αντίθετες. Οψόμεθα. Αλλά το ζητούμενο δεν είναι μόνο να κλείσει η αξιολόγηση. Εξίσου αν όχι περισσότερο σημαντικό είναι και το πώς θα κλείσεις.

Ακριβώς. Σημασία έχουν και οι όροι που θα περιλαμβάνει. Δημοσιεύματα, κάνουν λόγο για υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς. Στην ενημέρωση πολιτικών συντακτών τα διαψεύσατε. Τι ισχύει;

Είθισται, όταν διανύουμε μια κρίσιμη περίοδο διαπραγματεύσεων, να βλέπουμε σωρεία δημοσιευμάτων, τα οποία δεν έχουν βάση, καθώς μπορεί να προέρχονται και από πηγές που θέλουν να οδηγήσουν τα πράγματα σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει και δεν πρόκειται να υπάρξει αύξηση του ΦΠΑ, όπως ακούστηκε, στα είδη λαϊκής κατανάλωσης, δεν υπάρχει καμία πρόθεση για κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις κύριες συντάξεις που δόθηκαν έως την ημερομηνία ψήφισης του νέου ασφαλιστικού νόμου, ούτε οποιαδήποτε απόφαση για την ένταξη της μείωσης του αφορολόγητου στον αυτόματο δημοσιονομικό διορθωτή. Επίσης, έχουμε δηλώσει σε όλους τους τόνους ότι δεν πρόκειται να αποδεχτούμε την ψήφιση νέων μέτρων για μετά τη λήξη του προγράμματος. Ακόμα δεν παραιτούμαστε από τη θέση ότι δεν μπορεί να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση χωρίς να έχουμε πάρει συγκεκριμένες αποφάσεις για την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τον τερματισμό της κατάστασης εξαίρεσης στην οποία βρίσκεται η αγορά εργασίας. Από εκεί και πέρα, αν χρειαστεί να υπάρξει ένας μηχανισμός αυξημένων εγγυήσεων και προς τους δανειστές ότι θα επιτύχουμε τους στόχους μετά το 2018, θα ήμασταν διατεθειμένοι να το συζητήσουμε, εφόσον όμως έχουν κλείσει όλα τα υπόλοιπα ζητήματα, εφόσον συγκεκριμενοποιηθούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και εφόσον δεν συζητάμε τη νομοθέτηση νέων μέτρων.

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος θέτει στο τραπέζι και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, κίνηση που συσχετίζεται με το ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων. Έχει ελπίδες;

Έχουμε πει πολλές φορές ότι μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και πρωτογενή πλεονάσματα είναι αλληλοσυνδεόμενα ζητήματα. Βεβαίως, αυτό το ζήτημα αποτελεί το κέντρο της πολιτικής διαφωνίας μεταξύ όλων των πλευρών. Σε κάθε περίπτωση, να θυμίσω πως το Γιούρογκρουπ της 24ης Μάη είχε με σαφήνεια ανακοινώσει ότι θα πρέπει να περιγραφούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και κατ’ επέκταση το δημοσιονομικό μονοπάτι που θα πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα μετά το 2018. Σε κάθε περίπτωση ο μηχανισμός αυξημένων εγγυήσεων προς τους δανειστές για την επίτευξη των στόχων προϋποθέτει και την από τη δική τους μεριά συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος.

Ωστόσο, ο χρόνος είναι πολύ σημαντικός και αμείλικτος παράγοντας. Ο κίνδυνος είναι να εγκλωβιστεί η κυβέρνηση στην ανάγκη υψηλών χρηματοδοτήσεων για τις δόσεις και να υποχρεωθεί για δεύτερη φορά να κινηθεί σε καθεστώς ασφυξίας. Τι μέριμνες έχουν παρθεί να αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο;

Αυτή τη φορά δεν έχουμε άμεσες χρηματοδοτικές ανάγκες, καθώς είναι εξασφαλισμένη η χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους για τους επόμενους μήνες. Βεβαίως, δεν σημαίνει ότι θα πάψουμε να θέτουμε επιτακτικά την ανάγκη να κλείσει η αξιολόγηση όσο το δυνατόν γρηγορότερα, και μάλιστα εντός του πρώτου τριμήνου του 2017, ώστε να ενταχθούμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Παράγοντας πίεσης για εμάς είναι η επίτευξη του φιλόδοξου στόχου του 1,75% πρωτογενούς πλεονάσματος, και γι’ αυτό πρέπει να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να διανύσουμε μια περίοδο σχετικής αβεβαιότητας. Γι’ αυτό λέμε ότι αν όλοι θέλουν πραγματικά την επιτυχία του ελληνικού προγράμματος και την έξοδο της χώρας από την επιτροπεία θα πρέπει, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, να συμφωνήσουμε σε μια λύση που θα επιτρέψει την εμπέδωση της σταθερότητας και της εμπιστοσύνης. Άλλωστε, από ελληνικής πλευράς, έχουν τηρηθεί τα συμφωνηθέντα, ενώ έχουμε υπερβεί τους στόχους. Επομένως, μια αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης θα είναι κατασκευασμένη πολιτικά.

Είναι πιθανό να υπάρχουν σενάρια πολιτικής υπονόμευσης της κυβέρνησης;

Είναι η πρώτη φορά που παρά τις δυσκολίες και τους περιορισμούς το πρόγραμμα βγαίνει και αυτό αποτυπώνεται στα μεγέθη της οικονομίας, στη σταδιακή μείωση της ανεργίας και στην επίτευξη των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων, οι οποίοι πλέον κινούνται σε λογικά πλαίσια, σε αντίθεση με όσα προβλέπονταν στα προηγούμενα μνημόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι πανηγυρίζουμε ή ότι παραβλέπουμε την κοινωνική επιβάρυνση. Ωστόσο η μεγάλη εικόνα και η ανάκμψη της ελληνικής οικονομίας αποδεικνύουν ότι αν κάποιοι έχουν σκοπό την αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης, μπορεί να την επιδιώξουν μόνο τεχνητά. Θεωρώ όμως ότι ο συσχετισμός δύναμης, αλλά και οι πολλαπλές κρίσεις τις οποίες έχει να αντιμετωπίσει η Ευρώπη, δεν θα επιτρέψουν εύκολα μια τέτοια εξέλιξη. Δεν λέω ότι είναι απίθανη, αλλά πως θα είναι πολύ πιο δύσκολο για κάποιους που ίσως θα ήθελαν να την επιτύχουν.

Τις τελευταίες βδομάδες στελέχη της κυβέρνησης, και του κόμματος επικοινώνησαν με πολίτες και κοινωνικούς φορείς. Ποιος ο στόχος αυτών των εξορμήσεων; Θα συνεχισθούν;

Ορισμένοι απέδωσαν σε αυτές τις εξορμήσεις προεκλογικό χαρακτήρα. Οι εκτιμήσεις αυτές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Είναι στόχος και υποχρέωση της κυβέρνησης να έχει αδιαμεσολάβητη σχέση με την κοινωνία, τους φορείς και τους θεσμούς της, ώστε να αφουγκράζεται τα προβλήματά της, αλλά και να εισπράττει από πρώτο χέρι το κοινωνικό κλίμα. Διότι ξέρετε πολλές φορές οι έρευνες κοινής γνώμης δεν αποδίδουν με απόλυτη ακρίβεια την πραγματικότητα. Τα μηνύματα που πήραμε είναι ότι στην κοινωνία υπάρχει προβληματισμός, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγα ότι υπάρχει η εικόνα της κοινωνικής κατάρρευσης την οποία προπαγανδίζουν συγκεκριμένα Μέσα, με την παραμικρή ευκαιρία. Νομίζω ότι παρά τις δυσκολίες, οι οποίες είναι γνωστές, υπάρχει ακόμα στήριξη των πολιτών στην προσπάθεια που κάνουμε.

Αφήνεται η αίσθηση πως η κυβέρνηση κινείται στους ρυθμούς της διαπραγμάτευσης, με μέλη της να αναμένουν. Έτσι, όμως, δεν επιλύονται ζητήματα καθημερινότητας, όπως φάνηκε και με την κακοκαιρία, που δόθηκε η εντύπωση πως η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να παίξει το ρόλο του συντονιστή, ώστε να αντιμετωπιστούν έγκαιρα τα προβλήματα. Είναι έτσι;

Δεν θα ήμουν τόσο αυστηρός με τις επιδόσεις της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των προβλημάτων από την κακοκαιρία. Αντιθέτως, πολλοί δήμαρχοι ευχαρίστησαν δημόσια τους υπουργούς για την ετοιμότητά τους. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν προβλήματα στο σχεδιασμό. Όσον αφορά τον πυρήνα του ερωτήματός σας, επειδή η διαπραγμάτευση αναφέρεται σχεδόν στο σύνολο των πολιτικών του κράτους, υπάρχει μια τροχοπέδηση του κυβερνητικού έργου. Ωστόσο δεν αδρανούμε σε περιοχές οι οποίες δεν σχετίζονται με τη διαπραγμάτευση. Για παράδειγμα, δείτε τις προσπάθειες με το ΕΣΠΑ, την καταπολέμηση της μαύρης και αδήλωτης εργασίας, τα προγράμματα κοινωφελούς απασχόλησης, το νοικοκύρεμα του Εθνικού Συστήματος Υγείας, τις προσλήψεις προσωπικού, το γεγονός ότι άνοιξαν τα σχολεία στην ώρα τους κ.λπ. Επαναλαμβάνω όμως: τα προβλήματα είναι πολλά αλλά δεν νομίζω ότι η κυβέρνηση αδρανεί. Προφανώς θα πρέπει να διορθώσουμε πράγματα, για να γίνουμε ακόμα πιο αποτελεσματικοί.

Υπάρχει, ωστόσο, ένα ζήτημα επικοινωνίας με τον κόσμο. Τα στελέχη που εμφανίζονται στις τηλεοράσεις αναλώνουν το χρόνο τους στο να απαντήσουν στις επιθέσεις της ΝΔ, δεν απευθύνονται στον κόσμο, να του εξηγήσουν, με ειλικρίνεια και συμπόνια, γιατί ακολουθούν την κάθε πολιτική, ποια θα είναι τα επόμενα βήματα. Ποια η γνώμη σας;

Όταν βάλλεσαι από παντού, παρασύρεσαι σε μια προσπάθεια να απαντήσεις στις πολιτικές επιθέσεις, μέσα στον ελάχιστο τηλεοπτικό χρόνο που έχεις. Πράγματι θα πρέπει να αναδεικνύουμε κάθε προσπάθεια που έχει γίνει στον κάθε τομέα ή ακόμα και κινήσεις που μοιάζουν μικρές, αλλά δεν είχαν ολοκληρωθεί τις προηγούμενες δεκαετίες, όπως είναι για παράδειγμα η ανάρτηση δασικών χαρτών. Αυτά ήταν ζητήματα που λίμναζαν για δεκαετίες, προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα συμφέροντα.

Ζήτημα αξιακό για την αριστερά είναι το προσφυγικό. Την περασμένη βδομάδα ωστόσο είδαμε εικόνες, λόγω της κακοκαιρίας, ντροπής στα camps, ενώ η μεταφορά των προσφύγων σε πλοίο έγινε ύστερα από πρωτοβουλία του πρωθυπουργού. Δεν υπάρχει ζήτημα εδώ;

Θίγετε δύο ζητήματα: την επικοινωνιακή διαχείριση, για την οποία ο καθένας μπορεί να κάνει σειρά σχολίων και τη διοικητική προετοιμασία. Ως προς το δεύτερο θέλω να πω πως τα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε στην Ελλάδα ήταν αντίστοιχα με όσα αντιμετώπισαν άλλες ευρωπαϊκές χώρες που φιλοξενούν πρόσφυγες. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνεται ανεκτό να ταλαιπωρείται έστω και ένας άνθρωπος από την κακοκαιρία. Ωστόσο, πρέπει να ξέρετε ότι μιλάμε για μια διοικητική μηχανή που έχει υποστεί αλλεπάλληλα χτυπήματα. Πολλές φορές η βούληση μπορεί να περισσεύει, αλλά οι δυνατότητες είναι πολύ μικρές. Άλλωστε, το προσφυγικό είναι ένα θέμα που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίσει μόνη της η κυβέρνηση. Χρειάζεται τη συμμετοχή τοπικών αρχών και της κοινωνίας των πολιτών, τη συνεργασία των τοπικών κοινωνιών. Προσπαθήσαμε να λύσουμε το ζήτημα επιδιώκοντας μια στοιχειώδη συναίνεση μεταξύ κυβέρνησης και τοπικής κοινωνίας. Νομίζω ότι θα ήταν λάθος αν δίναμε την εντύπωση πως δημιουργούμε ρήγμα με ένα τμήμα της κοινωνίας της Μυτιλήνης για παράδειγμα. Δυστυχώς, δεν κατέστη δυνατό να εξασφαλίσουμε τη συναίνεση και γι’ αυτό φτάσαμε στο να σκεφθούμε ακόμη και την επίταξη.

Το προεκλογικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ήταν «ξεμπερδεύουμε με το παλιό». Δίνεται η αίσθηση όμως πως τα εργαλεία που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση που έχει κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτά του παλιού πολιτικού συστήματος. Πώς θα αλλάξει έτσι η πολιτική κουλτούρα, πώς θα αναδειχθούν οι αξίες της αριστεράς;

Όταν αναλαμβάνεις την κυβερνητική εξουσία δεν σημαίνει ότι έχεις και την κρατική εξουσία. Το να αποκτήσεις την πραγματική εξουσία, με την έννοια της επικράτησης ενός κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού που δημιουργεί την ειδική ικανότητα μιας τάξης ή μιας συμμαχίας τάξεων να επιβάλλουν τα συμφέροντα τους, που δίνει τη δυνατότητα για ριζικές τομές, είναι ένας στόχος πιο μακροπρόθεσμος. Παρά λοιπόν τις πραγματικές δυσκολίες έχουμε προγραμματίσει μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση, στην παιδεία, στην υγεία, ξεκινά η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση. Την ίδια στιγμή προσπαθούμε να προσανατολίσουμε τους ελεγκτικούς μηχανισμούς στην κατεύθυνση της προστασίας των εργαζόμενων και της καταπολέμησης της μεγάλης φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου κλπ. Παρά πολλά όμως εξαρτώνται και από το αν θα καταφέρουμε να αυξήσουμε το μερίδιο των μισθών στο συνολικό ΑΕΠ, από την μείωση της ανεργίας αλλά και από την ρύθμιση της αγοράς εργασίας.

Αυτά, βέβαια, δεν μπορούν να γίνουν από τη μια μέρα στην άλλη και σαφώς πρέπει να γίνουμε πιο πιεστικοί, ώστε να επιταχυνθούν μεταρρυθμίσεις προοδευτικού πρόσημου. Όπως είπε και ο πρωθυπουργός στο μήνυμα της Πρωτοχρονιάς το 2017 μπορεί να είναι έτος ορόσημο. Βεβαίως, αυτό δεν μπορεί να γίνει με μικρές πολιτικές και κοινωνικές πλειοψηφίες. Χρειάζεται στήριξη από τη μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.

Πώς θα συμβεί αυτό; Η απάντησή σου, συνειρμικά, στο πολιτικό πεδίο, φέρνει στον νου την κατάσταση του σοσιαλδημοκρατικού κέντρου στην Ελλάδα.

Η Ελλάδα, σε σχέση με τη συζήτηση που γίνεται πανευρωπαϊκά στη σοσιαλδημοκρατία, παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα. Η σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη, έστω και καθυστερημένα, εμφανίζεται να κάνει δειλά βήματα αμφισβήτησης των πολιτικών που ακολούθησε τις προηγούμενες δεκαετίες. Βλέπουμε, έστω και ρητορικά, κάποια αντιπαράθεση με τις πολιτικές λιτότητας, δειλές πρωτοβουλίες αμφισβήτησής της. Και αυτό γίνεται, διότι όπως είδαμε στη Γερμανία ή την Ιταλία, η σοσιαλδημοκρατία πιέζεται να αλλάξει πορεία, από τη στιγμή που είτε η ακροδεξιά είτε άλλοι κοινωνικοί και πολιτικοί σχηματισμοί πιέζουν προς την ευρωσκεπτικιστική κατεύθυνση. Η σοσιαλδημοκρατία, λοιπόν, αρχίζει να αποκτά συνείδηση ότι κάτι μάλλον πήγε στραβά. Στην Ελλάδα δεν έχουμε αντίστοιχη μετακίνηση, έστω και δειλή. Αντιθέτως, φαίνεται ότι το ΠΑΣΟΚ αντί να πάρει αποστάσεις από τις πολιτικές που ακολούθησε, υπερασπίζεται την πολιτική της περιόδου 2010-2015, ενώ στελέχη του βλέπουν ως προνομιακό χώρο συνομιλίας τη Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη.

Αναφερθήκατε στην αναγκαιότητα στήριξης από τη μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Δημοσκοπήσεις ωστόσο δείχνουν πως αυτή υποχωρεί, υπάρχουν τάσεις μετατόπισης προς την πλευρά της ΝΔ, παρά τις πολιτικές που εφάρμοσε και οδήγησαν στην ανατροπή της το 2015. Γιατί τα θύματα της κρίσης να νιώθουν ότι μπορεί να γυρίσουν πίσω;

Δεν συμφωνώ με τη σκέψη σας. Η ΝΔ κυρίως, λεηλατεί πολιτικά έναν χώρο, ο οποίος ποτέ δεν αμφισβήτησε, στην ουσία της, την πολιτική των μνημονίων. Μιλάμε για μια κοινωνική εκπροσώπηση ποθ αναφέρεται σε ανώτερα κοινωνικά στρώματα υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης. Αντίθετα, βλέπουμε, όσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, ότι πολύς κόσμος, παρότι η κυβέρνηση υπόκειται σε μια φυσική φθορά, δεν επιστρέφει στο παλιό πολιτικό σύστημα. Όμως αποστασιοποιείται, είναι αλήθεια και αυτό είναι στο χέρι μας να αντιστραφεί. Χρειάζεται με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας να ενισχύσουμε τα κοινωνικά στρώματα, τα οποία θέλουμε να εκπροσωπούμε. Να αποδείξουμε ότι αυτά τα κοινωνικά στρώματα εκφράζουμε στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού και του πολιτικού πεδίου. Και τούτο παρά το γεγονός ότι η συμφωνία την οποία υπογράψαμε μας αναγκάζει σε συγκεκριμένες πολιτικές, οι οποίες πολλές φορές δεν διευκολύνουν την προσπάθειά μας αυτή ή ακόμη και μας οδηγεί σε αντίθετη κατεύθυνση. Είναι μια διαρκής μάχη για την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Η ΝΔ εσχάτως προσπαθεί να εκφράσει ως και αντιμνημονιακό λόγο, ανυπακοής προκειμένου να προσεγγίσει στρώματα που αντιδρούν. Το υποτιμάτε αυτό;

Το αντίθετο θα έλεγα. Η ΝΔ αποκτά ένα λόγο υπέρ-μνημονιακό και όχι αντιμνημονιακό. Ανακοίνωσε μονομερείς ενέργειες για να ενισχύσει όμως τα κοινωνικά συμφέροντα που θέλει να εκπροσωπήσει, ακόμα και σε σύγκρουση με τους δανειστές. Δεν είπε ποτέ ότι θα κάνει μονομερή ενέργεια για να αυξήσει, για παράδειγμα, τους μισθούς. Είναι νεοφιλελεύθερης κοπής η λογική την οποία ευαγγελίζεται. Το πολιτικό σχέδιο του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι να προχωρήσει σε ένα σοκ και δέος όταν και αν αναλάβει την εξουσία, το οποίο θα είναι υπερμνημονιακού χαρακτήρα. Θυμηθείτε πως ο κ. Μητσοτάκης έχει αναφερθεί στην αδαή πλειοψηφία, πως στελέχη της ΝΔ λένε ότι θα κάνουν περισσότερα από όσα ζητά το ΔΝΤ, πως χαρακτηρίζουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ιδεοληπτική εμμονή της Αριστεράς. Πρόκειται εδώ για την ανάδυση του ασυνειδήτου της Νέας Δημοκρατίας.

Η Αριστερά στην Ευρώπη περνά και αυτή κρίση. Ποια η εκτίμησή σας;

Είμαστε σε μια πολιτική αμηχανία πανευρωπαϊκά. Στην Ελλάδα, δώσαμε έναν αγώνα το 2015, ο οποίος ήταν πολύ σκληρός και επηρέασε την ευρωπαϊκή αριστερά. Στην πραγματικότητα ψηλαφίσαμε τα πολιτικά όρια της Ευρώπης και αναγκαστήκαμε σε έναν πολιτικό συμβιβασμό, ο οποίος κανείς δεν αρνείται ότι έχει επώδυνα χαρακτηριστικά. Όλο αυτό το επεισόδιο της διαπραγμάτευσης προφανώς επηρέασε το σύνολο της ευρωπαϊκής αριστεράς και έδειξε και τα όρια της Ευρώπης. Το ποιο θα είναι το μέλλον για την αριστερά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την επιτυχία ή την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στο μακρό διάστημα αλλά και την προσπάθεια που γίνεται στην Πορτογαλία, την πορεία της ισπανικής αριστεράς, της γαλλικής αριστεράς, της γερμανικής αριστεράς.

Σε κάθε περίπτωση αν ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να διατηρήσει ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, να οδηγήσει την Ελλάδα εκτός μνημονίου, παρά τις αντίξοες συνθήκες στις οποίες δρα, να αντιστρέψει την πορεία των προηγούμενων ετών, να δημιουργήσει όρους για μια αναδιανομή πλούτου και ισχύος υπέρ των εργαζόμενων τάξεων, νομίζω ότι μπορεί να βρει το βηματισμό της η αριστερά και να αποκτήσει πολύ μεγαλύτερη κοινωνική στήριξη και σε άλλες χώρες. Η σχέση αυτή όμως είναι διαλεκτική. Και η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ εξαρτάται από την ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής αριστεράς.

Αυτή τη στιγμή πάντως έχουμε μια ευρωπαϊκή ελίτ που θεωρεί ότι όλα είναι καλώς καμωμένα και ότι το πρόβλημα είναι πρόβλημα διαχείρισης και μικροδιορθώσεων. Αυτό διαρκώς αποδυναμώνει την ελίτ και βλέπουμε ότι αλλού ενισχύονται δυνάμεις λαϊκιστικές και αντιπολιτικές, αλλού ακροδεξιές και ευρωσκεπτικιστικές και αλλού δυνάμεις της αριστεράς. Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα της εποχής: Αν οι αντιστάσεις που ούτως ή άλλως υπάρχουν και γεννιούνται απέναντι στις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού θα λάβουν εθνικιστικό και αντιδραστικό ακροδεξιό πρόσημο ή προοδευτικό και ριζοσπαστικό πρόσημο.

Οι συζητήσεις για το Κυπριακό προχωρούν με γοργούς πια ρυθμούς. Ποιο το συμπέρασμα από τη συνάντηση στη Γενεύη;

Η διάσκεψη της Γενεύης αποτελεί κρίσιμο βήμα στην προσπάθεια για την επίλυση του Κυπριακού. Έχει μέχρι στιγμής συντελεστεί σημαντική πρόοδος και πρέπει η δυναμική επίλυσης που έχει αναπτυχθεί να προστατευτεί και να αξιοποιηθεί.

Στις δικοινοτικές συνομιλίες συντελέστηκε πρόοδος παρά τις διαφορές που παραμένουν – για πρώτη φορά μετά το 1974 ανταλλάχτηκαν χάρτες – ενώ επίσης για πρώτη φορά μπαίνει στο τραπέζι το ζήτημα της ασφάλειας και των εγγυήσεων. Οι συνομιλίες θα συνεχιστούν από τις 18 Ιανουαρίου σε τεχνικό και διπλωματικό επίπεδο και τώρα όλα θα εξαρτηθούν από την βούληση και την αποφασιστικότητα όλων για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση. Τώρα είναι η ώρα της ευθύνης ώστε να μην χαθεί το μομέντουμ και η Διάσκεψη να συνεχιστεί με την παρουσία και του Πρωθυπουργού. Δεν χρειάζεται ούτε φοβικότητα ούτε επιθετικές δηλώσεις.

Η ελληνική κυβέρνηση θα συνεχίσει σε συντονισμό και συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία να επεξεργάζεται και να καταθέτει προτάσεις επί τη βάσει των αρχών που έχουμε διακηρύξει ώστε να βρεθεί κοινό έδαφος και να έχουμε μια θετική κατάληξη.