Υπάρχει στην ελληνική μουσική από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, απ’ όταν ήταν έφηβος και μαζί με τον συμμαθητή του, Αχιλλέα Περσίδη, είχαν φτιάξει ένα folk – rock ντουέτο της εποχής. Στα πρώτα χρόνια των 70s συνεργάστηκε με τον Θάνο Μικρούτσικο στην μπουάτ «Δον Κιχώτες» και με τη Μαρίζα Κωχ στη δισκογραφία. Το 1978 παρουσιάζουν με την Αρλέτα (για δύο κιθάρες) το έργο του Μίκη Θεοδωράκη «Romancero Gitano» σε ποίηση Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και σε απόδοση Οδυσσέα Ελύτη.
Αρκετά χρόνια μετά κι ενώ συνεχίζονταν οι συνεργασίες του με την πλειονότητα των Ελλήνων μουσικών και τραγουδιστών, κυκλοφορεί στα 1993 τη «Ρωξάνη», το πρώτο δικό του έργο.
Μάλλον δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η δισκογραφία, αν υπολογίσει κανείς πως ο «Χορός των Πυρσών», το δεύτερο οργανικό έργο του, βγήκε το 2001, καταφέρνοντας όμως να αλλάξει το τοπίο της εγχώριας οργανικής μουσικής. Ακολούθησε ακόμη ένας ζωντανά ηχογραφημένος δίσκος του, από κοινού με τον συνθέτη Νίκο Ξυδάκη, όπως και το «Ammon» (2005), το τρίτο οργανικό έργο του. Εκείνα τα χρόνια έτυχε να τον δω σε συναυλία στη Δράμα μαζί με τον Μίμη Πλέσσα και τον Αντώνη Λαδόπουλο – μια πολύ ιδιαίτερη συνεργασία, απ’ την οποία θα προέκυπτε το άλμπουμ «3G – Three Generations Jazz Trio» (2018).
Αφορμή γι’ αυτή τη συνέντευξη ήταν η παράσταση με τον «Χορό των Πυρσών» του, που θα δοθεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών αύριο, Τετάρτη 14 Μαΐου, με τη συμμετοχή της ελίτ των Ελλήνων μουσικών της jazz και της world music (Χάρης Λαμπράκης, Ρος Ντέιλι, Τάκης Φαραζής κ.ά.), της Σαβίνας Γιαννάτου στο τραγούδι, αλλά και της Χαρούλας Αλεξίου στις απαγγελίες (κείμενα των Κ.Π. Καβάφη, Μπομπ Ντίλαν κ.ά. με την επιμέλεια του Διονύση Καψάλη). Κυρίες και κύριοι, ο Βασίλης Ρακόπουλος, ένας από τους πιο ενδιαφέροντες μουσικούς και συνθέτες, σε μια κουβέντα για το documentonews.gr.
Έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια που κυκλοφόρησε ο «Χορός των Πυρσών». Πότε ακριβώς συλλάβατε ως ιδέα το συγκεκριμένο έργο;
Δισκογραφικά βγήκε στις αρχές του 2000, αλλά μη φανταστείτε ότι υπήρχε κάποια πρόθεση από πίσω για να κάτσω να κάνω ολόκληρη μουσικολογική ή εθνομουσικολογική εξερεύνηση. Ο κάθε συνθέτης, ξέρετε, πιάνεται από ένα σημείο και μ’ αυτό αρχίζει την εξερεύνηση του.
(εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κινητό του και είναι ο Αχιλλέας Περσίδης. Μιλάνε για λίγο. Τον ακούω να τον αποκαλεί «Αχίλλο». Συνεχίζουμε την κουβέντα μας)
Μονίμως, έλεγα, παίρνουμε ερεθίσματα επιλεγμένα από την τυχαιότητα των συγκυριών. Εάν σε ακουμπήσει και σου κινητοποιήσει κάτι πιο βαθύ, εσωτερικό, ξεκινάς την εξερεύνηση.
Τελικά, λοιπόν, αποδίδετε στο έργο τον χαρακτήρα της εξερεύνησης.
Ακριβώς. Το τυχαίο ερέθισμα–άκουσμα που έφτιαξε το «Χορό των Πυρσών» ήταν συγγενές με βυζαντινό ή αν θες τουρκικό ή και αραβικό άκουσμα. Όλα μαζί τα ηχοχρώματα οδήγησαν σ’ ένα νέο υβριδικό άκουσμα, το οποίο έκανε επαφή με όλες αυτές τις πτυχές. Θυμάμαι πως όταν έφτιαξα τα πρώτα μοτίβα, αναρωτιόμουν: «Τι είναι αυτό; Ακούγεται βυζαντινό»! Ρωτάω και μου λένε «Αυτό είναι βυζαντινός πλάγιος του πρώτου», ο Ρος Ντέιλι πάλι λέει «Όχι, αυτό είναι Χουσεϊνί του τάδε», ο Λαμπράκης απεφάνθη «Όχι, αυτό είναι ουσάκ τάδε». Όμως έβλεπα ότι όλοι το θεωρούσαν οικείο. Οι γνώστες των μακάμ και οι βυζαντινοί. Διαπίστωσα πως ο καθένας κάνει μία νύξη στα εσωτερικά του αρχεία για να το παρακολουθήσει και να τριπάρει όπως γουστάρει. Εκεί το είδα σαν ευκαιρία να το ψάξω περαιτέρω. Περί αυτού πρόκειται. Α, Θυμάμαι και στην Αμερική που παίχτηκε και εκεί τα ίδια, οικειότητα στα μικροδιαστήματα…
Θα πάθανε την πλάκα τους, φαντάζομαι.
Πάθανε την πλάκα τους και αναρωτιέμαι πως το κοινό εκεί τσίμπησε με τα microtones. Παίξαμε το 2007 στην Αμερική κατόπιν προσκλήσεως από καθηγητές του USC, που είχε φτάσει στα χέρια τους το CD. Το άκουσαν και μου τηλεφώνησαν: «Θέλετε να έρθετε για σεμινάρια περί του πως κάνουμε χρήση των microtones στα πλαίσια της δυτικής αρμονίας;» Απάντησα θετικά και πήγα. Το έργο παίχτηκε με κάτι φοβερούς μουσικούς δικούς τους, Καλιφορνέζοι οι περισσότεροι, με τους οποίους εγώ κόμπλαρα στην αρχή. Η συναυλία πήγε πολύ καλά και οδήγησε σε ακόμη δυο-τρεις συναυλίες σε αξιόλογα venues εκεί πέρα.
Ηχογραφήθηκε κάποια συναυλία απ’ αυτές;
Μπορεί, ίσως, αλλά εγώ δεν είμαι πολύ καλός σ’ αυτά. Δεν μαζεύω αρχεία. Μου λέει καμιά φορά ο Ιλάν «Ρε συ, έχω μια ηχογράφηση από το Μπαράκι του Βασίλη»… Χαμπάρι εγώ…
Μια και αναφέρετε τον Ιλάν και σας τηλεφώνησε και ο Περσίδης, θυμάμαι μία αφήγηση του Ιλάν όταν κάναμε το ντοκιμαντέρ «Ζωντανοί στο Κύτταρο – Σκηνές Ροκ»: Μιλούσε ο Ιλάν για μια επεισοδιακή συναυλία σας με τον Περσίδη στη Λαμία τότε που λεγόσασταν Α + Β.
Ο Θάνος Μικρούτσικος μας είχε ονομάσει έτσι. Εμείς αποκτήσαμε υπόσταση σ’ ένα πάρτι αποφοίτων λυκείου, που μαζί μας ήταν και αρκετοί άλλοι, μεταξύ των οποίων και η Φλέρυ Νταντωνάκη. Πιθανώς ήταν τότε που τη Φλέρυ την είχε φέρει στην Ελλάδα ο Ξαρχάκος πριν από τη συνεργασία της με τον Χατζιδάκι. Τέλος πάντων, με τον Αχιλλέα ήμασταν συμμαθητές και στο ίδιο θρανίο από την πέμπτη δημοτικού. Αρχίζουμε και παίζουμε σ’ εκείνο το πάρτι παρουσία επίσης του Μικρούτσικου – όλοι ήμασταν από 17 μέχρι 21 ετών. Με τον Αχιλλέα είχαμε μια τρομερή χημεία μεταξύ μας. Παίζαμε ολόκληρο το «Aftermath» των Rolling Stones απ’ την αρχή ως το τέλος. Κάπου εκεί μπήκε και η Φλέρυ στο παιχνίδι με φοβερούς βοκαλισμούς. Μπαίνει μέσα ο Μικρούτσικος και μας λέει «Ρε σεις, κάνω ένα πρόγραμμα στους “Δον Κιχώτες”, θέλετε να ακολουθήσετε;» Σε εκείνο το σχήμα ήταν ακόμη η Μαρίζα Κωχ και τα Ανάκαρα, το συγκρότημα του Κώστα και της Νάγιας Γεωργίου. Μας πήρε, λοιπόν, να ανοίγουμε το πρόγραμμα. Βγαίναμε με δύο κιθάρες – δύο φωνές, ενώ ο Αχιλλέας έπαιζε και φυσαρμόνικα. Είχαμε διασκευάσει μπαλάντες του Μπομπ Ντίλαν, των Peter, Paul & Mary και διάφορα blues.
Από που κατάγεστε;
Είμαι γεννημένος στην Αθήνα το 1951, αισίως έφτασα 74 ετών. Οι ρίζες μου κρατάνε από Κάιρο και Κεφαλονιά απ’ τη μεριά του μπαμπά. Και εγώ, όπως και ο πατέρας μου, γεννηθήκαμε στην Αθήνα ωστόσο. Απ’ τη μεριά της μάνας μου έχω ρίζες σε Σμύρνη και Πελοπόννησο. Με τη μουσική άρχισα να ασχολούμαι λίγο πριν τελειώσω το δημοτικό. Μου χάρισαν μία κιθάρα και προσπαθούσα να την εξερευνήσω, επειδή όμως ήμουν και αρκετά εσωστρεφής και μονήρης τύπος, είχα ένα τρανζιστοράκι και άκουγα συνέχεια. Η μεγάλη έκρηξη έγινε όταν στα 14 μου άκουσα τους «15 Εσπερινούς» του Χατζιδάκι με τις δύο κλασικές κιθάρες του Φάμπα και του Μηλιαρέση. Έτσι μπήκα στην όλη φάση.
Δηλαδή μέσω Χατζιδάκι…
Ναι, ειδικά σε σχέση με την κλασική κιθάρα. Από κει και πέρα επηρεάστηκα απ’ όλα τα ρεύματα της εποχής, Beatles και Stones.
Γι’ αυτό και δεν ακολουθήσατε το δρόμο του Νότη Μαυρουδή, ας πούμε, που ήταν ένας σπουδαίος κλασικός κιθαριστής.
Όχι, γιατί δεν ήμουν ποτέ της κλασικής παιδείας. Αυτά τα βρήκα μετά μόνος μου. Στα 30 μου έμαθα, να φανταστείτε, που είναι το σολ στη δεύτερη γραμμή. Και με τον Χατζιδάκι που έπαιζα, δεν ήξερα να διαβάζω νότες.
Πότε παίζατε με τον Χατζιδάκι;
Το 1981 στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Κέρκυρας. Έπαιζα στα περισσότερα τραγούδια ως μέλος της ορχήστρας που διεύθυνε ο Χατζιδάκις. Χωρίς να διαβάζω, επαναλαμβάνω. Πρόσεξε όμως! Όταν ακούς από τρανζίστορ και μετά προσπαθείς να βγάλεις τα κομμάτια, αρχίζει η οργάνωση της αποκωδικοποίησης του ακούσματος που είναι και η βάση της μουσικής σου επαφής.
Με τους Α + Β αφήσατε ηχογραφήσεις;
Ναι, υπάρχουν στο αρχείο του Περσίδη καταπληκτικές ηχογραφήσεις, πρόχειρες, με κασετοφωνάκι. Μακάρι να έβγαιναν σε βινύλιο κάποια στιγμή. Συγκινητικές ηχογραφήσεις. Είμαστε δύο φωνές και δεν στονάρουμε καθόλου. Μιλάμε για περίπου δέκα καλά κομμάτια, αγγλόφωνα όλα, από το διάστημα τέλη του 1960 – αρχές του ’70. Να ‘ναι καλά ο υποθηκοφύλαξ ο Περσίδης. Παραμένουμε κάτι παραπάνω από αδέρφια. Συχνά έλεγα «Ας πάω να κοιμηθώ στο σπίτι του» και με περίμενε η μάνα του, όπως κι εκείνος πήγαινε σπίτι μου για να φάει κι έμπαινα και τον έβλεπα εκεί.
Θυμάμαι κι εκείνο το τρομερό άλμπουμ που είχατε κάνει με την Αρλέτα στα τέλη του 1970. Μιλάω για το «Romancero Gitano».
Υπήρχε μία περίοδος που η Αρλέτα ασχολιόταν με τη ζωγραφική και δεν πολυήθελε να τραγουδάει. Έτυχε ως φοιτητής του Πολυτεχνείου, που έκανα παρέα με πολλά παιδιά της Καλών Τεχνών, να έχω νοικιάσει ένα σπίτι στην οδό Τσαμαδού απέναντι απ’ αυτό της Αρλέτας. Την είδα μια μέρα να περπαταέι στο δρόμο, αναρωτήθηκα «Είναι αυτή;» και πήγα δειλά και της μίλησα. Πιάσαμε την κουβέντα, αφού κι αυτή με είχε δει να πηγαινοέρχομαι με κιθάρες. Μιλάω τώρα για το 1971, ασχέτως αν το «Romancero Gitano» βγήκε το 1977 – 78. Ενώ η ίδια μου έλεγε πως δεν έπαιζε πια, με κάλεσε μια μέρα απ’ το σπίτι της. Αρχίσαμε να παίζουμε και χαιρόταν που της έδειχνα καινούργια πράγματα, ακόρντα κ.λπ. Κάποια στιγμή μου πρότεινε να πάμε να παίξουμε κρυφά στην Πάτρα. Δεν ήθελε να εκτεθεί στο αθηναϊκό κοινό. Πήγαμε σε μια μικρή μπουάτ στην Πάτρα και από κει η Αρλέτα ξαναμπήκε δυναμικά στη μουσική λίγο πριν αποκτήσει το δικό της στέκι στο Καφεθέατρο της Κοδριγκτώνος. Για το «Romancero Gitano», που ήταν να το κάνει μια δεκαετία πριν με τον Μίκη, αλλά τους πρόλαβε η δικτατορία, με ρωτάει «Είσαι; Πάμε να το κάνουμε;» Της άρεσε πιο πολύ, όχι το σχήμα για δύο κιθάρες, αλλά η ψυχική επαφή που μοιραζόταν κι εγώ δεν αποσκοπούσα σε τίποτα άλλο παρά μόνο στο να τη στηρίξω. Όλα έτσι τα κάναμε με την Αρλέτα.
Φιλίες θα κρατήσατε, να υποθέσω, όχι μόνο με την Αρλέτα, αλλά και με όλους τους Έλληνες που έκαναν ροκ μουσική, όπως ο Μαγκλάρας, ο Πουλικάκος κ.ά.
Πλάκα κάνεις; Με όλους! Και με τη Μαρίζα Κωχ συνεργάστηκα πάρα πολύ και στη δισκογραφία και σε συναυλίες. Σ’ ένα κομμάτι που έπαιζα μια φράση σε δωδεκάχορδη, η Μαρίζα μου έκανε μασάζ στα χέρια για να μην κουράζομαι. Αργότερα παίξαμε μαζί με τη Μαρίζα και τον μπασίστα Γιώργο Φιλιππίδη, μιλάω για το δίσκο «Μια στο καρφί και μια στο πέταλο» το 1973. Οι μπάσες φωνές που απαντάνε στο τραγούδι «Καροτσέρη τράβα» με τη φράση «Πόσα τάλιρα γυρεύεις» κ.λπ. ήταν του Κώστα Γεωργίου και η δική μου κατόπιν επιθυμίας της Μαρίζας.
Με εντυπωσιάζει που τώρα στο Μέγαρο Μουσικής θα συμπράξετε με τη Χαρούλα Αλεξίου. Και το λέω διότι όταν εσείς κάνατε τα δικά σας πράγματα, εκείνη έκανε τη μεγάλη καριέρα της σε εντελώς διαφορετική φάση.
Ναι, έπαιζα εκείνο τον καιρό για κάμποσο διάστημα με την Αλεξίου. Άρχισα στο πρόγραμμα της «Διαγωνίου» στην οδό Κυδαθηναίων με τη Χαρούλα, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, την Άννα Βίσση και άλλους ερμηνευτές. Μετά περιοδείες. Εν πάση περιπτώσει, Θέλω να πω ότι με την Αλεξίου γνωριζόμαστε σχεδόν πενήντα χρόνια και έχουμε κρατήσει μια πολύ καλή επαφή. Της έκανα εγώ την πρόταση για την τωρινή συνεργασία. Είμαι ίσως απ’ τους λίγους που ξέρουν τη βαθύτατη καλλιέργεια της Χαρούλας.
Δεν θα διαφωνήσω. Καθόλου.
Δεν το ξέρει πολύς κόσμος αυτό. Όταν παίζαμε στη «Διαγώνιο», η τότε κοπέλα μου, που ήταν Γαλλίδα, της έκανε μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας. Πολύ υψηλού επιπέδου. Η Μιρέιγ μού έλεγε: «Δεν φαντάζεσαι πόσο ζεστή και φιλομαθής είναι».
Λογικό. Η Αλεξίου είχε έρθει πολύ κοντά στη γαλλική κουλτούρα μέσω Αχιλλέα Θεοφίλου.
Έτσι ακριβώς. Η Χαρούλα είναι άνθρωπος που εξετάζει σοβαρά το που θα λάβει μέρος. Θέλει να κατανοεί απόλυτα το βαθύτερο περιεχόμενο αυτού που πρόκειται να διαβάσει. Μετά μπαίνει στη βαθύτερη υποκριτική διάσταση. Της είχα δώσει ήδη τα κείμενα και τα ’χαμε περάσει ένα πρώτο «χτένισμα». Προ ημερών κάναμε την πρώτη πρόβα. Της άρεσε που βρισκόταν μέσα σ’ ένα σύνολο μουσικών, οι περισσότεροι γνωστοί φίλοι και παλιοί συνεργάτες. Αναζωπυρώθηκε μέσα μας κάτι πολύ όμορφο και δημιουργικό. Αρχίζει, λοιπόν, να διαβάζει ένα απόσπασμα από το «A hard rain’s a-gonna fall» του Μπομπ Ντίλαν, μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Διονύση Καψάλη. Θα γνωρίζεις ότι οι στίχοι αυτοί του Ντίλαν κρατάνε από τον Λόρδο Ραντάλ τον 19ου αιώνα. Ακόμη και η μελωδία του είναι παρμένη από την παλιά των Ιρλανδών τροβαδούρων. Η Χαρούλα απέδωσε αμέσως τη βαθύτερη διάσταση αυτού του διαλόγου μεταξύ Μητρός και Υιού, που αν το δεις και λίγο απ’ τη θρησκευτική περίοδο του Ντίλαν, είναι διάλογος μεταξύ Virgin Mary και Jesus.
Βέβαια, η χριστιανική στροφή του Ντίλαν είχε γίνει αρκετά αργότερα, ενώ το «A hard rain’s a-gonna fall» είναι τραγούδι των αρχών του 1960.
Ναι, αλλά νομίζω πως από τότε τις είχε τις πνευματικές αναζητήσεις του. Στο σημείο αυτό η αφήγηση της Χαρούλας γίνεται πάνω σε υπόκρουση αργού ζεϊμπέκικου ρυθμού. Πολύ αργό κιόλας. Οι μουσικοί πάθανε πλάκα! Έβγαλε έναν απίστευτο τσαμπουκά η Αλεξίου. Μείναμε άφωνοι. Κάγκελο… Αυτό που μοιραστήκαμε με την παρουσία της Χαρούλας ήταν πολύ δυνατό, ενοποιητικό, ουσιαστικό. Θα τολμούσα να πω ότι μας έδωσε να καταλάβουμε τι κάναμε. Δεν βάλαμε Ντίλαν σε μια γέφυρα του Βυζάντιου με τη τζαζ, όπως αναφέρει η περιγραφή του Μεγάρου, για λόγους εντυπωσιασμού ή έκπληξης. Κατ’ αρχάς διερωτάται κανείς πώς να συνδέονται; Εν τούτοις όμως, υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής. Η κατάνυξη. Ξέρουμε ότι η κατάνυξη των Ορθόδοξων για το Βυζαντινό ήχο είναι μία ισχυρή αίσθηση και μεταφέρεται σε άλλες εποχές και σε άλλες μουσικές ή σε λόγιες γραφές, όπως π.χ. στο τραγούδι του Ντίλαν, το «Father of night, father of day», το οποίο δεν έχει καμία συγκεκριμένη θρησκευτική αναφορά, είναι όμως βαθύτατα θρησκευτικό. Θέλαμε στην ουσία να δείξουμε πως η μουσική προχωράει και εξελίσσεται παράλληλα με τον λόγο και τα ποιητικά κείμενα -ενδεχομένως δε να οδηγεί και να πρωτοστατεί. Μας φέρνει σε σύγχρονες εκδοχές έκφρασης συναισθημάτων, μας φέρνει στο σήμερα όπου για να επανέλθω η κατανυκτικότητα δεν μπορεί να εκφραστεί με όρους «πήγα στην Εκκλησία», παλαιού τύπου. Είναι κάτι πολύ βαθύτερο, καθολικό και, σίγουρα υπεράνω θρησκειών.
Ποιος επιμελήθηκε τη σύνθεση των κειμένων που θ’ ακουστούν στην παράσταση;
Την επιλογή την έκανα εγώ με τη πολύτιμη βοήθεια του αγαπημένου μου φίλου Διονύση Καψάλη, ενός ανθρώπου που γνωρίζει πολύ καλά την ελληνική γραμματεία, αλλά ταυτόχρονα ξέρει το συγκεκριμένο μουσικό έργο. Η επιλογή δεν είναι μονοσήμαντη. Μου υπέδειξε πολλά κείμενα. Δεν ήταν εύκολο να διαλέξω. Θα μπορούσαν να επιλεγούν διαφορετικά κείμενα και να εξυπηρετήσουν το ίδιο ή και καλύτερα τον ίδιο σκοπό. Θα έλεγα ότι η τελική επιλογή έγινε με «σκηνοθετικά» κριτήρια. Το δικό μου κριτήριο βασίζεται στο πως νιώθω. Δεν έχει όμως από πίσω τη σφαιρικότητα και το ψάξιμο του ειδήμονα. Μόλις πήγα σπίτι του Διονύση, που ’ναι μια φοβερή βιβλιοθήκη ο ίδιος, μου ’δωσε από 12 ή 15 κείμενα, τα οποία έπρεπε να συνδέσω. Ο τίτλος του έργου, «Ο χορός των πυρσών», ναι μεν έχει να κάνει με τη χλιδή μιας αυτοκρατορίας, αλλά σε τι εξελίχτηκε; Στον χορό του υποκόσμου που κανόνιζε ακόμα και τις πολιτικές εξελίξεις. Για μένα αυτό ήταν ένα βασικό κίνητρο για να ασχοληθώ με το «Χορό των πυρσών» που έχει σχέση με το λούμπεν στοιχείο, που θεωρώ ότι έχει πλεονεκτήματα γνήσιας έκφρασης έναντι των άλλων λόγιων μουσικών παραδόσεων. Από κει βγήκαν τα μπλουζ, το ρεμπέτικο, η τζαζ και τόσα άλλα. Από το περιθώριο, τη φτώχεια, το πόνο , τη κοινωνική αδικία. Χωρίς να έχω εντρυφήσει στο τι ήταν ιστορικά ο «Χορός των πυρσών», εγώ κρατάω ένα: χορός του υποκόσμου. Και στο Βιετνάμ ή στην Κίνα το ίδιο γίνεται, με τις πεντατονικές τους κλίμακες. Ο κύκλος ζωής είναι κοινός παντού.
Πως σας ακούγεται ο χαρακτηρισμός «Μουσικάρα», όταν σχολιάζουν το όνομα σας λαϊκοί, ροκάδες και τζαζίστες;
Δεν το ακούω άσχημα, αλλά πάντα έχω μία απόσταση του στυλ «Έλα, μωρέ, τώρα, υπερβολές». Μπορεί κάποιος να εντυπωσιάζεται από διάφορα στοιχεία, εγώ όμως αναζητώντας κάτι πιο ολοκληρωμένο, θεωρώ ότι δεν θα το έλεγα αυτό το πράγμα για μένα έτσι αβασάνιστα. Ίσως να το έλεγα για ένα κείμενο που έχω γράψει, και έχω ταυτιστεί. Όταν είμαι σίγουρος πως εκφράζει ξεκάθαρα αυτό που πιστεύω.
Γράφετε;
Καμιά φορά.
Σκοπεύετε να εκδώσετε κάτι;
Όχι. Είναι απλά άλλη μία ανάγκη έκφρασης.
Στην παράσταση στο Μέγαρο έχετε μαζί σας την αφρόκρεμα των μουσικών. Είναι μουσικοί που είχαν παίξει και στη δισκογράφηση του έργου;
Όχι, πέραν του Λαμπράκη. Τότε που δεν μπορούσαμε να έχουμε βυζαντινή χορωδία, τραγουδήσαμε οι δυο μας. Φέραμε μόνο, θυμάμαι, τον Χατζηχρόνογλου, τον πρεσβευτή του βυζαντινού ήχου, που έτυχε να ’ναι πολύ καλός φίλος και εξίσου πολύ καλός άνθρωπος.
Σας βλέπω πολύ χαρούμενο, λάμπετε θα έλεγα. Παίζει ρόλο σ’ αυτό και ο γιος που αποκτήσατε σχετικά πρόσφατα;
Αυτός ήρθε εξ ουρανού. Μετά τα κορίτσια, ήρθε η αγοράκλα, που ’ναι δυόμισι ετών τώρα. Σκεφτείτε πως έχω άλλες τέσσερις κόρες άνω των 30 ετών σήμερα. Μετά απ’ αυτό εγώ δεν ξανακάνω κανένα πρόγραμμα στη ζωή που ’ναι τόσο απρόβλεπτη. Φροντίζω να ζω την κάθε μέρα.
Ανέκαθεν ήσασταν έτσι;
Ήμουν, ναι, αλλά τώρα περισσότερο.
Υπήρξατε άνθρωπος των καταχρήσεων;
Δεν θα το έλεγα. Είχα ένα ένστικτο αυτοπροστασίας ασυνείδητο. Στο Πολυτεχνείο, ας πούμε, όντας φοιτητής μπορεί να ξενυχτάγαμε ή να «πίναμε» κάνα τσιγάρο, αλλά μετά την άλλη μέρα δεν ήθελα τίποτα. Χρειαζόμουν επαναφορά.
Η «Ρωξάνη», το άλλο γνωστό σας έργο, προηγήθηκε ή ακολούθησε τον «Χορό των πυρσών»;
Προηγήθηκε. Βγήκε τη δεκαετία του 1990, αλλά παιζόταν με μια κλασική κιθάρα από μένα και οι φόρμες της φλέρταραν με τα Δωδεκανησιακά μοτίβα, σαν να ήταν τραγούδια χωρίς όμως να ’ναι.
Δεν σας ενδιέφερε ποτέ η τραγουδοποιία;
Μπα, αλλά κοίτα να δεις που έστειλα τραγούδια στον διαγωνισμό της Στέγης του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Μου λέει ο ανιψιός μου ο Γιώργος ο Νάζος: «Ρε θείε, γιατί δε στέλνεις κι εσύ τρία τραγούδια;» Κάθισα και έγραψα τρία τραγούδια, που ήταν και το ζητούμενο, μέσα σε τρεις μέρες. Τα έστειλα, μου τηλεφώνησαν ότι πέρασαν την τελική προκριματική φάση και τα παρουσίασα. Ήταν να τα τραγουδήσει η Σαβίνα Γιαννάτου, αλλά αποκλείστηκε κάπου στο εξωτερικό και τελικά τα είπα εγώ.
Και με τη Σαβίνα Γιαννάτου θα έχετε συνεργαστεί εκτενώς.
Όχι πάρα πολύ, αλλά γνωριζόμαστε πάνω έπο εικοσαετία.
Πείτε μου τι θα τραγουδήσει τώρα η Σαβίνα.
Θα μπει και θα αυτοσχεδιάσει σε συγκεκριμένα μέρη. Θα πει και το «Father of night, father of day» του Ντίλαν μεταφρασμένο στα ελληνικά από μένα – σε δική μου μουσική – όπου πιστεύω ότι θα ’ναι μία ιδιαίτερα κατανυκτική στιγμή. Μαζί με τη χορωδία, θα πει και ένα άλλο κομμάτι, που είναι και πολύ «φευγάτο».
Τι κάνετε και κρατιέστε σε τόσο καλή φυσική κατάσταση; Είπατε πριν την ηλικία σας, είστε 74 ετών.
Θάλασσα! Το σπίτι μου απ’ τον Μαραθώνα, που πάω και πέφτω κάθε πρωί, απέχει μόνο μισή ώρα. Μπαίνω στη θάλασσα στις 6 κάθε πρωί χειμώνα – καλοκαίρι. Τρελό «χάι»! Και τώρα με πετυχαίνετε σε φάση μεγάλης αϋπνίας.
Έπειτα από πόσα χρόνια παρουσιάζεται ξανά ο «Χορός των πυρσών»;
Πολλά, σίγουρα. Τελευταία φορά παρουσιάστηκε σ’ ένα σημαντικό τζαζ φεστιβάλ της Ρώμης. Τώρα ήταν μία ανάθεση του συνθέτη Δημήτρη Μαραγκόπουλου, που είναι υπεύθυνος του προγράμματος «Γέφυρες» του Μεγάρου Μουσικής. Αν είχα καταθέσει πρόταση, θα περίμενα να δω αν θα εγκρινόταν ή όχι. Αιφνιδιάστηκα όταν μου τηλεφώνησαν και με ρώτησαν αν θα ήθελα να παρουσιάσω το συγκεκριμένο έργο μου. Μου πρότειναν μόνο να χρησιμοποιήσω την ορχήστρα εγχόρδων και τη χορωδία του Νίκου Μαλιάρα.
Άλλο που δεν θέλατε.
Ναι, άλλο που δεν ήθελα, αλλά τώρα τρέχω λίγο… Ελπίζω όλα καλά να πάνε.
Διαβάστε επίσης:
Τέμπη: Μετά από 14 μήνες το πόρισμα Καρώνη υιοθετεί το αφήγημα της Πυροσβεστικής για έλαια σιλικόνης
Τέμπη: Στον εφέτη ανακριτή το πόρισμα Καρώνη για την πυρόσφαιρα