«Πεθαίνω. Ο κύκλος μου έκλεισε. Ο πολεμιστής έχει δικαίωμα στην ξεκούραση». Με αυτά τα λόγια ο εκλιπών Χοσέ Αλμπέρτο Μουχίκα Κορδάνο, πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ουρουγουάης κατά την περίοδο 2010-15, αποκάλυψε σε τοπική εφημερίδα τον περασμένο Ιανουάριο ότι ο καρκίνος από τον οποίο έπασχε είχε εξαπλωθεί και σταμάτησε κάθε θεραπεία που λάμβανε. Η ιστορία του Χοσέ Μουχίκα, γνωστού και ως Τσίο Πέπε (Θείος Πέπε), αναδεικνύει τη σημασία της ηθικής και της αξιοπρέπειας στην πολιτική. Σε έναν κόσμο όπου οι πολιτικοί συχνά κατηγορούνται για διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας, εκείνος έδειξε ότι μπορεί κανείς να υπηρετεί το κοινό καλό χωρίς να παρασύρεται από τις σειρήνες της εξουσίας και του πλούτου. Αντί να βλέπει την πολιτική ως μέσο για προσωπικό όφελος, την αντιλαμβανόταν ως εργαλείο για τη βελτίωση της κοινωνίας και την προστασία των ευάλωτων. Αυτός ο αλτρουιστικός τρόπος σκέψης, σε συνδυασμό με την απόφασή του να ζει απλά, τον κατέστησε έναν από τους πιο σεβαστούς πολιτικούς παγκοσμίως.
Πριν από την ανάληψη της προεδρίας διατέλεσε υπουργός Γεωργίας και νωρίτερα γερουσιαστής και βουλευτής. Μέχρι τότε ήταν ένας απλός αγρότης που φύτευε και πουλούσε χρυσάνθεμα και ταυτόχρονα ένας αγωνιστής στην υπηρεσία του λαού του. Γεννήθηκε το 1935 σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια της Ουρουγουάης. Από νεαρή ηλικία ανέπτυξε μια βαθιά ευαισθησία για τα κοινωνικά προβλήματα της χώρας του, τα οποία εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν λόγω της φτώχειας και των ανισοτήτων. Η κοινωνική του συνείδηση τον έστρεψε στο να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στο κίνημα των Τουπαμάρος (Movimiento de Liberación Nacional – Tupamaros), μιας ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης που ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1960 με στόχο την ανατροπή της στρατιωτικής δικτατορίας και την εγκαθίδρυση ενός δικαιότερου κοινωνικού συστήματος.
Από τους Τουπαμάρος
Μαζί με παλιούς πρώην Τουπαμάρος συντρόφους του ίδρυσε το αριστερό ριζοσπαστικό Κίνημα για τη Λαϊκή Συμμετοχή, που λίγο αργότερα εντάχθηκε σε ένα συνασπισμό αριστερών δυνάμεων, το καλούμενο Διευρυμένο Μέτωπο (Frente Amplio). Αυτά ήταν τα μοναδικά μέσα για την πολιτική ανέλιξή του, χωρίς να διαθέτει δεσμούς με την αστική τάξη και με το πολιτικό προσωπικό της, με την Καθολική Εκκλησία ή με τους ισχυρούς παράγοντες της Ουρουγουάης. Βασανίστηκε και πέρασε δεκατρία χρόνια στη φυλακή, τα περισσότερα κατά τη στρατιωτική δικτατορία (1973-85).
Η πολιτική καριέρα του δεν ήταν μοναχική, αλλά άρρηκτα συνδεδεμένη με ένα πυκνό δίκτυο ακτιβιστών και με τη μορφή της Λουσία Τοπολάνσκι, της συντρόφου του στον αγώνα και στη ζωή. Επίσης πρώην αντάρτισσα, η Τοπολάνσκι πέρασε δώδεκα χρόνια στη φυλακή (λίγο αφότου σύναψε σχέση με τον Πέπε) και αργότερα εντάχθηκε στην πολιτική, διατελώντας γερουσιαστής και αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας από το 2017 έως το 2020.
Ο Μουχίκα κατόρθωσε να τραβήξει την προσοχή ακόμη και αυτών που μετά βίας μπορούσαν να εντοπίσουν την Ουρουγουάη στον χάρτη, αναδεικνύοντάς τη σε πρωτοπόρο στην υιοθέτηση προοδευτικών μέτρων σε ό,τι αφορά το δικαίωμα στην άμβλωση, τον γάμο μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών και τη νομιμοποίηση της κάνναβης (η πρώτη χώρα παγκοσμίως το 2013).
Εκτός από τις πολιτικές του, ο Μουχίκα έγινε παγκοσμίως διάσημος για τον προσωπικό του βίο και τη δέσμευσή του στον αγώνα κατά της φτώχειας και υπέρ της κοινωνικής ισότητας. Αρνήθηκε το πολυτελές προεδρικό μέγαρο, διέμενε στο αγρόκτημά του με τη σύζυγό του, οδηγούσε ένα παλιό Volkswagen σκαραβαίο και διακήρυττε ότι «όποιος ζει με λίγα είναι πραγματικά πλούσιος».
Επιπλέον, κατάφερε να μειώσει τη φτώχεια στην Ουρουγουάη από 30% σε 10% και σημείωσε σημαντική πρόοδο στον πολλαπλασιασμό των πηγών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Του πιστώνεται η οικονομική έκρηξη, η αύξηση των ξένων επενδύσεων και η μείωση της φτώχειας στο μικρό νοτιοαμερικανικό κράτος των περίπου 3,4 εκατομμυρίων κατοίκων, αποφεύγοντας παράλληλα τα σκάνδαλα διαφθοράς.
Εζησε όπως πίστευε
Το 90% του μισθού που λάμβανε, ο οποίος εκείνη την εποχή έφτανε τα 12.000 δολάρια, διατέθηκε σε κοινωνικούς σκοπούς, όπως η κατασκευή σπιτιών και σχολείων. Κατά μία έννοια, ο Μουχίκα έζησε τη ζωή του όπως πίστευε, σύμφωνα με έναν λόγο έντονης κριτικής του καταναλωτισμού και του άκρατου καπιταλισμού. Η λιτότητά του δεν ήταν τέχνασμα. Αντιθέτως, πίστευε ότι οι πολιτικοί πρέπει να ζουν όπως οι καθημερινοί άνθρωποι και συχνά δήλωνε ότι οι ευκατάστατοι στον κόσμο πρέπει να τα βγάζουν πέρα με λιγότερα. Στη Σύνοδο Κορυφής για τη Γη στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 2012 είχε δηλώσει ευθέως στους αντιπροσώπους: «Ο υπερκαταναλωτισμός είναι αυτό που καταστρέφει τον πλανήτη».
Αν και πολλοί πίστευαν ότι το βάρος του αξιώματος θα τον επηρέαζε, ο Μουχίκα ολοκλήρωσε τη θητεία του με ποσοστό αποδοχής 69%. Μάλιστα, ήταν ένας από τους λίγους πολιτικούς για τη ζωή των οποίων είχαν ήδη γυριστεί τρεις ταινίες στη διάρκεια της ζωής τους: το «Ελ Πέπε: Μια ανώτερη ζωή» του Εμίρ Κουστουρίτσα (2018), το «Μία νύχτα, 12 χρόνια» του Αλβαρο Μπρέχνερ (2018) και το «Τα όνειρα του Πέπε, Κίνημα 2052» (2024)του Πάμπλο Τρόμπο (2024).
Διαβάστε επίσης
Μαφιόζικη επίθεση στα Άνω Λιόσια
Επικίνδυνα παιχνίδια με το πόρισμα Καρώνη – Αυτή την Κυριακή στο Documento
Χρ. Κατσαδιώτης στο Documento: «Όταν φοβάσαι για τη ζωή σου, δεν υπάρχει ελευθερία έκφρασης»
Κατάρρευση στο ανάκτορο της Κνωσού: Έργα βιτρίνας και όχι συντήρηση των ιστορικών τοιχογραφιών