Χρέος – ρεκόρ και ολοταχώς σε νέα κρίση

Χρέος – ρεκόρ και ολοταχώς σε νέα κρίση

Στο 209% του ΑΕΠ η «μαύρη τρύπα», που δεν παλεύεται εάν επαληθευτούν οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ για ανάπτυξη 0,9% το 2021 και ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 6,6% το 2022

Μόλις πριν από δέκα μήνες, τον Φεβρουάριο 2020, η έκθεση της Κομισιόν για την πέμπτη αξιολόγηση προέβλεπε ότι αν η Ελλάδα πετύχαινε την προϋπολογιζόμενη από την κυβέρνηση ανάπτυξη 2,8% και τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5%, το χρέος της θα μειωνόταν το 2020 στο 167% του ΑΕΠ.

Το ελληνικό δημόσιο χρέος θα παρέμενε βεβαίως άνω του 100% του ΑΕΠ έως το 2040, αναγνώριζε η Κομισιόν, αλλά οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας – αυτό το νέο διεθνές εργαλείο μέτρησης της βιωσιμότητας του χρέους– θα ήταν περιορισμένες στο 13,5% έως το 2060.

Σήμερα η εικόνα έχει αλλάξει δραματικά. Καταρχάς επειδή η επανακαταμέτρηση των στοιχείων του ΑΕΠ από την ΕΛΣΤΑΤ, με έτος αναφοράς το 2015, οδήγησε σε μείωση του ΑΕΠ του έτους 2019 κατά 4 δισ. ευρώ και άρα σε αύξηση του δημόσιου χρέους του 2019 στο 180,5% του ΑΕΠ. Πρωτίστως όμως επειδή μεσολάβησε η πανδημία και όλα τα μεγέθη της οικονομίας εκτροχιάστηκαν.

Ο εκτροχιασμός λόγω Covid-19

Με την πανδημία η ελληνική οικονομία βυθίστηκε σε μια πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά δεδομένα ύφεση και η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να λάβει μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που όσο «τσιγκούνικα» κι αν ήταν οδήγησαν σε μια τεράστια «μαύρη τρύπα» στον προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα αυτός, αντί για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, να κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα 7,22%. Το αποτέλεσμα είναι η έκρηξη του δημόσιου χρέους στο 208,9%.

Η εκτόξευση του δημόσιου χρέους στο 208,9% του ΑΕΠ αποτελεί αρνητικό ρεκόρ στη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας. Παρ’ όλα αυτά, στην τελευταία έκθεση αξιολόγησης της Κομισιόν του μήνα Νοεμβρίου η ανησυχία για την αύξηση του ελληνικού χρέους συνοδεύεται από δύο καθησυχαστικές παρατηρήσεις. Πρώτον, ότι η επιδείνωση είναι βραχυπρόθεσμη και από το 2021 θα αρχίσει η μείωση του χρέους (υπό την πολύ αισιόδοξη προϋπόθεση ότι θα έχουμε ανάπτυξη 5%). Δεύτερον, ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι ρυθμισμένο με ευνοϊκούς όρους και με μακροπρόθεσμες λήξεις, άρα η εξυπηρέτησή του δεν αναμένεται να δημιουργήσει προβλήματα άμεσα.

Ανάλογες εκτιμήσεις έκανε και το ΔΝΤ στη δεύτερη έκθεσή του για τη μεταμνημονιακή παρακολούθηση, συνοδεύοντάς τες ωστόσο με περισσότερους αστερίσκους και με την προσθήκη ότι θα κάνει νέα αποτίμηση μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2021.

Δεν έχουμε πρόβλημα για δύο χρόνια

Είναι πράγματι έτσι όμως; Να χαλαρώσουμε; Καταρχάς να διευκρινίσουμε ότι όταν Κομισιόν και ΔΝΤ λένε ότι το ελληνικό χρέος είναι μεσοπρόθεσμα βιώσιμο εννοούν ότι η Ελλάδα θα τα βγάζει πέρα κουτσά στραβά για τα επόμενα 12 χρόνια, το διάστημα έως το 2032 για το οποίο μας έχει δοθεί περίοδος χάριτος και δεν πληρώνουμε τους υπέρογκους τόκους των δανείων του δεύτερου μνημονίου. Μέχρι το 2032 οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μας υπολογίζονται στο 15% του ΑΕΠ, ποσοστό χαμηλότερο από των άλλων υπερχρεωμένων χωρών του ευρωπαϊκού νότου.

Επί της ουσίας όμως το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν θα έχουμε εθνικές περιπέτειες με τα υψηλά επίπεδα του ελληνικού χρέους για περίπου δύο χρόνια, ας πούμε έως τα τέλη του 2022, ημερομηνία λήξης του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Και δεν υπάρχει πρόβλημα έως τότε γιατί όσο διαρκεί το πρόγραμμα η ΕΚΤ αγοράζει ελληνικά ομόλογα, χωρίς αυτά να έχουν επενδυτική διαβάθμιση, πιέζοντας προς τα κάτω τα επιτόκια, άρα η χώρα δανείζεται πολύ πολύ φτηνά.

Μετά όμως… τι θα γίνει;

Το τι θα ακολουθήσει όμως έπειτα από δύο χρόνια εξαρτάται από τους ρυθμούς ανάπτυξης. Αν η ελληνική οικονομία ανέκαμπτε δυναμικά το 2021 με ρυθμό 4,8%, όπως προβλέπει η κυβέρνηση, το πράγμα θα μπορούσε να σωθεί. Στην περίπτωση αυτή θα είχαμε νέες αναβαθμίσεις των ελληνικών ομολόγων που θα τα έκαναν επενδυτικά χαρτιά και ανεξαρτήτως των προγραμμάτων της ΕΚΤ θα συνέχιζαν να αγοράζονται από την αγορά.

Αν όμως δεν ανακάμψει μέσα στο 2021 ο τουρισμός, όπως εκτιμά το πολύ πιο απαισιόδοξο σενάριο κατά τις προβλέψεις του ΔΝΤ, ο ρυθμός ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας θα καθηλωθεί στα χαμηλά. Ισως κοντά στο 0,9% που έδωσε ο ΟΟΣΑ. Με δυο λόγια, αν επαληθευτούν οι απαισιόδοξες προβλέψεις του ΟΟΣΑ για ανάπτυξη 0,9% το 2021 και 6,6% το 2022, το πράγμα δεν σώζεται.

Αντίθετα, κατά το ΔΝΤ, η Ελλάδα μαζί με τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου ενδέχεται να έρθουν αντιμέτωπες με νέα κρίση, που θα πάρει τη μορφή μιας μεγάλης αύξησης των επιτοκίων δανεισμού, όσο οι αγορές θα συνειδητοποιούν ότι με την πανδημία η υπερχρέωσή τους ξεπέρασε κάθε όριο. Αν βεβαίως υπάρξει γενικευμένη κρίση δανεισμού που θα αφορά την Ιταλία, κάτι θα κάνει για να το σώσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Επιστροφή μνημονίων μέσω… Πισσαρίδη

Το πρόβλημα της Ελλάδας όμως είναι άλλου παπά ευαγγέλιο και έχει δύο σκέλη.

Κατά το πρώτο σκέλος που αφορά το διάστημα έως το 2033 μια ιδέα για το τι μας περιμένει δίνει η τελευταία έκθεση της Κομισιόν. Σε αυτήν αναφέρεται ότι ανεξαρτήτως της αύξησης του ελληνικού δημόσιου χρέους, από το 2023 επανέρχεται η υποχρέωση της Ελλάδας να βγάζει ετήσια πλεονάσματα, πλέον της τάξης του 2,2%, υπό τον όρο όμως της εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών προτάσεων του σχεδίου Πισσαρίδη. Ας μην ξεχνάμε ότι πλέον το σχέδιο Πισσαρίδη είναι το «10ετές εθνικό σχέδιό» μας και η εφαρμογή του προϋπόθεση για να έρθουν στη χώρα τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Που θα πει –και δεν είναι σχήμα λόγου– ότι πρέπει να αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε για επιστροφή στην εποχή των μνημονίων, αφού ο βασικός κορμός της έκθεσης Πισσαρίδη είναι επαναλήψεις μνημονιακών προτάσεων.

Κατά το δεύτερο σκέλος, που αφορά το διάστημα μετά το 2033, είναι απολύτως βέβαιο πως με αργή ανάκαμψη από την κρίση της πανδημίας και χαμηλή ανάπτυξη της τάξης του 1%-2% για τα επόμενα χρόνια (λόγω της δέσμευσης για πρωτογενή πλεονάσματα), οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα αυξηθούν και αμέσως μετά το 2033 θα ξεπεράσουν το 20% του ΑΕΠ. Εκεί πια η Ελλάδα δεν θα μπορεί να «σηκώσει» το βάρος του χρέους και θα προσφύγει στον ESM ζητώντας την ελάφρυνσή του. Και θα την πάρει, υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής νέων μέτρων λιτότητας και νέων κύκλων νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων» που θα κρατήσουν για πολλά πολλά ακόμη χρόνια.

Η Ευρώπη απέκτησε δικό της ΔΝΤ

Το 2012, κατά την κορύφωση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, είχαν ακουστεί διάφοροι ευρωπαϊκοί αυτοοικτιρμοί επειδή τάχα η ενωμένη Ευρώπη υποχρεώθηκε να ζητήσει τη συνδρομή του ΔΝΤ για να σχεδιάσει τα προγράμματα στήριξης των χωρών του ευρωπαϊκού νότου (Ελλάδα, Κύπρος, Πορτογαλία, Ιρλανδία). Το πραγματικό πρόβλημα των Ευρωπαίων βεβαίως ήταν άλλο: οι τεχνοκράτες του ταμείου έκαναν συστάσεις νεοφιλελεύθερες μεν, τεχνοκρατικές δε, που αγνοούσαν τις ευρωπαϊκές πολιτικές ισορροπίες: τολμούσαν για παράδειγμα να ασκήσουν πιέσεις για μεγαλύτερη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους στη Γερμανία.

Η ιδέα από τότε ήταν ότι η Ευρώπη όφειλε να αποκτήσει το δικό της νομισματικό ταμείο. Και πράγματι, έπειτα από προετοιμασία ενός χρόνου, το Eurogroup της 1ης Δεκεμβρίου 2020 ενέκρινε τη μετεξέλιξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, γνωστού με το ακρωνύμιο ESM, στο κατεξοχήν ευρωπαϊκό όργανο με αρμοδιότητες λήψης αποφάσεων για θέματα δανεισμού προς τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και τις τράπεζές τους.

Η ιδέα Φρακάρο

Οπως ήταν αναμενόμενο, οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου δεν είδαν με καλό μάτι τη μετεξέλιξη του ESM σε οργανισμό που θα έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο στα θέματα δανεισμού, ωστόσο η μόνη που αντέδρασε ήταν η Ιταλία τον περασμένο Μάρτιο.

Η επίσημη ιταλική θέση τότε ήταν ότι η αντιμετώπιση της πανδημίας έπρεπε να χρηματοδοτηθεί με την έκδοση κοινών ευρωομόλογων και όχι να δανείζεται κάθε χώρα μόνη της και να αυξάνει το χρέος της. Μάλιστα ο αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης Ρικάρντο Φρακάρο πρότεινε να διαγράψει η ΕΚΤ τα ομόλογα ευρωπαϊκών κρατών που αγόρασε κατά τη διάρκεια της πανδημίας ή να τα κρατήσει στο χαρτοφυλάκιό της στο διηνεκές, αλλά η ιδέα του δεν συζητήθηκε καν.

Ετσι ο περισσότερος κόσμος δεν υποψιάζεται ότι αρκούν λίγα πατήματα στο πληκτρολόγιο ενός υπολογιστή για να ανακουφίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τις επτά ευρωπαϊκές χώρες που είχαν ήδη υψηλό χρέος πριν από την πανδημία και στη συνέχεια υπερχρεώθηκαν. Από τον Ιούνιο 2020, ήδη πριν από το δεύτερο κύμα, Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία, Βέλγιο, Γαλλία, Κύπρος και Ισπανία είχαν όλες τους δημόσιο χρέος άνω του 110% του ΑΕΠ – της Ιταλίας ειδικά άγγιζε το 150%. Δεν θα προέκυπτε κανένα πρόβλημα στην πραγματική οικονομία αν η ΕΚΤ διέγραφε τα εθνικά χρέη της πανδημίας, όμως δεν το κάνει επειδή αντίκειται στις ιδρυτικές αρχές του ευρώ και αυτές δεν αλλάζουν επειδή δεν το θέλουν οι Γερμανοί και οι Ολλανδοί.

Με σφραγίδα Σόιμπλε

Στο Eurogroup της 1ης Δεκεμβρίου παρά ταύτα η μετεξέλιξη του ESM πέρασε χωρίς ενστάσεις, που θα πει ότι η Ιταλία και οι άλλες υπερχρεωμένες χώρες, μαζί και η Ελλάδα, έκαναν την πάπια. Ως πρώτη προτεραιότητα του νέου ESM τέθηκε η προσφορά επείγουσας στήριξης στο νεοδημιούργητο Ταμείο Ενιαίας Εξυγίανσης (SRF), δηλαδή το ταμείο εξυγίανσης των τραπεζών της ευρωζώνης που από το 2022 θα σώζει τις τράπεζες, όταν είναι απαραίτητο, με χρηματοδότηση προερχόμενη από συνεισφορές του τραπεζικού τομέα και όχι από τους εθνικούς προϋπολογισμούς.

Ενδεικτικό πάντως του πνεύματος που θα διέπει τους δύο νέους ευρωπαϊκούς δανειακούς θεσμούς και που ενέχει κάτι από αυτό που στην Ελλάδα βαφτίσαμε «πνεύμα Σόιμπλε» είναι ότι:

• Για το μεν SRF. Γερμανία και Ολλανδία αποδέχτηκαν την επίσπευση της λειτουργίας του από το 2022, με την προϋπόθεση της προηγούμενης σημαντικής μείωσης των «κόκκινων» δανείων στις τράπεζες του ευρωπαϊκού νότου, και πρωτίστως της Ελλάδας, ώστε να πληρωθεί το μεγαλύτερο μέρος του κόστους σε επίπεδο εθνικών κρατών.

Για τον δε ESM, για να αντλήσει μια χώρα φτηνά κεφάλαια από αυτόν θα πρέπει να περνά από τη βάσανο της αυξημένης εποπτείας και να δέχεται την επιβολή μέτρων λιτότητας.

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter