«Υπόθεση Φλώρου» Νο 2 για τον ψυχίατρο Δουζένη

«Υπόθεση Φλώρου» Νο 2 για τον ψυχίατρο Δουζένη

Ερευνάται και για δεύτερη υπόθεση χορήγησης ψευδούς ιατρικού πιστοποιητικού καθώς φέρεται να έβγαλε γυναίκα σαν ασθενή ψυχικά διαταραγμένη χωρίς να την έχει εξετάσει από κοντά.

Σε μία ακόμη υπόθεση χορήγησης ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης φέρεται ότι εμπλέκεται ο ψυχίατρος Αθανάσιος Δουζένης όπως αποκαλύπτει το Documento. Το όνομά του ενεπλάκη στην υπόθεση της καραμπινάτα παράνομης αποφυλάκισης του επιχειρηματία Αριστείδη Φλώρου τον Αύγουστο του 2018.

Η αποφυλάκιση προκάλεσε σάλο, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει εισαγγελική έρευνα η οποία κατέληξε σε ποινικές διώξεις σε βάρος 17 προσώπων για έντεκα βαρύτατες κατηγορίες.

Στη νέα υπόθεση που φέρνει στο φως της δημοσιότητας το Documento ο Αθ. Δουζένης φέρεται να χορήγησε γνωμάτευση για την ψυχική κατάσταση μιας γυναίκας στον σύζυγό της με τον οποίο η… ασθενής βρισκόταν σε αντιδικία.

Σε αυτή ο ψυχίατρος κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η γυναίκα έχει «ιστορικό χρόνιας ψυχικής διαταραχής». Μόνο που ο Αθ. Δουζένης ουδέποτε εξέτασε από κοντά τη γυναίκα αλλά η γνωμάτευσή του βασίστηκε σε έγγραφα που του προσκόμισε ο σύζυγός της. Αυτό ξεπερνά κάθε ιατρική δεοντολογία την οποία οφείλει να εφαρμόζει ως ψυχίατρος.

Η γυναίκα κατέθεσε έγκληση κατά του ψυχιάτρου για μία σειρά από αδικήματα. Απορρίφτηκε όμως από εισαγγελέα Πλημμελειοδικών με αποτέλεσμα να ασκηθεί προσφυγή κατά της απορριπτικής διάταξης. Την προσφυγή έκανε δεκτή η εισαγγελέας Εφετών Ειρήνη Τζίβα ζητώντας την άσκηση ποινικών διώξεων σε βάρος του ψυχιάτρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διάταξή της η έμπειρη εισαγγελική λειτουργός περνά γενεές δεκατέσσερις τον Αθ. Δουζένη και τη γνωμάτευση που εξέδωσε, ενώ παράλληλα με ένα συγκλονιστικό νομικό σκεπτικό αποδομεί πλήρως την απορριπτική διάταξη της εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.

Ο βίαιος σύζυγος και ο ρόλος Δουζένη

Τον Απρίλιο του 2018 ο ψυχίατρος εξέδωσε ψυχιατρική γνωμοδότηση σχετικά με νεαρή γυναίκα. Εκδόθηκε κατόπιν παραγγελίας του συζύγου της. Το ζευγάρι βρισκόταν σε αντιδικία η οποία συνεχιζόταν στις δικαστικές αίθουσες της Αθήνας, ενώ είχαν σημειωθεί και περιστατικά βίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο σύζυγος είχε καταδικαστική απόφαση για άσκηση βίας σε βάρος της γυναίκας.

Η γνωμάτευση Δουζένη κατέληγε σε μία σειρά από αρνητικά συμπεράσματα σχετικά με την ψυχική κατάσταση της μητέρας ανήλικων παιδιών. Κατά τον ψυχίατρο, η γυναίκα «είχε ιστορικό χρόνιας ψυχικής διαταραχής και έχρηζε ενδελεχούς ψυχιατρικής εξέτασης», ενώ η άρνηση των παιδιών της να περάσουν χρόνο με τον πατέρα τους ήταν αποτέλεσμα «υποβολής» από τη μητέρα και όχι δικής τους επιθυμίας.

Στην ίδια γνωμάτευση ο ψυχίατρος ανέφερε ακόμη ότι η γυναίκα φερόταν να είχε εγκαταλείψει τη συζυγική της εστία το 2011, καθώς επίσης ότι η «συναισθηματική διαταραχή» από την οποία, κατά τη γνωμάτευσή του, έπασχε ήταν «χρόνια υποτροπιάζουσα νόσος η οποία χρήζει διά βίου αντιμετώπισης». Η γνωμάτευση χρησιμοποιήθηκε λίγες μέρες μετά από τον σύζυγο και πατέρα των παιδιών σε συζήτηση σχετικά με τους όρους επικοινωνίας του ιδίου με τα παιδιά και τη σύζυγό του. Είναι άγνωστο κατά πόσο επηρέασε την έκβαση της υπόθεσης.

Η νεαρή γυναίκα κατέθεσε έγκληση ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών σε βάρος του ψυχιάτρου Δουζένη και του πρώην συζύγου της για μία σειρά από αδικήματα. Σε ό,τι αφορά τον Δουζένη η έγκληση αφορούσε τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης και της χορήγησης ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης και στον πρώην σύζυγο για ηθική αυτουργία σε συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδή ιατρική πιστοποίηση. Η έγκλησή της όμως δεν είχε τύχη. Η εισαγγελέας Πρωτοδικών Στυλιανή Γιαϊλόγλου την απέρριψε ως «αβάσιμη» τον Απρίλιο του 2019.

Βήμα βήμα αποδόμηση από την εισαγγελέα

Στη συνέχεια η νεαρή γυναίκα κατέθεσε προσφυγή στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών κατά της απορριπτικής διάταξης μέσω του δικηγόρου της, γνωστού και έγκριτου ποινικολόγου, Βασίλη Καπερνάρου. Την υπόθεση χειρίστηκε η εισαγγελέας Εφετών Ειρήνη Τζίβα, η οποία έκανε δεκτή την προσφυγή. Στη διάταξη που εξέδωσε στα τέλη Νοεμβρίου 2019 η εισαγγελέας Τζίβα αποδομεί βήμα βήμα την απορριπτική διάταξη της εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, την οποία χαρακτηρίζει «πολλαπλώς εσφαλμένη».

Παράλληλα, με ένα συγκλονιστικό νομικό σκεπτικό που θα έπρεπε ίσως να χρησιμοποιείται ως μπούσουλας σε παρόμοιες δικαστικές υποθέσεις ξετινάζει την «αναξιόπιστη», «αντιδεοντολογική» και «αντιεπιστημονική», όπως τη χαρακτηρίζει, γνωμάτευση του ψυχίατρου Δουζένη.

Όπως επισημαίνεται στη διάταξη, ο Δουζένης «ουδέποτε εξέτασε» διά ζώσης τη νεαρή. Αντίθετα, προκειμένου να γνωμοδοτήσει βασίστηκε σε 13 έγγραφα που του παρείχε ο πρώην σύζυγός της. Πρόκειται για έγγραφα τα οποία, κατά τη διάταξη Τζίβα, ο ψυχίατρος «ουδόλως είχε δικαίωμα να μελετήσει και να επεξεργαστεί» καθώς επρόκειτο για ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.

Από τη μελέτη τους μάλιστα ο Δουζένης «διέγνωσε» ότι η γυναίκα «έχει ιστορικό χρόνιας ψυχικής διαταραχής». Με λίγα λόγια ένας ψυχίατρος εξέφερε «επιστημονική άποψη» για την ψυχική κατάσταση μιας μητέρας δίχως ποτέ να την εξετάσει από κοντά, βασιζόμενος σε έγγραφα που του προσκόμισε ο σύζυγός της με τον οποίο είχαν χρόνια αντιδικία. Το «συμπέρασμα» Δουζένη, κατά την εισαγγελέα Τζίβα, είναι «απολύτως αυθαίρετο και ψευδές» και «ενοχοποιεί» έναν άνθρωπο «χωρίς να τηρηθούν τα διεθνή πρωτόκολλα της ιατρικής και ψυχιατρικής επιστήμης».

«Η έκφραση επιστημονικής άποψης στηριγμένης αποκλειστικά σε έγγραφα και μάλιστα για ένα θέμα ψυχιατρικού ενδιαφέροντος με πολύ σοβαρές συνέπειες σε βάρος όποιου ενοχοποιούν τα έγγραφα ως ψυχιατρικά ελεγκτέου ή πάσχοντος, από μόνη της είναι αφενός καθόλα αναξιόπιστη και αντιδεοντολογική, αφετέρου θεμελιωμένη στη στόχευση της βλάβης του προσώπου κατά του οποίου η ψυχιατρική γνωμοδότηση» επισημαίνεται στη διάταξη Τζίβα.

«Προφανή οικονομικά ανταλλάγματα»

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη διάταξη, το συμπέρασμα της γνωμάτευσης Δουζένη κρίνεται «αντιδεοντολογικό», «αντιεπιστημονικό» καθώς επίσης «ποινικά και πειθαρχικά ελεγκτέο» που «αντιβαίνει σε κάθε κανόνα ιατρικής δεοντολογίας». Επιπλέον, όπως υπογραμμίζεται, ο τρόπος με τον οποίο συντάχτηκε η επίμαχη γνωμοδότηση παραπέμπει σε άλλες εποχές, «επιστημονικού μεσαίωνα». Εποχές που οι άνθρωποι «μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ψυχιατρικά περιστατικά χωρίς κανένα εχέγγυο, με πρόδηλη παραβίαση των δικαιωμάτων τους».

Η έκδοση τέτοιας γνωμάτευσης όμως, εκτός από τις καραμπινάτες παρανομίες και την παραβίαση κάθε κανόνα ιατρικής δεοντολογίας, εγκυμονεί κατά την εισαγγελέα και άλλους κινδύνους. Όπως για παράδειγμα «η εξαπάτηση των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών με πιθανή στο μέλλον καταδίκη της Ελλάδος από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».

Η εισαγγελέας προχωρά και ένα βήμα πιο πέρα, καθώς αναγνωρίζει στον Δουζένη οικονομικά οφέλη προκειμένου να συντάξει τη γνωμοδότηση. Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται, ο ψυχίατρος χορήγησε την εν λόγω γνωμάτευση με «προφανή οικονομικά ανταλλάγματα» τα οποία, όπως λέει, «ουδόλως εξετάστηκαν από την απορριπτική διάταξη (εννοεί της εισαγγελέα Γιαϊλόγλου)».

Η διάταξη της εισαγγελέα Εφετών παραθέτει επίσης αποσπάσματα της απορριπτικής διάταξης της εισαγγελέα Πρωτοδικών, τα οποία χαρακτηρίζει «εσφαλμένα» σε ό,τι αφορά τις «παραδοχές» που παρατίθενται. Μία από αυτές έχει να κάνει με τη φερόμενη άρνηση των παιδιών να επικοινωνήσουν με τον πατέρα τους και το συμπέρασμα Δουζένη ότι κάτι τέτοιο ήταν αποτέλεσμα «υποβολής» από τη μητέρα τους. Οτι δηλαδή η μητέρα έστρεφε τα παιδιά προς αυτήν την κατεύθυνση.

Ειδικότερα, στην απορριπτική της διάταξη η εισαγγελέας Πρωτοδικών είχε αναφέρει πως «είχαν τεθεί υπ’ όψιν του Δουζένη περίπου 150 αποσπάσματα δελτίων συμβάντων του Αστυνομικού Τμήματος» και έτσι κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα. Ωστόσο, όπως διαπιστώνει στη διάταξή της η εισαγγελέας Τζίβα, «τα δελτία συμβάντων δεν είχαν τεθεί υπ’ όψιν του Δουζένη κατά τον χρόνο σύνταξης της επίμαχης γνωμοδότησης», ενώ «δεν συνηγορούν ευθέως στην εξαγωγή αυτού του συμπεράσματος».

Ακόμη ένα σημείο το οποίο θίγει η διάταξη Τζίβα έχει να κάνει με την αναφορά στη γνωμάτευση Δουζένη περί «εκατέρωθεν» σωματικής βίας στην περίπτωση της νεαρής και του πρώην συζύγου της. Κάτι που όμως δεν ίσχυε καθώς καταδικαστική απόφαση για άσκηση σωματικής βίας είχε μόνο ο σύζυγος της γυναίκας.

Παραγγελία για άσκηση ποινικών διώξεων

Η εισαγγελέας Τζίβα έκανε δεκτή την προσφυγή της γυναίκας κατά της απορριπτικής διάταξης της εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Συγκεκριμένα με τη διάταξή της ζήτησε να ασκηθεί ποινική δίωξη στον ψυχίατρο Δουζένη και τον σύζυγο της κοπέλας για μια σειρά από αδικήματα. Ειδικότερα για τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης, της ηθικής αυτουργίας στα δύο αυτά αδικήματα, της χρήσης ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης και της παράνομης επεξεργασίας και κατοχής αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.

Μάλιστα η κ. Τζίβα ζητεί να ανακοινωθεί η ποινική δίωξη κατά του ψυχιάτρου Δουζένη τόσο στον Ιατρικό Σύλλογο όσο και στα υπουργεία Παιδείας και Δικαιοσύνης προκειμένου να προβούν στις δικές τους ενέργειες.

Η αποφυλάκιση Φλώρου και η ανάκριση

Το όνομα του ψυχιάτρου Δουζένη απασχόλησε πρώτη φορά τα ΜΜΕ τον Αύγουστο του 2018, όταν αποφυλακίστηκε ο επιχειρηματίας Αριστείδης Φλώρος (φωτογραφία). Η αποφυλάκιση βασίστηκε σε βεβαίωση του ΚΕΠΑ σύμφωνα με την οποία ο Φλώρος είχε ποσοστό αναπηρίας άνω του 67%. Ο Αθ. Δουζένης φέρεται να είχε συντάξει γνωμάτευση σύμφωνα με την οποία ο Φλώρος έπασχε από υποτροπιάζουσα καταθλιπτική διαταραχή.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Το Βήμα», η γνωμάτευση αυτή ήταν και η βάση του σχετικού εισηγητικού φακέλου προς τα ΚΕΠΑ για να λάβει ποσοστό αναπηρίας άνω του 67% και να αποφυλακιστεί, καθώς είχε καταλυτικό ρόλο στην κρίση της τριμελούς υγειονομικής επιτροπής των ΚΕΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την πάθηση αυτή η επιτροπή του είχε δώσει ποσοστό αναπηρίας 35%.

Για να ξεπεράσει το ποσοστό αναπηρίας του 67% που ήταν απαραίτητο για να αποφυλακιστεί προσκομίστηκαν άλλες δύο γνωματεύσεις γιατρών: η μία για σύνδρομο άπνοιας – υπόπνοιας στον ύπνο και ήπιο αποφρακτικό σύνδρομο και η άλλη για επιληψία.

Η αποφυλάκιση Φλώρου προκάλεσε σάλο και ουκ ολίγες αντιδράσεις στα social media. Με παραγγελία του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Σταύρου Κοντονή ξεκίνησε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από την Εισαγγελία Διαφθοράς, ενώ πραγματοποιήθηκε και ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ) για την αναζήτηση τυχόν πειθαρχικών ευθυνών. Η ΕΔΕ, την οποία είχε αποκαλύψει το Documento, επέρριπτε ευθύνες σε δύο γιατρούς του Ευαγγελισμού.

Σύμφωνα με το περιεχόμενο της ΕΔΕ, η αποφυλάκιση βασίστηκε σε πλαστά πιστοποιητικά, καθώς η υποτιθέμενη μελέτη ύπνου του Αρ. Φλώρου στην πραγματικότητα ανήκε σε άλλον ασθενή, ο οποίος όντως παρουσίαζε αυξημένο αριθμό απνοιών. Παραποιημένη ήταν επίσης η σπιρομέτρηση που είχε προσκομίσει ο Αρ. Φλώρος, ενώ από όσα αναφέρονταν στην ΕΔΕ προέκυπτε ότι πλαστογραφήθηκαν και υπογραφές γιατρών του Ευαγγελισμού.

Η έρευνα των εισαγγελέων Διαφθοράς διήρκεσε αρκετούς μήνες. Τελικά οι εισαγγελείς Διαφθοράς άσκησαν τον Μάρτιο του 2019 ποινικές διώξεις για έντεκα βαρύτατες κατηγορίες σε συνολικά 17 πρόσωπα. Πρόκειται για έξι γιατρούς που υπηρετούσαν στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, στο ΚΕΠΑ Νίκαιας και σε ιδιωτική κλινική, έναν δικηγόρο, υπαλλήλους του ΚΕΠΑ, τον Αρ. Φλώρο, καθώς και σε ακόμη έναν κρατούμενο των φυλακών, καταδικασμένο σε ισόβια για τον οποίο διαπιστώθηκε ότι είχε καταφέρει να αποφυλακιστεί με παράνομο τρόπο.

Η υπόθεση ανατέθηκε στη συνέχεια σε ανακριτή Διαφθοράς, ενώπιον του οποίου κλήθηκαν σε απολογία τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Σύμφωνα με πληροφορίες του Documento, η ανάκριση φέρεται να έχει ολοκληρωθεί και αναμένεται η έκδοση βουλεύματος από το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο.

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter