Ο Ζαν Κοκτώ υπήρξε ένας από τους πιο ανήσυχους και ασυμβίβαστους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και εικαστικός, δεν άντεχε να περιοριστεί σε μία μόνο μορφή τέχνης. Ήταν ένας άνθρωπος που αναζητούσε διαρκώς εκείνο το αόρατο νήμα που συνδέει τον μύθο με την καθημερινότητα, τη φαντασία με τον πόνο, τον θάνατο με τη δίψα για ζωή. Το έργο του είναι ένας καθρέφτης: αν κοιτάξεις αρκετά βαθιά, αντικρίζεις κάτι από τον ίδιο τον Κοκτώ – κι ίσως κάτι από σένα.
Η ζωή και η καριέρα του Ζαν Κοκτώ
Γεννημένος το 1889 στο Μαιζόν-Λαφίτ, κοντά στο Παρίσι, μεγάλωσε σε μια εύπορη οικογένεια όπου η τέχνη αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας. Από παιδί γοητεύτηκε από το θέατρο, τη μουσική, το ρυθμό του λόγου. Σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ ετών εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, Το λυχνάρι του Αλαντίν – μια πρωτόλεια υπόσχεση για όσα θα ακολουθούσαν.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρήκε στο μέτωπο, ως οδηγό ασθενοφόρου. Εκεί, ανάμεσα στις κραυγές και στη σιωπή, έμαθε πως η ομορφιά είναι ο αιώνιος συγγενής του πόνου. Μετά τον πόλεμο, επιστρέφει στο Παρίσι, στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής θύελλας. Συναναστρέφεται με τον Πικάσο, τον Μοντιλιάνι, τον Ερίκ Σατί, τον Ντιαγκίλεφ, κι εκεί, μέσα στα καφέ και τα ατελιέ, σφυρηλατείται το πνεύμα ενός ανθρώπου που έμελλε να εξελιχτεί σε συνώνυμο της γαλλικής πρωτοπορίας.Πέθανε το 1963, μια μέρα μετά την Εντίθ Πιάφ. Λες και ο ποιητής που μετέτρεψε τη ζωή του θεατρική σκηνή, αρνήθηκε να αφήσει την αυλαία να πέσει μόνο για εκείνη.
Οι επιδράσεις της εποχής του στην τέχνη του
Ο Κοκτώ έζησε σε μια εποχή όπου οι τέχνες αναζητούσαν νέα γλώσσα έκφρασης. Ο νεορομαντισμός, ο κυβισμός, ο υπερρεαλισμός – όλα περνούσαν από το Παρίσι, κι εκείνος τα απορροφούσε σαν σφουγγάρι. Στις πρόβες των Ballets Russes, στα στούντιο του Πικάσο, στις πρόβες των Les Six, πίστευε πως η δημιουργία χωρούσε σε στεγανά και οριοθετήσεις.
Ο Μεσοπόλεμος ήταν γόνιμος και επικίνδυνος. Ανάμεσα στα ερείπια του παλιού κόσμου και στις υποσχέσεις της μοντέρνας εποχής, ο Κοκτώ έψαχνε μια νέα γλώσσα για το άρρητο. Η ποίησή του δεν ήθελε να ξεφύγει απ’ την πραγματικότητα, αλλά εντούτοις να την ξεγυμνώσει, να τη δει αλλιώς, σαν μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη που δείχνει την ψυχή πιο καθαρά.
Κύρια θεατρικά έργα του Ζαν Κοκτώ
Η θεατρική του γραφή είναι ένα τοπίο όπου το παράλογο συναντά το ποιητικό, το τραγικό συνομιλεί με το λυρικό. Στην Ανθρώπινη Φωνή (1930), μια γυναίκα συνομιλεί στο τηλέφωνο με τον απόντα εραστή της – μια μονόπρακτη σπαρακτική εξομολόγηση, όπου η φωνή γίνεται σώμα και ο ήχος αντικαθιστά το βλέμμα. Στην Καταχθόνια Μηχανή (1934), ο μύθος του Οιδίποδα ξαναγράφεται σαν ψυχαναλυτικό παραμύθι για τη μοίρα και το λάθος.
Οι Τρομεροί Γονείς (1939) σκιαγραφούν την οικογένεια ως θηλιά αγάπης, ενώ ο Δικέφαλος Αετός (1946) υφαίνει μια σκοτεινή αλληγορία για τη σύγκρουση εξουσίας και επιθυμίας. Για τον Κοκτώ, το θέατρο, πέρα από χώρος αναπαράστασης, διαθέτει και την μαγική ιδιότητα να καθρεφτίζει την ανθρώπινη ψυχή. Κι όταν ο θεατής σκύβει να κοιτάξει, βλέπει πάντα κάτι δικό του.
Ο Ορφέας στο Παρίσι
Στην ταινία Ορφέας (1949), ο αρχαίος μύθος του Ορφέα μεταφέρεται στους δρόμους του Παρισιού. Ο ποιητής περνά μέσα από καθρέφτες, επικοινωνεί με τους νεκρούς, ερωτεύεται το άπιαστο. Οι καθρέφτες γίνονται πύλες, τα ραδιοκύματα φέρνουν μηνύματα από τον Άλλο Κόσμο και η τέχνη, όπως πάντα, γίνεται η μόνη μορφή αθανασίας.
Η ταινία είναι ποίημα για τον καλλιτέχνη που βαδίζει στο μεταίχμιο: ανάμεσα στη ζωή και στο επέκεινα, ανάμεσα στην επιθυμία να δημιουργήσει και στον φόβο να χαθεί μέσα στην ίδια του την έμπνευση.
Οι Τρομεροί Γονείς
Στο έργο Τρομεροί Γονείς, η οικογένεια μετατρέπεται σε κλειστό κύκλωμα πάθους, ενοχής και εξάρτησης. Μια μητέρα, ένας γιος, μια ερωμένη. Τρεις ζωές πλεγμένες σε ιστό που θυμίζει αρχαία τραγωδία. Ο Κοκτώ, με ελάχιστα σκηνικά μέσα, μετατρέπει το παρισινό διαμέρισμα σε ψυχολογικό λαβύρινθο. Η οικειότητα γίνεται ασφυκτική, η αγάπη μεταμορφώνεται σε φυλακή. Εδώ, το δράμα δεν προέρχεται από τη μοίρα, αλλά από την ίδια την ανθρώπινη τρυφερότητα – τόσο δυνατή, που μπορεί να καταστρέψει.
Η συμβολή του Ζαν Κοκτώ στον κινηματογράφο
«Ο κινηματογράφος είναι ποίηση γραμμένη με το φως», έλεγε ο Κοκτώ, και τον υπηρέτησε με την αφοσίωση ενός ονειροπόλου. Στην ταινία Το Αίμα του Ποιητή (1930), οι τοίχοι αναπνέουν, τα αγάλματα ψιθυρίζουν, η πραγματικότητα ραγίζει σαν καθρέφτης. Με τον Ορφέα και τη Διαθήκη του Ορφέα, ο ίδιος ο Κοκτώ μπαίνει στο κάδρο ως ποιητής, μάρτυρας, και φάντασμα. Η τέχνη του γίνεται αυτοπροσωπογραφία, προφητεία και εξομολόγηση μαζί.
Η Ταινία «Η Ωραία και το Τέρας» και η Πρωτοπορία της
Η ταινία Ωραία και το Τέρας (1946) είναι ίσως η πιο καθαρή έκφραση της οπτικοποιημένης του ποίησης. Με απλά μέσα, καπνό, σκιά, φως, βλέμματα, ο Κοκτώ πλάθει έναν κόσμο όπου η ομορφιά λυτρώνει. Γυρισμένη λίγο μετά τον πόλεμο, η ταινία μπορεί να παραλληλιστεί με προσευχή: μια υπενθύμιση πως, ακόμη και μέσα στα ερείπια, η φαντασία μπορεί να αναστήσει το θαύμα.
Ο ποιητής και οι λέξεις
Στα Τρομερά Παιδιά (1929), δύο αδέλφια ζουν κλεισμένα σε ένα δωμάτιο, σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από παιχνίδια και επιθυμίες. Στο Λευκό Βιβλίο (1928), ο Κοκτώ γράφει χωρίς φόβο για τον έρωτα και τη διαφορετικότητα, μια εξομολόγηση τολμηρή για την εποχή. Στις πρώτες του συλλογές, όπως Το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, οι λέξεις του είναι καθαρές, σχεδόν παιδικές, αλλά πίσω τους φωλιάζει η πείρα της απώλειας.
Ο Αόρατος Επισκέπτης
Στον Αόρατο Επισκέπτη, είτε πρόκειται για συλλογή είτε για ιδέα, ο Κοκτώ αγγίζει το αόρατο που μας συνοδεύει. Ο επισκέπτης είναι η έμπνευση, ο θάνατος, η φωνή του άλλου, ίσως κι ο ίδιος ο δημιουργός που παρατηρεί σιωπηλά τον εαυτό του. Η ποίηση εδώ γίνεται διάλογος με το ασύλληπτο, με εκείνο που δεν έχει όνομα αλλά απαιτεί να ειπωθεί.
Ο Καθρέφτης και το Πρόσωπο
«Η ζωή είναι μια οριζόντια πτώση», έγραφε ο Κοκτώ, και σ’ αυτή την πτώση έβλεπε όχι το τέλος, αλλά τον ρυθμό της ύπαρξης. «Ό,τι κάνει κανείς στη ζωή, ακόμα και ο έρωτας, το κάνει μέσα στην υπερταχεία που τρέχει προς τον θάνατο», έλεγε, κι όμως, είναι αυτό το ταξίδι που δίνει στη ζωή το βάρος και τη λάμψη της. Για τον Κοκτώ, η ποίηση δεν ήταν διαφυγή, αλλά ανάγκη. «Τα παιδιά και οι τρελοί κόβουν το Γόρδιο δεσμό που οι ποιητές ξοδεύουν μια ζωή για να λύσουν», γιατί μόνο εκείνοι έχουν το θάρρος να πιστέψουν χωρίς λογική.
Ο Ζαν Κοκτώ παραμένει ένας καθρέφτης που μας κοιτάζει ακόμη. Οραματιστής και ειρωνικός, τρυφερός και ανελέητος, κράτησε ανοιχτή τη γέφυρα ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή, ψιθυρίζοντάς μας πως η ομορφιά είναι το πιο εύθραυστο και το πιο αναγκαίο πράγμα στον κόσμο.






















