Αφγανιστάν: Ένα χρόνο μετά την επάνοδο των Ταλιμπάν στην εξουσία

T

Ένας χρόνος μεσολάβησε από την εκκένωση της αμερικανικής πρεσβείας στο Αφγανιστάν από αμερικανικά ελικόπτερα Black Hawk λίγες ώρες πριν το Προεδρικό Μέγαρο πέσει στα χέρια των Ταλιμπάν. Η τότε μεταδιδόμενη σε ζωντανό τηλεοπτικό χρόνο εικόνα δημιουργούσε έναν πανίσχυρο συμβολισμό που με τη σειρά του κατέληγε σε δύο συμπεράσματα: Πρώτον, την ανάδυση μιας νέας τάξης πραγμάτων, με την Κίνα σε ρόλο μοναδικής υπερδύναμης να ακολουθεί την παρακμή της «συλλογικής» Δύσης. Δεύτερον, τη δυνατότητα των Ταλιμπάν να επιβάλουν στο εσωτερικό της πολύπαθης χώρας ένα είδος κανονικότητας δια της σιδηράς – ακριβέστερα βάναυσης- πειθαρχίας που τους χαρακτηρίζει.

Αν το πρώτο σκέλος αποτελεί το μεγάλο γεωπολιτικό αίνιγμα των ημερών μας, το δεύτερο δείχνει να έχει ξεχαστεί υπό το φως των εξελίξεων σε Ουκρανία και Ταϊβάν και να έχει απαντηθεί με αρνητικό -για το Αφγανιστάν και τον λαό του- τρόπο από τους πάλαι ποτέ κραταιούς «ιεροσπουδαστές». Υπό αυτή την έννοια, η πρόσφατη δολοφονία του ηγέτη της Αλ Κάιντα, Αϊμάν αλ Ζαουάχρι συνιστά περισσότερο την απόδειξη ακριβώς των προβλημάτων και των διαιρέσεων που ταλανίζουν την κυβερνώσα φονταμενταλιστική οργάνωση.

Διαβάστε επίσης: Πώς εκτέλεσαν τον ηγέτη της Αλ Κάιντα έναν χρόνο μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν – Αξιωματούχος περιγράφει

Ο πρώτος παράγοντας που διαφεύγει της παγκόσμιας κοινής γνώμης -απολύτως δικαιολογημένα με τα όσα έχουν μεσολαβήσει τον τελευταίο χρόνο- είναι η διαπάλη στο εσωτερικό των Ταλιμπάν. Πρόκειται για έναν ανταγωνισμό που δεν αφορά αποκλειστικά την ίδια την εξουσία αλλά τις προτεραιότητες και την ατζέντα του κινήματος σε  μια σειρά ζητημάτων, από την πρόσβαση των πολιτών στην εκπαίδευση, τα γυναικεία και τα δημοκρατικά δικαιώματα. Στο πλαίσιο αυτής της μάχης για το ποιος έχει το πάνω χέρι στη χάραξη της πολιτικής των Ταλιμπάν, ενδεικτικός θεωρείται ο παραγκωνισμός του άλλοτε κραταιού μουλά Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ, ο οποίος θεωρείται εκπρόσωπος της «μετριοπαθούς« γραμμής αναφορικά με την ανάγκη εξεύρεσης μιας ελάχιστης βάσης συνεννόησης με τη Δύση προς όφελος του σκληροπυρηνικού Αμπντούλ Καντίρ, ο οποίος θεωρείται πως απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της συντηρητικής ηγεσίας. Υπάρχουν ασφαλώς και όσοι προσπαθούν να «κολυμπήσουν» μεταξύ των δύο τάσεων, όπως ο υπουργός Εσωτερικών Σιραχουντίν Χακάνι. Εντός αυτού του πλαισίου θα πρέπει να ειδωθεί και η ασυλία ουσιαστικά που απολαμβάνουν παρακλάδια της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους, όπως αυτή αποτυπώνεται στις δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις κατά σιιτικών στόχων.

Ένα δεύτερο στοιχείο που συχνά υποτιμάται έχει να κάνει με τη δυναμική επάνοδο του ρόλου των φυλών στο προσκήνιο. Παρότι η επιτυχία των Ταλιμπάν στο βόρειο τμήμα της χώρας οφειλόταν εν πολλοίς στην ικανότητά τους να διευρύνουν τη στρατολόγηση από Ουζμπέκους, Τατζίκους και άλλες εθνοτικές μειονότητες η οργάνωση εξακολουθεί να κυριαρχείται από τους φονταμενταλιστές Παστούν που ανδρώθηκαν την περίοδο του ’90 και αντιτίθενται ριζικά στον διαμοιρασμό της εξουσίας με ηγέτες που φέρουν διαφορετικό φυλετικό υπόβαθρο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της δίωξης του ουζμπεκικής καταγωγής διοικητή των Ταλιμπάν, Μαχντούμ Αλάμ. Και δεν λείπουν οι εντάσεις μεταξύ των Ταλιμπάν και της μειονότητας των Χαζάρα, υπό τη μορφή είτε επιθέσεων τζιχαντιστικών ομάδων που δρουν υπό την ανοχή του πλέον φονταμενταλιστικού τμήματος της οργάνωσης είτε με τη μορφή διώξεων ακόμη και κατά μαχητών που συνεργάστηκαν με τους Ταλιμπάν.

Είναι αυτός ο γεμάτος φυλετισμό ρεβανσισμός που θέτει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα των Ταλιμπάν να διοικήσουν την ίδια τη χώρα και τους δημιουργεί ένα τρίτο, σημαντικότατο πρόβλημα, καθώς στην προσπάθειά τους να συγκροτήσουν ένα αυστηρά συγκεντρωτικό σύστημα διακυβέρνησης με έδρα την Καμπούλ και ηγεσία κατά συντριπτική πλειοψηφία αποτελούμενη από Παστούν, διέρρηξαν την ισορροπία δυνάμεων που χαρακτήριζε την περίοδο που βρίσκονταν στην ένοπλη αντιπολίτευση. Έτσι, η αναδιάταξη πόρων προς όφελος συγκεκριμένων διοικητών έναντι άλλων που εκπροσωπούσαν το μειονοτικό στοιχείο αποδυνάμωσε τη δυνατότητά τους να παρεμβαίνουν και να ελέγχουν τις εξελίξεις σε συγκεκριμένες επαρχίες της χώρας.

Θα εξακολουθήσουν να ενισχύονται οι ίδιες τάσεις με την ίδια ένταση με τον κίνδυνο ενός γενικευμένου εμφυλίου πολέμου που θα διατρέχει τους ίδιους τους Ταλιμπάν; Ή θα ακολουθήσει η περίπτωση εκείνη άλλων επαναστατικών κινημάτων και οργανώσεων, όπου ο συμβιβασμός, η πολιτική εξομάλυνση και η προσαρμογή στη διεθνή τάξη πραγμάτων να συνιστά σταδιακά τον κανόνα; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει ακόμη στο παραπάνω ερώτημα. Το μόνο σίγουρο ωστόσο είναι πως η περίφημη «κανονικότητα» που θα αποκαθιστούσαν οι Ταλιμπάν μετά την άνοδό τους στην εξουσία μοιάζει πια όνειρο θερινής νυκτός σε πείσμα όσων παριστάνουν τους «μάντεις» των διεθνών εξελίξεων.

One year after Taliban takeover, Afghanistan gripped by humanitarian crisis

Αξίζει ωστόσο να υπενθυμιστεί κάτι που συχνά αποσιωπάται από τα ΜΜΕ της «συλλογικής» Δύσης. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν σκοπεύει να απελευθερώσει σύντομα τα 7 δισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία της αφγανικής κυβέρνησης που κατέχει η κεντρική τράπεζα της χώρας, επικαλούμενη ανησυχίες ότι τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να καταλήξουν στα χέρια τρομοκρατών στο περιθώριο και της δολοφονίας του αρχηγού της Αλ Κάιντα, δεν αποτελεί παρά έναν χρήσιμο μοχλό πίεσης για την Ουάσιγκτον δεδομένου ότι η χώρα της Κεντρικής Ασίας αναμένεται να βρεθεί στο επίκεντρο του ιδιότυπου ανταγωνισμού Κίνας και ΗΠΑ για την πρόσβαση σε πρώτες ύλες και ορυκτά καύσιμα στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής στο πλαίσιο του νέου Ψυχρού Πολέμου.

Οι ΗΠΑ παρακρατούν περιουσιακά στοιχεία του Αφγανιστάν υπό το φόβο χρηματοδότησης τρομοκρατών