Αντισυνταγματικές οι περικοπές δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα – Τελική απόφαση θα λάβει η ολομέλεια του ΣτΕ

Αντισυνταγματικές είναι κατά την κρίση της επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ τμήματος του ΣτΕ οι περικοπές σε δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων.

Tην απόφαση για την αντισυνταγματικότητα θα λάβει η Ολομέλεια του ΣτΕ, όπου και παραπέμφθηκε το ζήτημα .

Όπως πάντως επισημαίνεται στο σκεπτικό των ανώτατων δικαστών του ΣΤ Τμήματος οι εν λόγω περικοπές που έγιναν με το νόμο 4093/12 (δεύτερο μνημόνιο) οδηγώντας τελικά στην πλήρη κατάργηση όλων των επιδομάτων, αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.

Σύμφωνα με τους ανώτατους δικαστές «ο νομοθέτης όφειλε αποφαινόμενος τεκμηριωμένα για την αναγκαιότητα του μέτρου, να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τον επιδιωκόμενο δημόσιο σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής καθως και εάν οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, και συνδυαζόμενες με τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες, οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω του επιπέδου της αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Ακόμα οι δικαστές ,δέχονται ότι ο νομοθέτης εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, πλην όμως επισημαίνουν ότι : «με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περατερω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών». Και προσθέτουν ότι, επιδόματα, εορτών και αδείας, συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημ΄νες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από το μισθό του καθενός».

«Ο νομοθέτης – καταλήγει το σκεπτικό της απόφασης- δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίμαχου καταργητικού μέτρου, χωρίς προηγουμένως να έχει εκτιμήσει την προσφορότητα του μέτρου ενόψει και της διαπίστωσης, ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει έως τότε δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα, και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις».

Ετικέτες