Βασίλης Κουκαλάνι: “Τα παιδιά σπάνε τον φράχτη”

Βασίλης Κουκαλάνι

O Βασίλης Κουκαλάνι μιλάει στο Documento για την παράσταση «Το κενό στο φράχτη» που σκηνοθέτησε για το βερολινέζικο Grips

 

Για την επέτειο των πενήντα χρόνων του βερολινέζικου θεάτρου Grips, ο Βασίλης Κουκαλάνι, παλιός γνώριμός του, σκηνοθέτησε την παράσταση «Το κενό στο φράχτη» η οποία ανέβηκε στο Βερολίνο, αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές.

«Το έργο αναφέρεται σε ένα Βερολίνο που γίνεται όλο και πιο ταξικό και εξευγενίζεται πολεοδομικά με ιλιγγιώδεις ρυθμούς με τους οποίους ο πληθυσμός –που παραδοσιακά έδινε τον παλμό και τον χαρακτήρα της πόλης– παραγκωνίζεται στα περίχωρα ή οδηγείται στην τοπική μετανάστευση» λέει ο σκηνοθέτης μιλώντας στην εφημερίδα.

«H διεκδίκηση των χώρων και της ελευθερίας για παιχνίδι και περιπέτεια επανέρχεται στο προσκήνιο. Κυρίως όμως υπάρχει η ανησυχία ότι στα παιδιά της πόλης έχει χαθεί το αυθόρμητο παιχνίδι. Τα παιδιά αποτελούν μια κοινωνική κατηγορία ηχηρή και αντιληπτή στη ζωή μιας πόλης. Εδώ λοιπόν έρχεται να μιλήσει αυτή η ιστορία τεσσάρων παιδιών που κυνηγάνε την περιπέτεια μέσα σε ένα αφιλόξενο αστικό περιβάλλον».

Αναρωτιέμαι ποια εφόδια έχουν τα σημερινά παιδιά που ζουν στα αστικά κέντρα ώστε να επαναοικειοποιηθούν τον δημόσιο χώρο; Ο δημόσιος χώρος τα αφορά πράγματι ή η ψηφιακή εποχή τα κλείνει –μεταφορικά και κυριολεκτικά– σε έναν χώρο περιορισμένο;

«Είναι μάλλον η εποχή της μοναξιάς και της ιδιωτικότητας (idiot), μιας κατασκευασμένης εσωστρέφειας και εικονικής πραγματικότητας. Η κριτική σε αυτή την πραγματικότητα για τη δουλειά μας χρειάζεται να δείχνει την πιο ζωηρή εναλλακτική, το σπάσιμο του γυάλινου αυτού τοίχου και το πέρασμα στην άλλη πλευρά, όπου η κατάκτηση της γειτονιάς και η ενεργοποίηση της ζωής στον δημόσιο χώρο όχι μόνο δεν είναι πράξη παράνομη, κατακριτέα, επικίνδυνη, τιμωρητέα, αλλά είναι δικαίωμα κόντρα σε έναν αγκυλωμένο παραλογισμό.

Τον παραλογισμό του “καλύτερα σπίτι”, όπου η επαφή με τους άλλους δεν λερώνει, δεν προβληματίζει και δεν απαιτεί και όπου τα προβλήματα είναι πίσω απ’ το γυαλί – ή τέλος πάντων φτάνουν σ’ εμάς μέσα από αυτό. Έναν παραλογισμό που λέει “μείνετε σπίτι” ή σε οργανωμένους και επί πληρωμή χώρους διασκέδασης, σε προγραμματισμένες δραστηριότητες που δεν αμφισβητούν, δεν γαργαλεύουν. Πιστεύω ότι η κριτική στην ψηφιακή πια κυριαρχία και νοημοσύνη έχει ένα είδος ματαιότητας μιας και δουλεύει ιλιγγιωδώς προς το άπειρο μάλλον. Εκείνο που μένει ζωντανό ίσως είναι η κυτταρική μνήμη, το ανθρώπινο ταμπεραμέντο που παραμένει ανατρεπτικό, συλλογικό και έξυπνα συναισθηματικό· ενδεχομένως αυτό ψάχνουμε στις περιπέτειες που αφηγούμαστε».

Πώς προέκυψε η συνεργασία μεταξύ της ομάδας νεανικού θεάτρου Συντεχνία του Γέλιου που ίδρυσε ο κ. Κουκαλάνι, με το Grips; «Το Grips συνεργάζεται μαζί μας διότι έχει αποδειχτεί ότι η ομάδα μας εκπροσωπεί πλήρως τις ιδέες του εκτός Γερμανίας». Η προσωπική του σχέση του με το Grips ξεκίνησε από παιδί – άλλωστε ήταν η πρώτη του επαφή με το θέατρο. «Από τις πρώτες παραστάσεις που είχα δει ήταν το “Μια γιορτή στου Παπαδάκη” (το έργο που στην ελληνική του εκδοχή ονομάστηκε “Μια γιορτή στου Νουριάν”). Mια παράσταση πολύγλωσση, αστεία στην οποία αισθανόμουν ότι πρωταγωνιστούσε η δικιά μου πραγματικότητα στη Γερμανία.

Μια ιστορία που προκαλούσε και γελοιοποιούσε τους “ισχυρούς” (τους μεγάλους, τους Γερμανούς). Πάνω από όλα όμως ένιωθα ότι με εμψύχωνε και μου έδινε την αίσθηση πως η ζωή έχει πλάκα. Το 2011 στην Ελλάδα υπήρχε μεγάλη αναστάτωση –ειδικά στην Αθήνα– μιας και έναν χρόνο πριν μας είχε ανακοινωθεί η μεγάλη οικονομική κρίση. Τότε άρχισαν συζητήσεις ανάμεσα στους καλλιτέχνες: “Πώς παίρνουμε θέση;”, “ποιος είναι ο ρόλος μας;”. Αυτό με οδήγησε στον τρόπο που γνώριζα από παιδί: αυτόν του θεάτρου Grips».

Αναφέρεται σε «ένα θέατρο με κοινωνικό όραμα και προοπτική αλλαγής. Και έντονη σάτιρα που καταλαβαίνει ο καθένας. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσα να έχω φανταστεί πως τα έργα του Grips και κυρίως του Φόλκερ Λούντβιχ θα μπορούσαν να είναι τόσο “ελληνικά”, να έχουν δηλαδή μια τόσο γνήσια ανταπόκριση στο ταμπεραμέντο και στη νοοτροπία του Έλληνα. Πιστεύω ότι αυτό που πετυχαίνουν τα συγκεκριμένα έργα είναι να συγκινούν με τον γνήσιο διεθνιστικό ανθρωπισμό τους. Μάλλον η παιδική ανυπακοή καθρεφτίζει μια βαθιά συλλογική επιθυμία κι αυτό μου αρέσει».

Σημαντική προσωπικότητα του θεάτρου Grips ο –83χρονος σήμερα– ιδρυτής του, σεναριογράφος Φόλκερ Λούντβιχ. «Ο Φόλκερ είναι ένας πραγματικός αιώνιος έφηβος. Σε έναν από τους μεγάλους περιπάτους μας στην Αθήνα, Εξάρχεια – Καλλιθέα γύρισε και μου είπε: “Πρέπει να σταματήσουμε, ξεχνάς ότι είμαι γέρος”. Εκεί κατάλαβα ότι το ξεχνάει και ο ίδιος μέχρι να του το θυμίσουν οι φυσικές του δυνατότητες. Ακόμη και σήμερα κάνουμε σχέδια και όνειρα για το μέλλον και αυτό από μόνο του είναι αντισυμβατικό και ριζοσπαστικό. Μου υπενθυμίζει πως οι άνθρωποι δεν σταματούν να παίζουν επειδή γερνάνε, γερνάνε επειδή σταματούν να παίζουν».

Από το 2011 που ιδρύθηκε η Συντεχνία του Γέλιου οι παραστάσεις τους έχουν αποκτήσει φανατικό κοινό. Τον ρώτησα τι είναι αυτό που κάνει τα νέα παιδιά να ταυτίζονται με τα έργα τους. «Η πραγματικότητα των παιδιών και των νέων έχει μια μεταβλητότητα και κάποιες κοινωνικές δυσκολίες και αδικίες επαναλαμβάνονται ή προστίθενται με καινούργιους τρόπους. Εκείνο που όμως παραμένει σταθερό είναι η λαχτάρα για ελευθερία και αυθορμητισμό, η αυτοδιάθεση, η εφεύρεση και η εφαρμογή νέων ιδεών, η παντοδυναμία της αλληλεγγύης και βέβαια η άποψη ότι η ζωή είναι μια διαρκής περιπέτεια αλλαγής και προόδου.

Αυτό νομίζω κάνει τον τσαμπουκά των ηρώων μας να είναι ακαταμάχητος και να εφοδιάζει τα παιδιά με αναντίρρητα επιχειρήματα και αυτοπεποίθηση». Κοινά στοιχεία στις ιστορίες που παρουσιάζει η ομάδα είναι το συλλογικό ξεπέρασμα του φόβου, η αχαλίνωτη ρήξη με τις συμβάσεις και τα στερεότυπα των μεγάλων και η αντεπίθεση με χιούμορ και φαντασία. «Αυτό δημιουργεί σε μικρούς και μεγάλους εκείνη την άγρια σχεδόν “παράνομη” χαρά και ευχαρίστηση που νιώθει το κοινό όταν βλέπει ότι οι χαρακτήρες του έργου ονειρεύονται μια άλλη πραγματικότητα και την τολμούν, μια πραγματικότητα που εμείς έχουμε ξεχάσει ή νομίζουμε πως δεν είμαστε σε θέση να έχουμε, μια πραγματικότητα που δεν είναι μάθημα στο σχολείο» συνεχίζει.

Η ομάδα υποστηρίζει το χειραφετημένο και αντιαυταρχικό θέατρο. «Είναι ο τρόπος να γίνεται η τέχνη –και εγώ/εμείς– χρήσιμη, απαραίτητη και ίσως λίγο επικίνδυνη, όπως την φανταζόταν πιθανότατα ο Μπρεχτ. Η μορφή τέχνης με την οποία συντάσσομαι ενεργά μαζί με την ομάδα μου ανήκει στην παράδοση ανθρώπων και θεάτρων όπως ο Φόλκερ Λούντβιχ και το Grips Theater που βρίσκει τις ρίζες του στο φοιτητικό κίνημα της πάλαι ποτέ Δυτικής Γερμανίας. Η στόχευση των έργων είναι πάντα κριτική, ποτέ διδακτική. Σκοπός είναι η αποκάλυψη μιας εναλλακτικής κοινωνικής προοπτικής μέσα από μια κοινή περιπέτεια, μέσα από τη φαντασιακή ταύτιση με τα δρώμενα. Τα κακώς κείμενα της κοινωνίας ξεσκεπάζονται και ξεμπροστιάζονται με τρόπο διαλεκτικό. Οι παραστάσεις τελειώνουν με μια εμψύχωση: “Έτσι είναι τα πράγματα αλλά τώρα μπορείς εσύ ο ίδιος να προτείνεις κάτι διαφορετικό”. Και βέβαια μέσω της ψυχαγωγίας ο νεαρός θεατής μπολιάζεται με καινούργια μάθηση χωρίς να το συνειδητοποιεί. Πιστεύω σε ένα θέατρο για εκείνους που δεν πιστεύουν στο θέατρο».

Στις παραστάσεις μας τα κακώς κείμενα της κοινωνίας ξεσκεπάζονται και ξεμπροστιάζονται με τρόπο διαλεκτικό. Οι παραστάσεις τελειώνουν με μια εμψύχωση: “Έτσι είναι τα πράγματα αλλά τώρα μπορείς εσύ ο ίδιος να προτείνεις κάτι διαφορετικό”.

Η συζήτηση πηγαίνει στο κατά πόσο το παιδικό/νεανικό θέατρο μπορεί να γίνει προνόμιο οικονομικά πιο ευκατάστατων οικογενειών, αποκλείοντας άλλα παιδιά. «Όταν ξεκινήσαμε το 2011 βλέπαμε ότι λόγω οικονομικής κρίσης πολλά σχολεία σχεδόν είχαν σταματήσει τις εκπαιδευτικές και πολιτιστικές εξορμήσεις τους, πολλοί γονείς δεν είχαν να πληρώσουν το αντίτιμο της εξόρμησης. Μέσα από χορηγικά προγράμματα καταφέραμε –τις χρονιές 2013-15– να φέρουμε στο θέατρο περίπου 10.000 παιδιά χωρίς εισιτήριο. Ωστόσο το παιδικό θέατρο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως γνήσιο λαϊκό θέατρο που προσελκύει και λόγω του χαμηλού εισιτηρίου του. Απο-αστικοποιεί το θέατρο διότι είναι σχετικά μαζικό και φέρνει την τέχνη στα σπίτια της εργαζόμενης τάξης».

Αυτό που χαρακτηρίζει την ομάδα είναι που καταφέρνει να σχολιάζει την παθογένεια της σύγχρονης εποχής –τον ρατσισμό, τον εκφοβισμό, τον κοινωνικό αποκλεισμό– πάντα με οδηγό τους το γέλιο. «Βασικότερη προϋπόθεση κάθε θεατρικής μας αναζήτησης είναι το γέλιο. Το γέλιο για μας είναι θεμελιώδης “υποχρέωση” κάθε πολίτη. Eνα γέλιο λυτρωτικό, σκωπτικό και γνήσιο μέσα από τη σάτιρα. Το γέλιο περιέχει κυρίως το ξεπέρασμα ή την αγνόηση του φόβου. Είναι μια εμπειρία, ένας τρόπος ζωής που χειραφετεί, σε πάει παρακάτω. Αυτή την κουλτούρα του γέλιου έχουμε να αντιτάξουμε στην κανονικότητα των ενηλίκων. Και μας δίνουν –άθελά τους– πολύ υλικό για περίγελο τον τελευταίο καιρό! Από αυτήν τη σκοπιά βλέπουμε τα κακώς κείμενα, από τη σκοπιά του κοινού μας, των παιδιών. Αυτά ξέρουν να δώσουν τις πιο ευφάνταστες και ριζοσπαστικές λύσεις στα πιο σύνθετα κακώς κείμενα και να τα φέρνουν στην ακραία δημοκρατική βάση του υγιούς ανθρώπινου, κοινού νου».

Ρωτώ τον κ. Κουκαλάνι εάν ουσιαστικά τους ενδιαφέρει μέσα από τις παραστάσεις τους να δημιουργήσουν συνειδήσεις ενεργών πολιτών. Μου απαντά με απόσπασμα του επίσημου καταστατικού τους: «“O σκοπός της θεατρικής ομάδας συνίσταται κυρίως στην προαγωγή της πνευματικής καλλιέργειας, την ενίσχυση της κοινωνικοπολιτικής συνείδησης των πολιτών, του εθελοντισμού και της αλληλεγγύης ως και της προστασίας και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, μέσω της ανάπτυξης και διάδοσης των παραστατικών τεχνών και της ανάδειξής τους σε πολιτιστικό, παιδαγωγικό, μορφωτικό και ψυχαγωγικό παράγοντα της κοινωνικής ζωής”. Όσο ξερό και τυπικά περιεκτικό και αν ακούγεται δίνει μια σύντομη αλλά πλήρη εικόνα των προθέσεων και των κινήτρων μας».

Ο κ. Κουκαλάνι είναι ένας πολίτης του κόσμου. Πατέρας Πέρσης, μητέρα από την Κρήτη, μεγαλωμένος στη Γερμανία. «Όσον αφορά τον τρόπο που με αντιμετωπίζουν οι άλλοι, όταν είμαι στην Ελλάδα κατάγομαι από το Ιράν. Όταν πάω στο Ιράν κατάγομαι από την Ελλάδα. Όταν είμαι στη Γερμανία κατάγομαι από όπου θέλω εγώ. Τα πρώτα μου δέκα χρόνια τα έζησα μισά στη Γερμανία και μισά στο Ιράν. Γενικώς οι άλλοι μοιάζει να ενδιαφέρονται πάντα περισσότερο για το “ξένο” κομμάτι μου. Δηλαδή πάντα προκαλεί ενδιαφέρον η ιδιαιτερότητα. Όσο για μένα τον ίδιο μου πήρε αρκετό καιρό να τακτοποιήσω τη σύγχυση των γλωσσών που επικρατούσε μέσα μου και να συμφιλιωθώ με την υβριδική μου φύση. Δεν ξέρω πώς ακριβώς να το περιγράψω αλλά ξέρω ότι δεν μπορώ ποτέ να εκπροσωπήσω έναν τόπο αλλά, μάλλον, την ενδιάμεση απόσταση. Η λειτουργία μου είναι διαμεσολαβητική».

INFO

3 & 4/11 στο Θέατρο Κνωσσός, Αθήνα. Η παράσταση θα παιχτεί στα γερμανικά με ελληνικούς υπέρτιτλους.