Βερολίνο: Τουρισμός στα χνάρια των κατασκόπων

Σε επικερδές τουριστικό αξιοθέατο έχουν μετατρέψει οι αρχές του Βερολίνου το δίκτυο επιτήρησης και κατασκοπείας που κυριαρχούσε ανάμεσα στα δύο τμήματα της διχοτομημένης πόλης καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (1945-1989). 

Στο κτίριο όπου βρισκόταν το αρχηγείο της ανατολικογερμανικής μυστικής αστυνομίας σήμερα μπαινοβγαίνουν τουρίστες, κυρίως Αμερικανοί και Βρετανοί, παρακολουθούν ντοκιμαντέρ που αναφέρονται σε εκείνη την περίοδο και βλέπουν εκθέσεις αντικειμένων τα οποία έγιναν αιτία να ονομαστεί κάποτε το κτίριο αυτό «Σπίτι με τα χιλιάδες μάτια».

Ο Εριχ Μίλκε, ο επικεφαλής της διαβόητης Στάζι, η οποία ιδρύθηκε το 1950, ανέπτυξε το πρώτο πλήρως επιτηρούμενο κράτος στον κόσμο: τη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία (ΓΛΔ – DDR). Με περίπου 80.000 εργαζόμενους και άλλους 170.000 αόρατους συνεργάτες είχε στήσει ένα τόσο ισχυρό δίκτυο πρακτόρων και χαφιέδων που μπορούσε να ξέρει σχεδόν ανά πάσα στιγμή τι γίνεται σε κάθε εργοστάσιο, σχολείο, εστιατόριο, πολυκατοικία, ακόμη και μέσα σε κάθε σπίτι της πόλης.

Ρολόγια-μαγνητόφωνα, φορτηγάκια-κέντρα συνακροάσεων, κρυμμένες φωτογραφικές μηχανές αλλά και αίθουσες βασανιστηρίων, απόρρητες εντολές για συλλήψεις ή δολοφονίες, καθώς και ένα απέραντο χαρτοβασίλειο φακέλων για τη δραστηριότητα και τα φρονήματα εκατομμυρίων Ανατολικογερμανών αποτελούν πόλο έλξης στο «Βερολίνο των κατασκόπων».

«Μυστικά» και αξιοθέατα

H ζοφερή πραγματικότητα που είχε δημιουργήσει για τους συμπολίτες του ο Μίλκε δεν είναι το μόνο αξιοθέατο. Μαζί με το «Σπίτι με τα χιλιάδες μάτια» διάφορα άλλα μέρη μέσα και γύρω από την πόλη μνημονεύουν την ιστορία των παράνομων ενεργειών που γίνονταν με κέντρο τη σημερινή γερμανική πρωτεύουσα. Ας αναλογιστεί κάποιος τις σύγχρονες αποκαλύψεις για την παρακολούθηση ψηφιακών δεδομένων (metadata) εκατομμυρίων ανθρώπων από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, της Ρωσίας ή της Κίνας, ακόμη και του κινητού τηλεφώνου της καγκελαρίου της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ.

Οι λάτρεις των θεωριών συνωμοσίας και των νουάρ μυθιστορημάτων ξέρουν καλά ότι οι ιστορίες αυτές μπορεί να διανθίζονται από τη φαντασία των συγγραφέων αλλά τις περισσότερες φορές βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά. Ενώ έχουν πολύπλευρες διαστάσεις, συχνά παρουσιάζουν τη μία πλευρά του νομίσματος.

Στην προκειμένη περίπτωση παρουσιάζεται η δράση των κατασκόπων πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα, όπως ονόμασε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ αφενός της Δύσης και αφετέρου της Σοβιετικής Ενωσης και των κατ’ όνομα κομμουνιστικών καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης.

Checkpoint Charlie

Υπάρχουν και τα κλασικά αξιοθέατα. Το ενδιαφέρον των τουριστών αποσπά σταθερά η περιοχή Κρόιτσμπεργκ, συγκεκριμένα η οδός Φρίντριχ. Πρόκειται για το περίφημο Checkpoint Charlie, ένα από τα σημεία ελέγχου εκείνων που ήθελαν να περάσουν από τη μία στην άλλη πλευρά του Βερολίνου και λειτουργούσαν και πριν από την ανέγερση του Τείχους, η οποία άρχισε στα μέσα Αυγούστου του 1961.

Στο σημείο αυτό στις αρχές του ’61 συγκρούστηκαν κατάσκοποι από τις δύο πλευρές και παραλίγο να γίνει η αφορμή για να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στις δύο Γερμανίες. Το περιστατικό περιγράφεται από τον διάσημο συγγραφέα λογοτεχνίας αυτού του είδους Τζον λε Καρέ και σ’ αυτό βασίστηκε ο σκηνοθέτης Μάρτιν Ριτ για την κινηματογραφική ταινία «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο». Για το ίδιο θέμα ο Στίβεν Σπίλμπεργκ έκανε τη «Γέφυρα των κατασκόπων» με πρωταγωνιστή τον Τομ Χανκς. Αναφέρεται σε έναν Αμερικανό δικηγόρο ο οποίος στρατολογείται για να υπερασπιστεί έναν συλληφθέντα Σοβιετικό κατάσκοπο και κατόπιν να διαπραγματευτεί την ανταλλαγή του με πιλότο κατασκοπικού αεροπλάνου τον οποίο κρατούσαν οι Σοβιετικοί.

Δάκρυα και παράνοια

Αν το Checkpoint Charlie εκφράζει το «ηρωικό», που λέει ο λόγος, του πράγματος, το πένθιμο βρίσκεται σε άλλο σημείο του Βερολίνου, η επίσκεψη στο οποίο στοχεύει στον συναισθηματικό κόσμο των τουριστών. Πρόκειται για το Tränenpalast, «Το παλάτι των δακρύων», όπου καταγράφεται έντονα η ατμόσφαιρα της παράνοιας εκείνης της περιόδου. Ηταν σημείο συνάντησης οικογενειών των οποίων μέλη ζούσαν και στις δύο πλευρές καθώς και διέλευσης Δυτικογερμανών που πήγαιναν να επισκεφθούν συγγενείς τους. Στα εκθέματα υπάρχουν ταινίες στις οποίες παρουσιάζονται οι τρόποι δωροδοκίας των συνοριοφυλάκων και το λαθρεμπόριο από τη δυτική προς την ανατολική πλευρά.

Το πιο απτό παράδειγμα του τραγέλαφου και της παράνοιας που εμπεριέχουν οι έννοιες «κατασκοπεία και αντικατασκοπεία» παρουσιάζεται στο Zehlendorf. Είναι το σημείο όπου οι δυτικές δυνάμεις έσκαψαν τούνελ μήκους 420 μέτρων το 1953 για να παρακολουθούν τις τηλεφωνικές συνομιλίες στην Ανατολική Γερμανία. Η σήραγγα ήταν η μεγαλύτερη και πιο ακριβής επιχείρηση πληροφοριών στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1950. Μέσω αυτής οι δυτικοί κατάφεραν να καταγράψουν πάνω από 400.000 τηλεφωνικές συνομιλίες και αμέτρητα τηλεγραφήματα, λιτό όσο και δημοφιλές μέσο επικοινωνίας εκείνη την εποχή. Όπως γράφει όμως ο Μπερντ Κόστκα στο βιβλίο του «Η πρωτεύουσα των κατασκόπων», οι ανατολικοί γνώριζαν την ύπαρξη του τούνελ και επέτρεπαν τη λειτουργία του διότι είχαν τον δικό τους σκοπό: αφενός γνώριζαν επακριβώς τι κατέγραφαν οι δυτικοί, αφετέρου με τον τρόπο αυτό προστάτευαν τον δικό τους κατάσκοπο, τον Τζορτζ Μπλέικ, ο οποίος ήταν αξιωματικός της βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών ΜΙ6.

Τακούνια-μαγνητόφωνα και φονικές ομπρέλες

«Από την πρώτη στιγμή που θα μπείτε στο μουσείο βιώνετε τον απειλητικό κόσμο της κατασκοπείας. Πλήθος από κάμερες είναι στραμμένο επάνω σας, σας παρακολουθούν και καταγράφουν κάθε σας κίνηση. Με το σύνολο των κινήσεών σας δημιουργείται ένα παζλ που τρεμοπαίζει και το οποίο μπορείτε να δείτε στη γιγαντοοθόνη που βρίσκεται έξω από την είσοδο του κυρίως μουσείου». 

Έτσι αρχίζει η περιγραφή στο διαφημιστικό έντυπο και στην ιστοσελίδα του Γερμανικού Μουσείου Κατασκοπείας που εγκαινιάστηκε τον Ιούλιο του 2016 στο Βερολίνο. 

«Αμέσως μετά, μπορείτε να περπατήσετε στη Σήραγγα του Χρόνου. Οδηγεί στις κεντρικές αίθουσες του μουσείου που καλύπτουν εμβαδόν 3.000 τετραγωνικών μέτρων. Η ιστορία της κατασκοπείας αρχίζει από εδώ και μπορείτε να την παρακολουθήσετε μέσα από αντικείμενα που έχουν πλέον ιστορική αξία αλλά και σε ψηφιακή μορφή» διαβάζει ο μελλοντικός επισκέπτης. Τι βλέπει κανείς εκεί; Μεταξύ άλλων φονικές ομπρέλες από τις οποίες μπορούσαν να εκτοξευτούν δηλητηριασμένα βέλη. Γάντια μέσα στα οποία μπορούσε κάποιος επαγγελματίας να κρύψει ένα μικροσκοπικό πιστόλι. Παπούτσια που στα τακούνια τους είχαν μικρά μαγνητόφωνα για την υποκλοπή συνομιλιών. Όλα παρουσιάζονται και σε ψηφιακές οθόνες αφής, οι οποίες επιτρέπουν στον επισκέπτη να βλέπει τα αντικείμενα από διαφορετικές γωνίες και παράλληλα να διαβάζει και να ακούει πλήθος λεπτομερειών για την προέλευση, την κατασκευή και τη χρήση τους.

Επίσης ο επισκέπτης μπορεί να μάθει πληροφορίες σχετικά με περίπλοκες τεχνικές κατασκοπείας, περιπτώσεις και ανθρώπους που έχουν μείνει στην Ιστορία καθώς και μυστικές επιχειρήσεις που διαμόρφωσαν την Ιστορία. Μπορεί ακόμη να ακούσει μαγνητοφωνημένες συνομιλίες κατασκόπων που αναφέρονται στη ζωή και τη δράση τους. Η συλλογή περιλαμβάνει περισσότερα από 1.000 εκθέματα.

Το αφεντικό της Στάζι είχε στοιχεία για όλους

Σε ένα ανώνυμο μνήμα έξω από το νεκροταφείο που εγκαινιάστηκε στις αρχές του 1951 από την κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας για τους «κομμουνιστές ήρωες του πολέμου» βρίσκεται θαμμένη η στάχτη του Εριχ Μίλκε. Πέθανε στις 21 Μαΐου 2000, σε ηλικία 92 ετών, σε γηροκομείο του Βερολίνου. Μέσα σε λίγες ώρες μετά την κηδεία του τα λουλούδια και τα στεφάνια που άφησαν τα περίπου 100 άτομα που παρακολούθησαν την ταφή είχαν σκιστεί και πεταχτεί από αγνώστους.

Η Αννα Φάντερ, μεταξύ άλλων συγγραφέας του βιβλίου «Η χώρα της Στάζι: Ιστορίες πίσω από το τείχος του Βερολίνου», γράφει γι’ αυτόν: «Ακούγοντας το όνομα Μίλκε, αμέσως έρχεται στον νου η Στάζι. Τα θύματά της τιμωρούνταν αδιακρίτως. Σήμερα βρίσκουμε στους φακέλους δική του υπογραφή για καταδίκες ανθρώπων που δεν τήρησαν εντολές, για καταστολή “με όλες τις δυνατές μεθόδους”, για συλλήψεις, απαγωγές, οδηγίες σε δικαστές για καταδίκες, εντολές για “εκκαθάριση”. Κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα τον λόγο για τον οποίο ο Εριχ Μίλκε τα υπέγραψε όλα αυτά, καθώς είναι δεδομένο ότι δεν του είχαν δοθεί τέτοιες εντολές από την ηγεσία της κυβέρνησης».

Μακροβιότερος ασφαλίτης

Ο Μίλκε παρέμεινε επικεφαλής της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφαλείας, όπως ήταν η πλήρης ονομασία της Στάζι, όσο κανένας άλλος αξιωματούχος του ανατολικού μπλοκ: από τον Δεκέμβριο του 1957 έως λίγο μετά την πτώση του Τείχους, τον Νοέμβριο του 1989. Ηταν ο άνθρωπος που υπέγραψε την ανέγερση του Τείχους και συνυπέγραψε τη διαταγή να πυροβολούνται χωρίς αναστολές όσοι Ανατολικογερμανοί προσπαθούσαν να το περάσουν.

Γεννήθηκε στο Βερολίνο στα τέλη του 1907. Οι γονείς του, πάμφτωχοι όπως ο ίδιος έλεγε, ήταν μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Θεωρήθηκε αρκετά προικισμένος για να του δοθεί υποτροφία σε ένα από τα πιο σπουδαία σχολεία της εποχής του, το γυμνάσιο Köllnisches. Ομως αποβλήθηκε δύο χρόνια αργότερα επειδή «λόγω του χαρακτήρα του δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις μεγάλες απαιτήσεις αυτού του σχολείου».

Κόκκινο τηλέφωνο χωρίς σύνδεση

Συμμετείχε με ειδική αποστολή στις Διεθνείς Ταξιαρχίες στον Ισπανικό Εμφύλιο, έζησε για λίγο στη Σοβιετική Ενωση και επέστρεψε στο Βερολίνο αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου. Αναφερόμενος ο ίδιος στη ζωή του χρησιμοποιούσε ξύλινη γλώσσα. «Ο πολιτικός πολεμιστής» έλεγε «είναι ο πιστός γιος της εργατικής τάξης και βρίσκεται επικεφαλής στη μάχη για την ενίσχυση του εργατικού και αγροτικού κράτους».

Σύμφωνα με συνεργάτες του, λίγο προτού εγκαταλείψει τη θέση του είχε πει αυτάρεσκα: «Αν το κόμμα μού είχε αναθέσει το καθήκον, μπορεί να υπήρχε ακόμη η ΓΛΔ».

Σύμφωνα με φήμες που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν, παρέμεινε ανεξέλεγκτος στη θέση του τόσο πολλά χρόνια επειδή λόγω της φύσης της δουλειάς του είχε συγκεντρώσει προσωπικά στοιχεία για πολλούς αξιωματούχους της ανατολικογερμανικής ηγεσίας, τους οποίους μπορούσε να εκβιάζει. Ανάλογα στοιχεία είχε για τη ζωή και τη δράση πολλών Δυτικογερμανών αξιωματούχων, μεταξύ των οποίων και του Χέλμουτ Κολ. Αυτός ήταν και ο λόγος, σύμφωνα με τις ίδιες φήμες, που παρά το βεβαρυμένο παρελθόν του, το οποίο τακτικά παρουσιάζεται με πολύ μελανά σημεία, η δικαστική απόφαση τον έριξε στα μαλακά.

Έμεινε στη φυλακή περίπου τριάμισι χρόνια και αφέθηκε ελεύθερος λόγω ψυχολογικών προβλημάτων. Στο δωμάτιο του γηροκομείου όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε μια κόκκινη τηλεφωνική συσκευή χωρίς καλώδιο και σύνδεση. Οι νοσοκόμοι τον έβλεπαν τακτικά να μιλάει και να δίνει εντολές.

Ετικέτες