Δάκης: «Κοιτάζω πάντα μπροστά δεν ζω με αναμνήσεις»

Ο Δάκης παραμένει σταθερά από τους πιο αγαπημένους καλλιτέχνες της γενιάς του. Με αφορμή την εμφάνισή του στο «Εφ’ όλης της ύλης» στο Χυτήριο μίλησε στο Documento.

Eυδιάθετος, χαμογελαστός και ανοιχτός στον λόγο του, όπως ακριβώς και η ανέμελη ποπ τέχνη που τόσα χρόνια υπηρετεί, ο Δάκης είναι ένας από τους λίγους αυθεντικούς «crooners» που έχουν υμνήσει τόσο πολύ τον έρωτα στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Με αφορμή τη χθεσινή παράστασή του, «Εφ’ όλης της ύλης», στο Χυτήριο συναντήσαμε το μεγάλο ποπ ίνδαλμα και αναμφίβολα έναν από τους πιο δημοφιλείς τραγουδιστές της δεκαετίας του ’70, για να ταξιδέψουμε στα χρόνια στη διάρκεια των οποίων γεννήθηκε η πιο αθώα μορφή μουσικής στη χώρα μας.

Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στην Αίγυπτο; Τι θυμάστε πιο έντονα από εκείνα τα χρόνια;

Τα παιδικά μου χρόνια στην Αίγυπτο ήταν ανέμελα, χαρούμενα κι ευτυχισμένα. Μακάρι όλα τα παιδιά του κόσμου να είχαν παιδικά χρόνια σαν τα δικά μου στην Αίγυπτο. Η ζωή εκεί ήταν πολύ διαφορετική, πιο απλή και πιο αληθινή κατά κάποιον τρόπο.

Λέγατε από μικρός ότι θέλετε να γίνετε τραγουδιστής;

Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός, αλλά ήταν πολύ δύσκολα στην Αίγυπτο, δεν υπήρχαν σχολές υποκριτικής και η γλώσσα δεν με βοηθούσε. Βλέπετε, όμως, είχα πολλούς συγγενείς καλλιτέχνες, τραγουδιστές και μουσικούς, οπότε άλλαξα γνώμη και μεταπήδησα στο τραγούδι πολύ πιο εύκολα.

Στο σπίτι υπήρχε μουσική; Τι άκουγαν οι δικοί σας;

Στο σπίτι δεν υπήρχε μουσική. Καθόλου. Ο πατέρας μου ήταν συγκρατημένος και αυστηρός άνθρωπος και δεν του άρεσε η μουσική. Όταν ερχόταν σπίτι κλείναμε το ραδιόφωνο. Ενώ η μητέρα μου ήταν άλλος άνθρωπος. Και στους συγγενείς από την πλευρά της της έτρεχε πολύ καλλιτεχνικό αίμα. Ο αδελφός της ηθοποιός, τα ξαδέλφια μου μουσικοί, ένας από αυτούς ήταν ο Ντέμης Ρούσσος. Οπότε μουσική στο σπίτι υπήρχε μόνο όταν έλειπε ο πατέρας μου.

Εσείς πότε νιώσατε πρώτη φορά τον μεγάλο έρωτα για τη μουσική; Τι ήταν αυτό που σας έκανε να της αφοσιωθείτε;

Κοιτάξτε, από πολύ μικρός τραγουδούσα και κάπως σαν να ήξερα ότι μια μέρα μπορεί να κατέληγα εκεί. Αλλά ντρεπόμουν και δεν ήθελα να με ακούει κανένας, οπότε τραγουδούσα μόνο όταν ήμουν μόνος. Στο σχολείο δεν ήξερε κανένας ότι τραγουδούσα. Οταν έμαθαν αργότερα οι συμμαθητές μου ότι ασχολήθηκα με το τραγούδι έμειναν έκπληκτοι, γιατί σκέφτηκαν ότι δεν άνοιγα ποτέ το στόμα μου σε αντίθεση με άλλα παιδιά, που προσπαθούσαν λίγο πιο έντονα – ειδικά στο μάθημα της Ωδικής. Γιατί είχαμε και Ωδική εμείς τότε (γέλια). Κάποια στιγμή τόλμησα να πάω να τραγουδήσω δοκιμαστικά. Το 1962 σύχναζα σε κάποιο κλαμπ της εποχής, όπου εκεί δειλά ξεκίνησα να λέω κάποια τραγούδια αργά, όταν έφευγε ο πολύς κόσμος, και τζάμπα εννοείται, το έκανα για πρακτική περισσότερο ώσπου να φτιάξω ένα δικό μου ρεπερτόριο. Κάποια στιγμή θυμάμαι είχαν έρθει στην Αίγυπτο η Νάντια Κωνσταντοπούλου με τον Τάκη Μωράκη. Με άκουσαν εκεί και ο Μωράκης διέκρινε κάτι σε μένα. Είχε πει μάλιστα χαρακτηριστικά «αυτός ο νεαρός τραγουδιστής της Αλεξάνδρειας με το μεγάλο μέλλον». Εκείνος, λοιπόν, ήταν που μου είπε επίσης «να πας στην Ελλάδα, μην κάθεσαι εδώ». Και κάποτε ήρθα…

Και έρχεστε στην Ελλάδα πάνω στη εφηβεία σας. Πώς σας είχε φανεί όλη αυτή η αλλαγή τότε;

Μου άρεσε η Ελλάδα πολύ. Μάλιστα, όταν αποφάσισα να αφοσιωθώ στο τραγούδι, ο πατέρας μου, επειδή είχε κάνει γαλλικές σπουδές, επέμενε να πάω στη Γαλλία και να ασχοληθώ εκεί με το τραγούδι. Δεν τον άκουσα. Στην αρχή η αλλαγή ήταν λίγο δύσκολη. Ισως ήμουν λίγο παραπάνω ευγενής απ’ ό,τι θα έπρεπε. Θυμάμαι που είχα πάει σε ένα περίπτερο να πάρω τσιγάρα, γιατί τότε κάπνιζα, και είπα: «Παρακαλώ, μου δίνετε ένα πακέτο;». Και μου λέει «παρακάλεσέ με όσο θες, αν δεν με πληρώσεις δεν σου δίνω». Έμεινα έκπληκτος με αυτή την απάντηση. Στην Αίγυπτο είχαμε μάθει αλλιώς. Ήταν λίγο πιο απότομοι οι άνθρωποι εδώ, η νοοτροπία των ανθρώπων ήταν λίγο πιο κλειστή.

Πώς ξεκίνησε η καριέρα σας στην Αθήνα;

Όλως τυχαίως τραγούδησα ένα βράδυ σε κάποιο κέντρο, με άκουσε ο μαγαζάτορας και μου πρότεινε να συνοδεύσω το συγκρότημα του Νίκου Αδάμα που είχε στο μαγαζί, τους Playboys. Συνεργάστηκα για κάποιο διάστημα μαζί τους. Αυτοί κάποια στιγμή θα έγραφαν ένα δισκάκι και μου ζήτησε ο Νίκος να τραγουδήσω το τραγούδι της μίας πλευράς, ένα τραγούδι με αγγλικούς στίχους που λεγόταν «Deep in the Heart of Athens». Το άκουσε ο Μάτσας και μου πρότεινε αμέσως συμβόλαιο. Οντως το κάναμε και οι πρώτες μου δισκογραφικές δουλειές ήταν ξένα τραγούδια: γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά. Τότε τραγουδούσα στο Galaxy bar του «Hilton». Ωσπου το 1968 ένας Γάλλος παραγωγός, ο οποίος θα συνεργαζόταν με τον Μίμη Πλέσσα σε κάποια ταινία για την Αθήνα, με άκουσε και του πρότεινε να με βάλει να τραγουδήσω ένα τραγούδι στην ταινία. Ετσι γνωρίστηκα με τον Πλέσσα και μου έδωσε το πρώτο τραγούδι που λεγόταν «Η Αλήθεια» για την ταινία «Le Coeur Chaud». Από εκεί συνεχίστηκαν η γνωριμία μας και η συνεργασία μας με τον Πλέσσα, κάναμε τις «Γοργόνες και Μάγκες» και το «Τόσα Καλοκαίρια» για τον Δαλιανίδη κι ύστερα μπήκε το νερό στο αυλάκι.

Ησασταν πάντα μια χαρούμενη νότα μέσα στο ελληνικό ποπ τραγούδι. Στη βαλίτσα σας τα έχετε όλα: πολύ όμορφες διασκευές ξένων τραγουδιών, αξέχαστα αυθεντικά που σας έδωσαν μεγάλοι συνθέτες, πολύχρωμα ρούχα, φανταχτερά σακάκια, παπούτσια που πάτησαν σε πίστες της φωτιάς. Πώς τα βλέπετε όλα αυτά σήμερα;

Σαν μια καλή προίκα (γέλια). Κοιτάξτε, κοιτάζω πάντα μπροστά, δεν είμαι από τους ανθρώπους που ζουν με τις αναμνήσεις. Αλλά προσέξτε τι κάνω, όποτε κοιτάζω πίσω, ζω με αναμνήσεις άλλου είδους που δεν έχουν σχέση με την καλλιτεχνία. Εχω την εντύπωση ότι έχω δύο προσωπικότητες. Μια επί σκηνής και μία εκτός σκηνής. Εκτός σκηνής δεν έχω καμία σχέση με τον καλλιτέχνη. Σπίτι μου δεν φαίνονται πουθενά ίχνη της καλλιτεχνικής μου καριέρας, δεν έχω βραβεία, φωτογραφίες ή χρυσούς δίσκους. Τα έχω όλα κρυμμένα. Το θεωρώ ματαιοδοξία να είναι στους τοίχους οι φωτογραφίες και τα βραβεία μου. Μπορεί να ακούγεται σκληρό αυτό που σας λέω, αλλά αν μου περίσσευε ένας χώρος, θα τα είχα όλα εκεί, αλλά μόνο για μένα, χωρίς να τα βλέπουν οι άλλοι.

Εχετε νιώσει ποτέ τη φήμη σας να σας υπερβαίνει ως άνθρωπο;

Δεν ξέρω ποια είναι η φήμη μου. Τώρα το συνειδητοποιώ ότι ο κόσμος με αγαπάει πολύ. Αργά το κατάλαβα. Παλαιότερα δεν το είχα συνειδητοποιήσει.

Προτιμάτε να σας θαυμάζουν για το ταλέντο σας ή για τον χαρακτήρα σας; Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας με λίγες λέξεις;

Προτιμώ για τον χαρακτήρα μου. Αλλά και για το ταλέντο μου δεν θα έλεγα όχι. Θεωρώ ότι είμαι πολύ ειλικρινής, έντιμος και δίκαιος σε σημείο βλακείας.

Να προσθέσω και ευγενικός;

Καμιά φορά γίνομαι πολύ αγενής, άμα εκνευριστώ. Αφού τρομάζουν οι γνωστοί μου (γέλια).

Είστε άνθρωπος και καλλιτέχνης του μέτρου ή παθιάζεστε με αυτό που κάνετε;

Καθόλου, πιστεύω ότι αυτή η καριέρα από τύχη έγινε. Δεν κυνήγησα ποτέ και δεν πάτησα ποτέ επί πτωμάτων. Ολα ερχόντουσαν μόνα τους. Και οι προτάσεις και οι επιτυχίες. Είχα συναδέλφους φίλους που όλη μέρα έψαχναν τους σταθμούς για να δουν πού ακούγονται, ενώ εμένα δεν με ένοιαζε καθόλου. Καμιά φορά όταν άκουγα ένα δικό τραγούδι ναι, ψιλοκαμάρωνα λιγάκι, αλλά αυτό ήταν όλο. Δεν έχω αυτό το πάθος της προβολής και της φιλοδοξίας. Οπως σας είπα για τις δύο προσωπικότητές μου, εκτός σκηνής, ήθελα να περνάω απαρατήρητος. Και έτσι ήμουν ευτυχισμένος. Δεν πήρα συμβουλές από κανέναν. Απλώς μόνος μου ρουφούσα τις εμπειρίες. Αν μπορούσα να τραγουδάω και με μια μάσκα, θα το έκανα.

Πικρία έχετε νιώσει;

Η πίκρα πάντα υπάρχει, όπως σε όλα τα επαγγέλματα, αλλά ξεχνιέται. Είναι τόσο γλυκιά η πίστα που όλα ξεχνιούνται εκεί πάνω. Ο χαρακτήρας μου δεν με άφηνε να πικραίνομαι. Ξεχνάω εύκολα. Δεν κρατάω κακία.

Η πιο σκληρή αλήθεια που αντιμετωπίσατε στην καριέρα σας;

Αυτή που λέει ότι είναι πολύ δύσκολο να κάνεις μια καριέρα στο εξωτερικό, γιατί πάντα έκανα όνειρα να κάνω πράγματα έξω από την Ελλάδα και το επιχείρησα. Φταίει ο ανταγωνισμός και, επίσης, φταίει ότι αλλιώς λειτουργεί το σύστημα.

Πιστεύετε ότι η Ελλάδα «τρώει» τους καλλιτέχνες της;

Ναι, αυτό το κάνει. Εχω ένα μικρό παράπονο ότι δεν προωθήθηκαν σωστά κάποια πράγματα, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν γίνει αλλιώς. Πιστέψτε με ότι τώρα βλέπω πράγματα που έχω κάνει παλιά και απορώ πώς τα κατάφερα. Πράγματα δύσκολα. Αλλά δεν βρέθηκε κάποιος τότε να μου πει ότι θα αναλάμβανε να προωθήσει αυτές τις δουλειές στο εξωτερικό. Αν σκεφτούμε λίγο πιο ρεαλιστικά, θα δούμε ότι αν η Μούσχουρη δεν έφευγε στο εξωτερικό τι θα ήταν; Ο,τι ήταν η Κλειώ Δενάρδου ή η Αντζελα Ζήλια. Μεγάλες τραγουδίστριες, αλλά παγιδευμένες στη χώρα τους. Ο Ντέμης αν δεν έφευγε και έμενε εδώ, το ίδιο θα έκανε. Θα ένιωθε παγιδευμένος.

Το λαϊκό τραγούδι σάς άρεσε;

Βεβαίως. Και μπορούσα να καταλάβω και την απήχησή του στον κόσμο. Ο Καζαντζίδης ως φωνή μου άρεσε πάρα πολύ, ασχέτως αν κάποια από τα τραγούδια του μπορεί να μην με αντιπροσώπευαν. Αλλά τότε οι καλλιτέχνες και γενικότερα το ελληνικό τραγούδι ζούσαν μια άλλη, πιο αθώα εποχή. Εγώ, στην πιο ποπ πλευρά του τραγουδιού, ποτέ δεν ζήτησα πού θα μπει το όνομά μου, ποτέ δεν ζήτησα τι ώρα θα βγω, ποτέ δεν ζήτησα πόσα τραγούδια θα πω. Αρχισα να τα ζητάω κι εγώ αυτά όταν είδα ότι οι άλλοι προσπαθούσαν να με σκεπάσουν. Και το πάλεψα μερικές φορές. Αλλά βαριέμαι. Και βαριέμαι εύκολα. Και στο τέλος έλεγα «δεν βαριέσαι, δεν πα’ να μπει το όνομα αυτής πριν από το δικό μου. Τι θα γίνει στη σκηνή έχει σημασία». Και πραγματικά μόνο αυτό μετράει.

Μια από τις σπουδαίες στιγμές σας, που λίγοι γνωρίζουν, είναι ότι ήσασταν από τους πρώτους που πρόλαβαν και έπαιξαν πριν από την ιστορική εμφάνιση των Rolling Stones στο Παναθηναϊκό Στάδιο.

Ναι, πρόλαβα και έπαιξα και δεν τους άκουσα και καθόλου όσο έπαιξαν. Τους θυμάμαι στα καμαρίνια να κάνουν αλητείες. Αλλά δεν κάθισα να τους ακούσω. Δεν μου άρεσαν. Εμένα μου άρεσαν φανατικά οι Beatles. Οι Rolling Stones και το στιλ του οργισμένου νέου γενικότερα δεν με άγγιξε ποτέ. Και οι Beatles δεν ήταν καλά παιδιά, αλλά ήταν πιο κομψοί αλήτες. Αλλά τα χρόνια εκείνα όλα ήταν τελικά πιο αθώα και πιο αγνά.

Εχετε ζήσει και πολλές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές της μοντέρνας ελληνικής ζωής.

Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν είχα καμία σχέση με τα πολιτικά, αν και το κοινωνικό περιβάλλον πάντα μου κινούσε την περιέργεια να δω την εξέλιξή του. Σήμερα τα πράγματα είναι δύσκολα, για να μην πω τραγικά. Περνάμε στιγμές πολύ δύσκολες. Το δικό μου καταφύγιο είναι ότι πέρασα πια, δεν κινδυνεύω, μεγάλωσα. Λυπάμαι και τρομάζω μόνο για τους νέους. Δεν ξέρω αν μπορούν να κάνουν όνειρα, σχέδια, πράγματα. Αλλά πού να σταθούν; Υπάρχει κάπου φως; Και στην πολιτική και στην κοινωνική ζωή. Δεν υπάρχει κάποιος ο οποίος έντιμα στέκεται και υποστηρίζει ότι θέλει να κάνει κάτι επειδή αγαπάει την Ελλάδα. Και να βρεθεί κάποιος μπορεί να μην τον αφήσουν. Δεν ξέρω, είναι ένας κυκεώνας, δεν μπορείς να καταλάβεις τι γίνεται. Αλλά από την άλλη πιστεύω ότι δεν μπορεί, κάποτε θα αντιστραφεί όλο αυτό το δύσκολο κλίμα. Απλώς δεν ξέρω αν θα ζω (γέλια). 

Ετικέτες